Τι πίστευαν οι Αμερικανοί πρόεδροι.
Γράφει ο Βαγγέλης Γεωργίου
Αποθέωσαν πρόσφατα τον πρόεδρο Τραμπ στον Λευκό Οίκο, μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας στις ΗΠΑ, για τα εγκωμιαστικά του σχόλια για την Ελληνική Επανάσταση. «Σήμερα γιορτάζουμε τη μνήμη του μεγάλου αγώνα των Ελλήνων να ξανακερδίσουν την ανεξαρτησία τους από μια ξένη αυτοκρατορία» είπε ο Τραμπ. «Οι κοινές ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες ενέπνευσαν τους πολίτες σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου να αναλάβουν δράση και να στηρίξουν έμπρακτα τον αγώνα των Ελλήνων για αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία«. Έχει δίκιο. Αμερικανοί πολίτες που έδωσαν και τη ζωή τους για την ελληνική ανεξαρτησία υπήρξαν. Οι δε Αμερικανοί πρόεδροι ήταν εξίσου καλοί στα φιλελληνικά εγκώμια αλλά στις πράξεις ήταν κάπως… περιορισμένοι.
Σε μια περίοδο της αμερικανικής ιστορίας που ο ιδεαλισμός του Πολέμου της Ανεξαρτησίας από τους Βρετανούς ήταν ακόμα ζωντανός η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε ένα πολιτικό crash test για τα ιδεαλιστικά αντανακλαστικά του Λευκού Οίκου. Ήταν η εποχή που οι επαναστατημένοι Έλληνες έψαχναν απεγνωσμένα συμμάχους στο εξωτερικό και οι Αμερικανοί ήταν ανάμεσα σε αυτούς που έλαβαν «προσκλητήριο».
Οι μακρινές ΗΠΑ του 1821 δεν θα μπορούσαν προφανώς να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο όπως η Βρετανική Αυτοκρατορία και η τσαρική Ρωσία, αλλά η στάση είχε την πολιτική σημασία της. Στη Μεσόγειο, επιχειρούσε από καιρό η Μοίρα Μεσογείου του Αμερικανικού Στόλου η οποία είχε διαλύσει τους στόλους των Βερβέρων πειρατών στη Βόρεια Αφρική. Στις ΗΠΑ κυριαρχούσε ένα αρχαιολατρικό πνεύμα που περνούσε ακόμα και στην αρχιτεκτονική πλούσιων σπιτιών.
Ο Κοραής στρώθηκε και μετέφρασε στα αγγλικά την προκήρυξη που είχε γράψει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης για να τη στείλει στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στον κυβερνήτη της Μασαχουσέτης. Ο τελευταίος μάλιστα την διένειμε στον αμερικανικό Τύπο. Ο δε Μαυροκορδάτος μπήκε μπροστάρης να στείλουν οι Έλληνες αντιπροσωπεία στις ΗΠΑ την περίοδο 1823/24. Εξάλλου, όπως έλεγε ο πρόεδρος James Monroe (1817-1825) «Από καιρό υπάρχει μια ισχυρή ελπίδα που στηρίζεται στον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων ότι θα επιτύχουν στην προσπάθειά τους» .
Οι Έλληνες πόνταραν σε ένα κράτος που είχε δημιουργηθεί σχετικά πρόσφατα μετά από επανάσταση. Παρόλα αυτά, θα ήταν ίσως οι πρώτοι παγκοσμίως που θα γίνονταν μάρτυρες της σημαντικής -αλλά όχι απόλυτης- ασυμβατότητας ιδεαλιστικών τοποθετήσεων και πολιτικών επιλογών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Συμφέρει στα μεγαλόπνοα σχέδιά μας;
Ο Monroe υπήρξε ένας εκ των πιο ένθερμων υποστηρικτών της ελληνικής επανάστασης. Στα τέλη του 1822 έλεγε φορτισμένα πως «η αναφορά στους Έλληνες μας εγείρει τα πιο ευγενή αισθήματα(…), στα οποία η φύση μας -σαν λαός- έχει μια κλίση. Οι εξαιρετικές ικανότητες και η δεξιοτεχνία στις τέχνες, η ανδρεία στη μάχη, ο ενθουσιώδης ζήλος και η προσήλωση στην ελευθερία, όλα αυτά μας θυμίζουν την αρχαία Ελλάδα. Ήταν επομένως φυσικό η επανεμφάνιση αυτού του λαού, με το χαρακτήρα που διέθετε και στο παρελθόν, υπεραμυνόμενου των ελευθεριών του, να προκαλέσει αισθήματα βαθιάς συμπάθειας, τα οποία έχουν ήδη εκδηλωθεί σε όλες τις πολιτείες. Καλλιεργούμε την ελπίδα ότι αυτός ο λαός θα κερδίσει την ανεξαρτησία του και θα ανακτήσει μια ίση θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη της γης».
