Του Marc Pierini

Η προεκλογική εκστρατεία του Τούρκου προέδρου Recep Tayyip Erdogan, ήταν μια vintage προεκλογική εκστρατεία του ΑΚΡ: έπαιξε ένα εθνικιστικό προφίλ, έκρυψε τις οικονομικές πραγματικότητες με δημιουργικά λογιστικά και καλλωπιστικά μέτρα, εξίσωσε τα χαμηλά επιτόκια (ξανά) με τον χαμηλό πληθωρισμό, κατηγόρησε τους ξένους ότι αποδυναμώνουν το νόμισμα, απείλησε την αντιπολίτευση, συνέχισε την καταστολή της ελευθερίας του λόγου και της διαφωνίας, προειδοποίησε την Δύση για Ισλαμοφοβία, και χαρακτήρισε τρεις ηγέτες της ΕΕ -Federica Mogherini, Johannes Hahn, Kati Piri- “εχθρούς του Ισλάμ”.

Παρά την σε τεράστιο βαθμό άδικη προεκλογική εκστρατεία που ευνόησε το κυβερνών κόμμα, τα αποτελέσματα συνιστούν μια ξεκάθαρη νίκη για την αντιπολίτευση. Το ΑΚΡ έχασε έναν απροσδόκητα μεγάλο βαθμό δήμων, μεταξύ των οποίων και η Άγκυρα. Σε εθνικό επίπεδο, η συμμαχία AKP-MHP συγκέντρωσε το 51,6% των ψήφων και θα διοικεί το 56% περίπου όλων των δήμων. Αλλά οι συνολικοί αριθμοί δεν μπορούν να κρύψουν το μήνυμα απογοήτευσης για την εθνική ηγεσία της Τουρκίας: σταθμισμένα με βάση την οικονομία τους σημασία (συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης), τα μεγάλα αστικά κέντρα που πέρασαν στα χέρια της αντιπολίτευσης, αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 60% του εθνικού ΑΕΠ.

Αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα θα προκαλέσουν πολλές αναλύσεις και προτάσεις. Ήδη, δύο μηνύματα είναι αυτά που ακούγονται δυνατά και καθαρά: οι κακές οικονομικές πολιτικές έχουν προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια στον τουρκικό λαό, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τις δημοτικές εκλογές για να κατηγορήσει τον πρόεδρό του και για το στυλ και για την ουσία. Η απογοήτευση είναι πολύ προσωπική -η Κωνσταντινούπολη είναι κεντρικής σημασίας στην πολιτική καριέρα του Erdogan. Τον θυμάμαι στην πρώτη μου συνέντευξη που του έχω πάρει, σε ένα δείπνο το 1997, όταν ήταν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης. Μιλούσε με πάθος για την βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων του Κωνσταντινουπολιτών. Σε διαδοχικές συναντήσεις στο διάστημα 2007-2011, ο Erdogan -πρωθυπουργός τότε- συχνά ανακαλούσε στη μνήμη του τα επιτεύγματά του ως δήμαρχος.

Η διαμάχη για τα αμφισβητούμενα εκλογικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης, δεν έχει τελειώσει. Το εκτελεστικό σώμα μπορεί ακόμη να τα αναγνωρίσει, να τα αμφισβητήσει στο δικαστήριο ή ακόμη και να ακυρώσει κάποια από αυτά. Μπορεί επίσης να μειώσει τους δήμους που έχει η αντιπολίτευση μέσω διοικητικών μέτρων αναφορικά με τις διαδικασίες. Η αντιπροσωπεία παρατηρητών του Συμβουλίου της Ευρώπης δήλωσε: αυτές οι εκλογές είναι μια ευκαιρία για την πλήρη αποκατάσταση της αρχής της άμεσης δημοκρατικής εντολής στην Τουρκία”. Ό,τι και να συμβεί, αυτές και εκλογές δεν υποχρεώνουν τον πρόεδρο να αλλάξει τις πολιτικές του ή τη συμπεριφορά του. Αλλά χωρίς να αναμένονται εκλογές στη χώρα για άλλα τέσσερα χρόνια (τουλάχιστον), δεν έχει μείνει κανείς για να κατηγορηθεί για τα προβλήματα της Τουρκίας.

Ας περιορίσουμε τα δεδομένα στα απολύτως απαραίτητα: ο Πρόεδρος της Τουρκίας αντιμετωπίζει τέσσερις σημαντικές και αλληλένδετες προκλήσεις.

Η οικονομία έρχεται πρώτη. Με την τρέχουσα οικονομική ύφεση, ένα χρέος σε ξένο νόμισμα που δεν εξυπηρετείται, την τουρκική λίρα υπό πίεση, τις χρεοκοπίες να αυξάνονται, τα εγχώρια αποθέματα να διατηρούνται σε ξένο νόμισμα και την φυγή των κεφαλαίων, απαιτούνται μέτρα επειγόντως.

Αυτή η έντονη οικονομική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό-τροφοδοτούμενη: η πολιτική χαμηλών επιτοκίων δεν λειτουργεί. Ο υπουργός Οικονομικών απολαμβάνει μικρής εμπιστοσύνης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας. Τα “τρελά” projects υποδομών θα βυθίσουν την οικονομία περαιτέρω. ΟΙ διαφορές με την ΕΕ και τις ΗΠΑ -με τις οποίες η χώρα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη στο εμπόριο, σε βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, στις άμεσες επενδύσεις και στην τεχνολογία -είναι αυτοκαταστροφικές. Η επιλογή τώρα είναι μεταξύ του να κατηγορούμε ασταμάτητα τους Δυτικούς εταίρους της Τουρκίας ή να φτιάξουμε την οικονομία μέσω ενός προγράμματος από το ΔΝΤ, αφήνοντας παράλληλα την κεντρική τράπεζα να κάνει ελεύθερη τη δουλειά της, ανεπηρέαστη από πολιτικές παρεμβάσεις, και καθυστερώντας τα πιο τρελά projects.

