Από τον Cameron Munter, από το Συμβούλιο των Συνεργατών του Stratfor

Η Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου, μια σημαντική συνάντηση παγκόσμιων ηγετών και εμπειρογνωμόνων που γίνεται κάθε Φεβρουάριο, ιστορικά λειτουργεί ως προάγγελος του τρέχοντος διατλαντικού κλίματος, καθώς επίσης και ως δείκτης για ποια μεγάλα θέματα ανησυχούν πιο πολύ οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, που είναι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής. Όπως και το 2017, ένα ευρύ φάσμα ηγετών των χωρών που εκπροσωπήθηκαν, υπουργών εξωτερικών, δημοσιογράφων και εμπειρογνωμόνων που έλαβαν μέρος στη φετινή διάσκεψη εστίασε την προσοχή του στη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι περισσότεροι παρατηρητές σημείωσαν ότι σε αυτή τη συνάντηση υπήρξε μεγαλύτερη ένταση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η διάσκεψη παραδοσιακά αποτελεί μια σύναξη πεπεισμένων Ατλαντικιστών – ανθρώπων όπως ο Αμερικανός γερουσιαστής John McCain – ο οποίος είχε εκφράσει εξέφρασε «στρογγυλεμένες» απόψεις, αλλά στο τέλος επιβεβαίωσε την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης, όχι μόνο για τα κοινά συμφέροντα, αλλά και για κοινές αξίες.

Αυτή η εποχή έχει ξεκάθαρα τελειώσει.

Ο μονομερής-πολυμερής διάσταση

Στο σημερινό πλαίσιο, εστάλησαν δύο διαφορετικά μηνύματα -δυνατά και με σαφήνεια- για να λάβει υπ’ όψιν της η παγκόσμια κοινότητα:

Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποστήριξε την πολυμέρεια και το εννοούσε.

Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Mike Pence υποστήριξε την μονομερή προσέγγιση και το εννοούσε.

Πράγματι, περισσότερα μέλη του Αμερικανικού Κογκρέσου παρέστησαν στη φετινή διάσκεψη από οποιαδήποτε άλλη φορά στο παρελθόν – πάνω από 50 μέλη φέτος. Όμως, κατά τη διάρκεια των συνόδων της ολομέλειας, οι διαφορές κατέστρεψαν τις ομοιότητες. Ο Pence κάλεσε τους Ευρωπαίους να ενωθούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες για να βγουν από την πυρηνική συμφωνία για το Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης με το Ιράν. Η Μέρκελ και άλλοι ηγέτες ενίσχυαν την στήριξή τους για τη συμφωνία. Πολλοί παρατηρητές, κοιτάζοντας το αδιαμφισβήτητο χάσμα μεταξύ μονομέρειας-πολυμέρειας στον Ατλαντικό, σημείωσαν με απογοήτευση ότι αυτή η νέα πραγματικότητα δεν θα μπορούσε παρά να βοηθήσει εκείνους στη Μόσχα και αλλού που θέλουν να δουν μια ευρύτερη ρήξη μεταξύ των παραδοσιακών συμμάχων στη Δύση.

Στην περίπτωση που τελείωσαν οι ημέρες της ειλικρινούς αλληλεγγύης μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού, ποια είναι τότε η ατζέντα;

Οι Ευρωπαίοι σκέφτονται σοβαρά το χαμηλό επίπεδο των αμυντικών δαπανών τους (ένα θέμα που το γυροφέρνουν από τις ημέρες του Ψυχρού Πολέμου, αλλά τώρα το βλέπουν πιο σοβαρά), την απειλή που ελλοχεύει από μια καταστροφική κυβερνοεπίθεση, και την προοπτική της κινεζικής κυριαρχίας της τεχνολογίας 5G.