Ο ρομαντισμός του προέδρου συγκινούσε στο Κογκρέσο ισχυρούς γερουσιαστές όπως τον Henry Clay που έθεσε στο τραπέζι πρόταση αναγνώρισης της ελληνικής ανεξαρτησίας αλλά και τον Daniel Webster που πρότεινε ακόμα και αποστολή πράκτορα στην Ελλάδα. Ο παραστατικός λόγος του για τους Έλληνες στο Κογκρέσο έμεινε παροιμιώδης: «..επικαλούνται τη βοήθειά μας, στο όνομα των προγόνων τους, των σφαγμένων οικογενειών τους, του αίματος που έχυσαν ποτάμι, στο όνομα των ολοκαυτωμάτων και της εκατόμβης των νεκρών που στοιβάζονται μέχρι τον ουρανό, επικαλούνται τη βοήθεια μας..».
Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως πάντα υπάρχουν εκείνοι που ξύνουν σκεπτικά το πηγούνι τους. Ακούγοντας όλα αυτά τα ιδεαλιστικά ο γερουσιαστής John Randolph, που ένας λόγος του μπορούσε να διαρκέσει και 3 ώρες(!)- αναρωτιόταν «κύριε Πρόεδρε με έκαναν μέλος αυτής της βουλής για να διαφυλάξω τα συμφέροντα του λαού των ΗΠΑ και όχι για να προστατεύσω τα δικαιώματα άλλων λαών… Συμφέρει στα μεγαλόπνοα σχέδιά μας για οδούς και διώρυγες;…».
O εκκεντρικός Randolph έβλεπε τη συνολική εικόνα. Ενδεικτικά, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, στη Μεσόγειο απασχολούνταν 1.200 Αμερικανοί οι οποίοι επάνδρωναν 80 έως 100 πλοία. Οι μεσογειακές αγορές απορροφούσαν το 1/6 του αμερικανικού σίτου και αλεύρων, το ¼ του ρυζιού καθώς και το ¼ αποξηραμένων ιχθύων. Μόνο το εμπόριο με τη Σμύρνη τη διετία 1820-1822 απέφερε $1.000.000 ετησίως ενώ η αξία των περιουσιών των Αμερικανών επιχειρηματιών της Σμύρνης ξεπερνούσε τα 200.000 δολάρια. Ο αριθμός των δρομολογίων των εμπορικών πλοίων των ΗΠΑ σε μεσογειακά λιμάνια είχε τετραπλασιαστεί ενώ το αμερικανικό ρούμι έρεε όλο και περισσότερο στην περιοχή.
Ένας μέρος των Αμερικανών πολιτικών διέβλεπε μεγάλες δυνατότητες στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Οι Αμερικανοί businessmen έτρεμαν ένα ενδεχόμενο ελληνοαμερικανικής προσέγγισης φοβούμενοι μάλιστα και πράξεις αντεκδίκησης των Οθωμανών. Ο πρόεδρος Monroe μάλιστα φαινόταν αποφασισμένος να στείλει ακόμα και στρατιωτική βοήθεια στους Έλληνες! Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο πρόεδρος έπρεπε να συνετιστεί και να μην επηρεάζεται από σκέψεις σταυροφορίας υπέρ των Ελλήνων.
Έτσι γεννήθηκε το Δόγμα Μονρόε
Ο άνθρωπος που θα τον συγκρατούσε θα ήταν ο δαιμόνιος υπουργός Εξωτερικών John Quincy Adams. Ο υπουργός Εξωτερικών δεν ήταν λιγότερο φιλέλληνας από τον πρόεδρό του και μάλιστα θεωρούσε τον Ισλαμισμό μια φανατική και απεχθής θρησκεία, ωστόσο ζύγιζε κάπως πιο ρεαλιστικά τα πράγματα: μια ανοιχτή επέμβαση υπέρ των Ελλήνων αφενός θα αποσπούσε τους Αμερικανούς από σχέδια επέκτασης στη βόρεια Αμερική και αφετέρου θα εξόργιζε τους πανίσχυρους Ευρωπαίους.