Η διακυβέρνηση έρχεται δεύτερη, με μια δραματικά απλή διάγνωση: η θλιβερή κατάσταση του κράτους δικαίου στην Τουρκία καταστρέφει χιλιάδες ζωές, όπως και τη διεθνή φήμη της χώρας. Υπάρχει μια πολύ στενή πυραμίδα εξουσίας, οι κυβερνητικές αρμοδιότητες έχουν μεταφερθεί στην προεδρία, το δικαστικό σώμα και τα ΜΜΕ έχουν διαβρωθεί και η αστική κοινωνία έχει φιμωθεί. Αυτό σημαίνει ότι οι εσωτερικοί έλεγχοι και οι ισορροπίες που συνήθως εγγυώνται τη διεθνή οικονομική και πολιτική αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό, έχουν χαθεί.

Πολιτικά υποκινούμενες δίκες εναντίον διεθνώς αναγνωρισμένων προσωπικοτήτων και οργανισμών, έχουν πλήξει κάποια από τα καλύτερα ταλέντα της χώρας, καταστρέφοντας την φήμη της στο εξωτερικό. Είναι πλέον καιρός οι δικαστικές αρχές να πάρουν τις απαραίτητες αποφάσεις και να απορρίπτουν τις κατηγορίες και τις προληπτικές συλλήψεις με βάση μηδενικά και να απελευθερώσει όλους τους ενδιαφερόμενους. Η Τουρκία θα είναι απείρως καλύτερα με μια ελεύθερη και ζωντανή κοινωνία των πολιτών. Με μια επιστροφή σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο κράτους δικαίου, τα “παγωμένα projects” όπως ο εκσυγχρονισμός της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας ίσως γίνουν και πάλι ενεργά και οι επενδυτές αποκτήσουν μια πιο θετική άποψη.

Όσον αφορά στην άμυνα -ένα θέμα που έχω αναλύσει προσφάτως από μια μακροπρόθεσμη οπτική του ΝΑΤΟ- η Τουρκία έχει φτάσει σε ένα αδιέξοδο. Για να το θέσουμε απλά, η επιλογή είναι είτε να αφήσει τη συμφωνία με τη Μόσχα για τους πυραύλους S-400 ή να γίνει ένας εταίρος του ΝΑΤΟ β΄ κατηγορίας. Η φιλοδοξία της Τουρκίας να γίνει μια ανεξάρτητη στρατιωτική δύναμη είναι νόμιμη, αλλά αυτός ο στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με την παραμονή στη Βορειοατλαντική Συμμαχία ενώ παράλληλα ενεργεί εναντίον της. Δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε ότι τα άλλα 12 κράτη του ΝΑΤΟ που αγοράζουν F-35s θα αποδεχθούν το ότι τα μαχητικά stealth της Τουρκίας θα λειτουργούν σε καθημερινή βάση υπό το βλέμμα των ρωσικών συστημάτων ραντάρ. Παρά τις πολιτικές τάσεις της Άγκυρας, τα πυραυλικά συστήματα S-400 και τα μαχητικά F-35 δεν μπορούν να συνυπάρξουν στην τουρκική αεροπορία.

Σε ό,τι αφορά στη Συρία, η πολιτική στάση της Τουρκίας είναι εύθραυστη. Η ανάγκη για ασφάλεια κατά μήκος των νότιων συνόρων της χώρας είναι πλήρως κατανοητή από τους δυτικούς της εταίρους. Υπάρχουν διαθέσιμες πολιτικό-στρατιωτικές λύσεις. Ωστόσο ο πειρασμός για την Άγκυρα να ξεκινήσει μια νέα στρατιωτική εισβολή, για παράδειγμα στο Manbij ή στο Tell Abiad, είναι πιθανώς υψηλός, εν μη τι άλλο για να απομακρύνει την προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα. Μια τέτοια επιχείρηση θα ήταν κοστοβόρα και μικρόπνοη, ακόμη και αν η Μόσχα πειστεί να την αφήσει να προχωρήσει.

Η καλύτερη επιλογή θα ήταν να χρησιμοποιηθεί η περιφερειακή θέση της Τουρκίας για να βοηθήσει ώστε να φέρει τη συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ προκειμένου να προωθηθεί μια ισορροπημένη πολιτική λύση στον πόλεμο. Η Μόσχα και η Τεχεράνη θα δουν ασφαλώς διαφορετικά τα πράγματα και θα σταθμίσουν αναλόγως την Άγκυρα. Σύμφωνα με την προηγούμενη υπόθεση, η Τουρκία θα αποτελέσει μέρος της λύσης, ενώ με βάση την τελευταία, θα γίνει ο εκτελεστής της ρωσικής πολιτικής.

Οι απαντήσεις που θα δώσει ο πρόεδρος σε αυτές τις τέσσερις προκλήσεις, θα διαμορφώσουν το μέλλον της Τουρκίας. Συνιστούν επίσης μεγάλες ευκαιρίες για τη Δημοκρατία της Τουρκίας στη διάρκεια της τετραετίας πριν από την εκατονταετηρίδα της. Είναι τώρα προφανές ότι η πλειοψηφία των Τούρκων θα υποστηρίξει προφανώς την επιδίωξη τέτοιων ευκαιριών.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ

capital.gr