Γράφει ο καθηγητής του Παντείου πανεπιστημίου Γιώργος Κοντογιώργης

Στο εσωτερικό του νεοελληνικού κράτους, η εγκαθίδρυση της βαυαρικής απολυταρχίας με τη βίαιη κατάργηση των πόλεων/κοινών που ακολούθησε είχε ως συνέπεια να μεταστεγασθεί η λογική του πολεοκεντρισμού στο περιβάλλον του κεντρικού πολιτικού συστήματος.

Φορείς της ήταν οι δυνάμεις εκείνες που εγκαλούσαν προηγουμένως τον Καποδίστρια για αυταρχισμό, επειδή θεωρούσαν ότι το εγχείρημα δημιουργίας ενός κεντρικού πολιτικού συστήματος ικανού να διαχειρισθεί τη διάσωση της επανάστασης και να συγκροτήσει κράτος, αντέκειτο στην πολεοτική τους αυτονομία.

Πώς ερμηνεύεται λοιπόν η μεταστέγαση της εμφυλιακής/διχαστικής λογικής της πολιτικής αντίθεσης στο νεοελληνικό κράτος; Επισημάναμε ήδη την επιβολή της απολυταρχικής μοναρχίας σε μια χειμαζόμενη από την εξαθλίωση κοινωνία, γύρω από την οποία στεγάσθηκε η εκφυλισμένη από τις συνθήκες της επανάστασης πολεοτική πολιτική τάξη των «κοτζαμπάσιδων». Η πολιτική αυτή τάξη συναντήθηκε ευθύς αμέσως με την απολυταρχία στο ζήτημα της κατάλυσης των πολεοτικών κοινών και ιδίως της δημοκρατικής πολιτείας τους.

Είχαν ήδη από την εποχή του Καποδίστρια διαγνώσει ότι το πολίτευμα της απολυταρχικής ή ακόμη και της αιρετής μοναρχίας τους παρείχε περισσότερες εγγυήσεις για την εξουσία που κατέκτησαν στη διάρκεια της Επανάστασης, συγκριτικά με την αποκατάσταση των δημοκρατίας στα κοινά που επιχειρήθηκε από τον Κυβερνήτη.

Ουδείς προφανώς είχε λόγους

Στο κλίμα αυτό, ουδείς προφανώς είχε λόγους να εισαγάγει στον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο το μέτρο της κοσμοσυστημικής αναλογίας: να αντιμετωπίσει το πολεοτικό κοινό ως την θεμελιώδη κοινωνία στο κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας, δηλαδή ως το ισοδύναμο του κράτους έθνους στη μεγάλη κλίμακα. Εύλογα, αφού με τον τρόπο αυτόν, έπρεπε να προταχθεί η δημοκρατία του κοινού/πόλης ως η πολιτεία του κράτους έθνους. Ο «εξευρωπαϊσμός» που επεβλήθη ως δείγμα στο νεοελληνικό προτεκτοράτο, επέτασσε την ανωτερότητα της απολυταρχικής μοναρχίας, όπως ακριβώς της αιρετής μοναρχίας, έναντι της δημοκρατίας σήμερα.

Η δημοκρατική παιδεία συνάδει με συμπεριφορές πολιτικής ατομικότητας. Για να αποκτήσει δε συλλογική αναφορά προϋποτίθεται  απαραιτήτως η συγκρότηση του πολίτη σε δήμο, δηλαδή σε πολιτειακή οντότητα. Εάν ο πολίτης αυτός τοποθετηθεί σε καθεστώς ιδιωτείας εκτρέπεται σε δύσμορφες συμπεριφορές και εντέλει μεταβάλλεται από συνομιλητής του κοινωνικού δήμου, σε προσωπικό συνομιλητή του κατόχου του πολιτικού συστήματος, δηλαδή σε πελάτη του πολιτικού.

Η λειτουργία του πολιτικού προσωπικού

Επιπλέον, η λειτουργία του ως (ατομικού) συνομιλητή του πολιτικού προσωπικού, πραγματοποιείται με άνισους όρους, δεδομένου ότι η συνάντησή τους γίνεται σε εξωθεσμική βάση με αποτέλεσμα η όποια πολιτική υπόσχεση του τελευταίου να μην περιέχει το στοιχείο της δέσμευσης. Σε κάθε περίπτωση ο ρέκτης της δημοκρατικής παιδείας αδυνατεί να λειτουργήσει ως αθέμιτη συλλογική οντότητα, και μάλιστα ως άμορφη κοινωνική μάζα/αγέλη σε καθεστώς ιδιωτείας, όπως συμβαίνει με τον υπήκοο που μόλις εξήλθε από τη φεουδαρχία. Ο ένας συλλογάται ως πλήρης πολίτης, ο δε ο υπήκοος, ως απολύτως ατελής πολίτης.