Επεμβαίνοντας στο ελληνικό ζήτημα ίσως δινόταν αφορμή στις ευρωπαϊκές δυνάμεις να βάλλουν χέρι στο Δυτικό Ημισφαίριο το οποίο εποφθαλμιούσαν οι Αμερικανοί. Ήταν μια ευρύτερη στρατηγική γραμμή που χάραξε επιδέξια το υπουργείο Εξωτερικών υπό τον Adams. Ο Monroe πείστηκε και τον Δεκέμβριο του 1823 εγκαινιάστηκε το περίφημο «Δόγμα Μονρόε» αποκλείοντας οποιαδήποτε ανάμιξη των ΗΠΑ σε καθαρά ευρωπαϊκές υποθέσεις ενώ «η αμερικανική ήπειρος θα πρέπει από δω και στο εξής, να μη θεωρείται αντικείμενο μελλοντικού αποικισμού εκ μέρους οποιασδήποτε ευρωπαϊκής δύναμης». Ο Adams ήθελε να προστατεύσει σαν κόρη οφθαλμού το Δόγμα αυτό.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δεν συνέχιζε να εγκωμιάζει τους Έλληνες ενώ ακόμα και ο πιο ψύχραιμος υπουργός του ψέλλιζε πως «εάν η πορεία των γεγονότων καταστήσει τους Έλληνες ικανούς να οργανωθούν σε ένα ανεξάρτητο κράτος οι ΗΠΑ θα είναι εκ των πρώτων, οι οποίοι…θα αποκαταστήσουν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις». Όμορφα «συγκινητικά» λόγια.
Οι ΗΠΑ όμως δεν απέκλιναν της επίσημης «ενεργούς» ουδετερότητας που επέβαλλε ο υπουργός Εξωτερικών φροντίζοντας μάλιστα το Νοέμβριο του 1823 να μεταβεί ειδικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη, ο προσωπικός του φίλος και γνώστης γύρω από θέματα Ανατολής, George Bethune English, ώστε να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τον Χουσρέφ Πασά. O English μάλιστα είχε εξισλαμιστεί!
Στη συνέχεια, ο English -ο οποίος είχε εκνευρίσει τον πρόεδρο με την πρακτική δωροδοκιών- αντικαταστάθηκε από τον εξαιρετικά έμπειρο διοικητή της Μοίρας Μεσογείου John Rogers με αποστολή να προωθήσει έντιμα τη σύναψη μιας οικονομικής συνθήκης με τη Πύλη, την ώρα που η τελευταία γνώριζε την μία ήττα μετά την άλλη στην Ελλάδα. Οι εντολές της Ουάσινγκτον ήταν ρητές: να μη συμφωνηθεί κάτι που θα λειτουργούσε θετικά αλλά σίγουρα ούτε αρνητικά για τον ελληνικό Αγώνα προμηνύοντας μια.. αλλαγή στην πολιτική στάση των ΗΠΑ.
Λατρεία για Έλληνες, συνεργασία με Οθωμανούς
«Η φαντασία μου εξάπτεται από έναν ιεραποστολικό ενθουσιασμό για τον αγώνα των Ελλήνων» John Quincy Adams
Τον πρόεδρο Monroe διαδέχτηκε στον Λευκό Οίκο ο χαρισματικός πρώην υπουργός Εξωτερικών John Quincy Adams το 1825 αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση μέχρι το 1829. Θα περίμενε κανείς ότι εκείνη η αυστηρή ουδετερότητα που εφαρμοζόταν επί των ημερών του στο υπουργείο Εξωτερικών θα συνεχιζόταν και υπό την προεδρική του ιδιότητα. Ωστόσο τα πράγματα εξελίχτηκαν λίγο διαφορετικά.
Ο διπλωμάτης κύριος William C. Somerville έλαβε εντολή από τον πρόεδρο τον Απρίλιο του 1825 να μεταβεί μυστικά στην επαναστατημένη Ελλάδα για να μεταφέρει στους επαναστάτες το έντονο ενδιαφέρον των Αμερικανών για τον αγώνα τους, να διερευνήσει η ικανότητα τους να κερδίσουν την ανεξαρτησία της, να προωθήσει το αμερικανικό εμπόριο και να παρέχει πληροφορίες και υπηρεσίες στους Έλληνες. Ο ατυχής Somerville δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την αποστολή του καθότι πέθανε άρρωστος στο σπίτι του διάσημου στρατηγού Λαφαγιέτ στη Γαλλία.