Αξιολόγηση και δράση

Υπήρξε μια εποχή, όχι πριν πολύ καιρό, όταν οι ευρωπαίοι ηγέτες είχαν σχέδια για την Ανατολή (ένταξη χωρών, όπως η Ουκρανία, σε Δυτικούς θεσμούς) και τον Νότο (αναπτυξιακή βοήθεια προς την Αφρική και τη Μέση Ανατολή). Τώρα, αντί να ενεργήσουν σε συνεννόηση με τους γείτονές τους, υιοθετήθηκε μια πιο αντιδραστική στάση απέναντι στις απειλές που προέρχονται από την Ανατολή (κρίση Ρωσίας-Ουκρανίας) και από το Νότο (καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, πληθυσμιακή αύξηση στην Αφρική, πρόσφυγες και το μνημειώδες καθήκον της εδραίωσης της σταθερότητας στη μεταπολεμική Συρία σε μια εποχή που η ρωσική, η τουρκική και η ιρανική επιρροή φαίνεται να κυριαρχεί περισσότερο από ποτέ). Οι Ευρωπαίοι είναι μπερδεμένοι για το Brexit και λυπούνται για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από τις παγκόσμιες υποθέσεις, αναμένοντας ότι αυτή η απουσία θα συνεχιστεί καθώς η Βρετανία σχεδιάζει το μέλλον της.

Ωστόσο, σημαντικότερο από οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρόβλημα πολιτικής είναι το ερώτημα που υποβόσκει σχετικά με την εμπιστοσύνη και τους θεσμούς. Οι Ευρωπαίοι ρωτούν: Εάν πράγματι οι διαφορές με τους Αμερικανούς ή το Brexit αποτελούν σημάδια των καιρών (συνέπειες, εάν θέλετε και όχι αιτίες), ποια είναι τότε τα αίτια της σημερινής κατάστασης;

Αποτελεί αποτυχία των θεσμών, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να πείσουν τις μη-ελίτ ότι τα θεσμικά όργανα είναι νόμιμα ή, τουλάχιστον, να έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν τι θέλουν οι πολίτες; Είναι η αδυναμία των αρχιτεκτόνων του κόσμου μετά το Ψυχρό Πόλεμο να προσαρμοστούν στον αντίκτυπο της παγκοσμιοποίησης ή να αναγνωρίσουν ότι ο υπόλοιπος κόσμος (πρωτίστως η Ασία) έχει αλλάξει μαζικά; Ή μήπως αποτελεί, όπως προειδοποιούν οι απαισιόδοξοι, μια επιστροφή στην αληθινή κατάσταση των πραγμάτων στην Ευρώπη, που τα 70 χρόνια της Pax Americana καταπίεσε, αλλά δεν εξάλειψε;

Αυτό δεν μπορεί να αφεθεί στους παλιούς ένστολους εμπειρογνώμονες που παρακολούθησαν αυτή τη διάσκεψη πριν από δεκαετίες, όταν ονομαζόταν “Wehrkunde” – η τέχνη της στρατιωτικής επιστήμης. Ναι, το μέλλον του ΝΑΤΟ και οι δυνατότητές του έχουν σημασία. Ωστόσο, οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να ξεφύγουν από την ανησυχία, αναζητώντας απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, και να μην θρηνούν απλώς για την άνοδο του λαϊκισμού ή τη διάβρωση της διατλαντικής αλληλεγγύης.

Υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί για λίγη ταπεινοφροσύνη μετά από μια περίοδο με ίσως πάρα πολύ ύβρι. Αλλά υπάρχει και κάτι που πρέπει να ειπωθεί για την πίστη στη δυνατότητα της Δύσης να ξεπεράσει τη σημερινή αυτή περίοδο διαφωνίας- όχι επιθυμώντας μια μαγική επιστροφή σε κάποιο προηγούμενο status quo, αλλά αξιολογώντας και αντιμετωπίζοντας αυτές τις προκλήσεις.

Το μήνυμα από το Μόναχο ήταν δυνατό και σαφές. Τώρα το ερώτημα είναι αν οι επόμενες συζητήσεις θα δώσουν μια διεξοδική, νηφάλια και στοχευμένη αξιολόγηση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της διατλαντικής ρήξης και όλων των συνεπειών αυτής.

Δημοσιεύθηκε στον Τύπο της Κυριακής στις 3/3/2019