Στο κλίμα αυτό, ο πολιτικός έχει απέναντί του ως συνομιλητή όχι την κοινωνική συλλογικότητα των πολιτών, αλλά ένα έκαστο των μελών της, και κυριολεκτικά ένα δίκτυο οργανικών πελατών. Έτσι, και ο σκοπός της πολιτικής προσαρμόζεται αναλόγως. Οι δημόσιες πολιτικές με πρόσημο το κοινό ή εθνικό συμφέρον, παραχωρούν τη θέση τους σε πολιτικές που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στην συντήρηση δικτύων αποδόμησης του συλλογικού, δικτύων συγκατανευσιφάγων, που χρησιμοποιούν το κράτος, το δημόσιο αγαθό εντέλει, ως πρυτανείο σίτισης.

Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό προσωπικό, ήτοι το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής και διαχειριστής του πολιτικού συστήματος, επικάθηται σ’αυτό, και μεταβάλλεται το ίδιο σε πολιτικό σύστημα. Η έννοια της κομματοκρατίας ορίζει ακριβώς αυτό το καθεστώς ιδιοποίησης του κράτους και της λειτουργίας των μελών της –και των αμέσων πελατών της- ως νομέων του δημόσιου αγαθού.

Για να συντηρηθεί η εκφυλισμένη αυτή εκδοχή της αιρετής μοναρχίας, η κομματοκρατία, όφειλε να ολοκληρώσει το έργο της διαρρηγνύοντας τη σχέση της με τις ηγέτιδες δυνάμεις του μείζονος ελληνισμού, κυρίως την αστική τάξη, και επιπρόσθετα με την πνευματική και την πολιτική του ηγεσία.

Ο αποκλεισμός των δυνάμεων του πνεύματος

Καθώς έχουμε εθισθεί στην ιστόρηση του ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, όχι του κόσμου του, δεν έχει προσεχθεί το γεγονός ότι η αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού συνέχισε να διαγράφει μια αδιάκοπη πορεία στην διιστορία έχοντας οικουμενική ιδιοσυστασία και εταιρική/δημοκρατική δομή, όπως και στην όλη του συγκρότηση. Ο ελληνισμός, κατά την ύστερη τουρκοκρατία, δεν διήγε, όπως οι λοιπές κοινωνίες, το στάδιο της εξόδου του από τη φεουδαρχία, προκειμένου να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη συγκρότηση των πρώιμων θεμέλιων παραμέτρων του ανθρωποκεντρισμού, εναίς και ένα σώμα κοινωνικών τάξεων εδρασμένων στη νομισματική οικονομία, με προέχουσα την αστική τάξη.

Την αστική τάξη του μείζονος ελληνισμού οι δυνάμεις της κομματοκρατίας την απέκλεισαν από το εθνικό κράτος, όπως ακριβώς και τις δυνάμεις του πνεύματος. Θα λέγαμε μάλιστα ότι επέλεξαν να την παραδώσουν, μαζί με το πρόταγμα της εθνικής ολοκλήρωσης, βορά στους εθνικισμούς και στον υπαρκτό σοσιαλισμό που αναδύθηκαν στην περιοχή του ζωτικού του χώρου.

Μια παράπλευρη συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι αποστέρησαν το πολιτικό σύστημα από μια ενδιάμεση ισχυρή κοινωνική και πολιτική δύναμη που θα ηδύνατο να καθοδηγήσει τις πολιτικές του με πρόσημο μια ταξική μεν πλην όμως συλλογική αντίληψη του κοινού συμφέροντος. Η επιλογή αυτή, υπέκρυπτε επίσης μια κρίσιμης σημασίας υστεροβουλία. Την ρήξη της ελλαδικής κοινωνίας με το ιστορικό, ιδεολογικό, πολιτικό και το εν γένει ανθρωποκεντρικό της προηγούμενο, καθώς η ρήξη αυτή αποτελούσε την αναγκαία συνθήκη για τη νομιμοποίηση του κράτους της απολυταρχικής, αργότερα της αιρετής μοναρχίας/πολιτικής κυριαρχίας και, συνακόλουθα, της κομματοκρατίας.

slpress.gr