Εκείνη η επιχείρηση αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα μυστήριο. Πάντως είχε γίνει αντιληπτό ότι ο Άνταμς ξέφευγε κάπως από την ουδετερότητα υιοθετώντας πιο φιλελληνική στάση. Όταν τον ενημέρωναν ότι τα αμερικανικά πλοία δέχονταν επίθεση από ελληνικά πειρατικά ήταν πεπεισμένος ότι η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση δεν είχε καμία σχέση. Βέβαια και οι Αμερικανοί φαίνεται πως κάτι είχαν να κερδίσουν από τον πόλεμο.
Ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Richard Rush, κανόνισε να φέρει σε επαφή την ελληνική αντιπροσωπεία με Αμερικανούς ναυπηγούς της Νέας Υόρκης. Από εκείνες τις επαφές προέκυψε η συμφωνία κατασκευής δύο υπερσύγχρονων φρεγατών για λογαριασμό του ελληνικού πολεμικού ναυτικού έναντι ενός ποσού δυσανάλογα μεγάλου για το μέγεθος των πλοίων. Οι Οθωμανοί θα έρχονταν αντιμέτωποι στο Αιγαίο με τις πιο σύγχρονες ναυτικές μονάδες στον κόσμο. Η ελληνική κυβέρνηση μάλιστα το 1827 ευχαρίστησε τις ΗΠΑ για την προσφορά τους στον πολιτισμό και στην “κατάκτηση της ελευθερίας”.
Κοίτα αυτούς τους Φράγκους!
Η αλήθεια είναι ότι ο John Quinsy Adams ως πρόεδρος βραχυκύκλωνε κάπως την αμερικανική πολιτική. Οι φιλελληνικές του τοποθετήσεις τορπίλιζαν τις διαπραγματεύσεις των προξένων του για το κλείσιμο εμπορικών συμφωνιών ενώ εκνεύριζαν τον Σουλτάνο λέγοντας ο ίδιος: «Κοίτα αυτούς τους Φράγκους(τους Αμερικανούς), οι οποίοι δεν κρατούν ποτέ τις υποσχέσεις τους… Είναι προτιμότερο να σέβεσαι την Αγγλία και να καθυστερείς τους Αμερικανούς με την πολιτική».
Βέβαια, η Πύλη δεν μπορούσε να αντιδράσει πιο αποφασιστικά στην παρελκυστική πολιτική των ΗΠΑ. Μετά την συντριβή του στόλου της στο Ναβαρίνο και την συσπείρωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων εναντίον της γνώριζαν ότι οι Αμερικανοί ίσως ήταν οι μοναδικοί φίλοι που απέμεναν. Τουλάχιστον αυτοί δεν είχαν βλέψεις διάλυσης της Αυτοκρατορίας ή επέμβασης στα εσωτερικά της.
Ενδεχομένως, αν οι πρόεδροι Monroe και Adams διέθεταν την ισχύ που θα είχαν οι ΗΠΑ το 1950 ή το 1990 να ήταν περισσότερο εκδηλωτικοί υπέρ των Ελλήνων. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο έπραξαν περισσότερο ρεαλιστικά. Δεν ήταν η ίδρυση ενός ελληνικού κράτους που έθιγε τα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά η φανερή υποστήριξη για τη δημιουργία του. Με ή χωρίς την ύπαρξη ελληνικού κράτους οι Αμερικανοί θα έκαναν business απρόσκοπτα με τους Σουλτάνους. Η αμερικανική ουδετερότητα εξαργυρώθηκε με την παραδοχή ενός Οθωμανού αξιωματούχου που θα έλεγε πως «Οι Αμερικανοί θα είναι οι καλοί μας φίλοι».
Andrew Jackson: Επιστροφή στον ρεαλισμό!
«Δεν θα αφήσω κανένα μέσο ανεκμετάλλευτο ώστε να αποκτήσει η σημαία μας τα ίδια προνόμια [στα οθωμανικά εδάφη] που απολαμβάνουν οι ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης». Andrew Jackson
Το 1829 ήταν μια εξαιρετική χρονιά στις οθωμανοαμερικανικές σχέσεις. Ο John Quincy Adams θα έδινε την προεδρική σκυτάλη σε έναν βετεράνο ήρωα πολέμου, στον Andrew Jackson (1829-1937). Ήταν ο πρόεδρος που δεν επηρεαζόταν από συναισθηματισμούς και ιδεολογήματα. Ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος σε οποιαδήποτε κίνηση που θα ωφελούσε τους Έλληνες, ωστόσο συμφωνούσε με τον προκάτοχό του ότι χρειαζόταν να επιτευχθεί μια εμπορική συμφωνία με τους Οθωμανούς.
Ο Jackson ήταν ο πρόεδρος που ξερίζωσε με Νόμο του 1830 τους Ινδιάνους από τη γή τους στη βάση ότι «κανείς δεν θα μπορούσε να υποστηρίζει απολίτιστες αγροτικές πρακτικές λίγων χιλιάδων αγρίων εις βάρος των ευλογιών της ελευθερίας, του πολιτισμού και της θρησκείας» της λευκής κοινωνίας. Τον Andrew Jackson τον ενδιέφερε να προσαρτήσει με οποιοδήποτε μέσο τα εδάφη των Ινδιάνων και παράλληλα αδιαφορούσε αν οι Έλληνες θα ανακτούσαν την ελευθερία τους αφαιρώντας εδάφη των Οθωμανών.
Ενώ ο αμερικανικός φιλελληνισμός έφτασε στο σημείο να δώσει το όνομα Ναβαρίνο (από την περίφημη ναυμαχία) σε πόλη της πολιτείας Ουισκόνσιν, ο Jackson ήταν αποφασισμένος να υπογράψει μια ιστορική εμπορική συμφωνία με την Πύλη. Τον Μάιο του 1830 το κατάφερε. Η περίφημη Συνθήκη Ναυτιλίας και Εμπορίου με τη Πύλη άνοιξε διάπλατα τις μεσογειακές αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις ΗΠΑ. Ο Αμερικανός απεσταλμένος David Offley παραδεχόταν ακόμα πως μέσω των στενών του Βοσπόρου οι ΗΠΑ θα συνδέονταν με τη Μαύρη Θάλασσα και πιθανώς με την Ρωσία.
Όλα τα λιμάνια της Ανατολικής Μεσόγειου ήταν πλέον ανοιχτά στους Αμερικανούς και η υποανάπτυκτη Οθωμανική επικράτεια θα αποτελούσε ιδανικό χώρο διάθεσης των αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων. Όπως αναφέρει και ο Ιστορικός Michael Oren, το έτος 1830 θα το θυμόμαστε σαν το σημείο καμπής στις προπολεμικές σχέσεις της Αμερικής με την Μέση Ανατολή. Τότε οι ΗΠΑ κατάφεραν να εγκαινιάσουν πολιτικές και εμπορικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία επι ίσοις όροις με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Και τότε οι Αμερικανοί θα έφτιαχναν πολεμικά πλοία και αμερικανικές αποστολές στρατιωτικών συμβούλων θα κατέφθαναν στην Κωνσταντινούπολη.
Μόνο όταν θα άφηνε τον Λευκό Οίκο το 1837 οι απελευθερωμένοι πλέον Έλληνες θα υπέγραφαν εμπορική συνθήκη με τις ΗΠΑ. Ο Jackson προτιμούσε να μην αναφέρει «πότε» και που «γεννήθηκε» η Δημοκρατία. Ήταν περισσότερο συνεπής στις πράξεις του ανεξαρτήτως του βίαιου πολλές φορές περιεχομένου τους. Λειτουργούσε βάσει των συμφερόντων της χώρας του χωρίς να χρειάζεται να υμνεί τους Έλληνες -αλλά και να τους βοηθάει κατα καιρούς- όπως έκαναν οι προκάτοχοί του. Όπως κυνικά σημείωνε το 2015 ο Sam Ro, «ενώ η ελληνική ιστορία είναι συναρπαστική, δεν μετακινεί στην πραγματικότητα τον δείκτη της οικονομίας των ΗΠΑ».
Άλλωστε ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος θα ήταν κάπως δύσκολο να τα βρεί με τον έβδομο πρόεδρο των ΗΠΑ. Ήταν πολύ συνεπείς με την εσωτερική και εξωτερική τους πολιτική σε αντίθεση με…
slpress.gr