Οι αξιωματικοί καριέρας των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) πολύ νωρίς στην πορεία τους μαθαίνουν ότι η ισορροπία με τον αντίπαλο στηρίζεται σε δύο βασικά χαρακτηριστικά: την ποιότητα, αλλά και τους αριθμούς.
Στη δεύτερη περίπτωση το μέγεθος των Ε.Δ. μιας χώρας αναγκαστικά καθορίζει τις επιλογές της. Την ποιότητα της ισορροπίας με τον αντίπαλο καθορίζει η τεχνολογία των εξοπλισμών και το προσωπικό. Και αν οι επιτελείς των Ε.Δ. μπορούν να είναι πραγματικά υπερήφανοι για την ποιότητα των στελεχών, το ζήτημα της τεχνολογίας των εξοπλισμών δημιουργεί σε όλους σκεπτικισμό και ανησυχία για το μέλλον.
Η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία έχει ανατραπεί προ πολλού. Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι μόνο η δημοσιονομική αδυναμία της Ελλάδας που πρακτικά έχει καθηλώσει για μία δεκαετία τις αμυντικές δαπάνες, αλλά και η στρατηγική επένδυση της Τουρκίας στη δημιουργία μιας στιβαρής αμυντικής βιομηχανίας.
Η Ελλάδα εισάγει σχεδόν το σύνολο των οπλικών συστημάτων της, τη στιγμή που η Τουρκία κατασκευάζει με δική της τεχνογνωσία περίπου το 65% των εξοπλισμών της, μάλιστα με μια αρκετά μεγάλη και εξαγώγιμη «γκάμα». Στα δέκα χρόνια στασιμότητας της Ελλάδας, η Τουρκία έχει κάνει ένα πραγματικό άλμα, εντάσσοντας στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις (ΤΕΔ) μονάδες προστιθέμενης αξίας, οι οποίες περιλαμβάνουν και εγχώριας κατασκευής μη επανδρωμένα αεροχήματα (UAV).
Το Πολεμικό Ναυτικό
Αν και η ισορροπία δυνάμεων στον χερσαίο χώρο είναι σχετικά καλή για την Ελλάδα, λόγω των μικρών εδαφικών συνόρων με την Τουρκία, στον αέρα και στη θάλασσα η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη. Ενας από τους λόγους είναι οι αυξημένες υποχρεώσεις που έχει η Ελλάδα όχι μόνο στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία είναι ολοένα και περισσότερο το κέντρο βάρους του στρατηγικού σχεδιασμού όχι μόνο της Αθήνας αλλά και της Αγκυρας. Στο μυαλό των επιτελών βρίσκεται πάντα το μεγάλο πρόβλημα της διαχείρισης ενός πιθανού θεάτρου συνδυασμένων επιχειρήσεων που θα εκτείνεται από το Αιγαίο έως την Κύπρο.
Οι σχετικά πρόσφατες προσθήκες πυραυλακάτων τύπου Ρουσέν και η ευκίνητη δύναμη κανονιοφόρων που διαθέτει το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.) μπορούν να καλύψουν ταχέως και αποτελεσματικά ένα πιθανό θέατρο επιχειρήσεων στο Αιγαίο. Αντιθέτως, οι μεγάλες μονάδες επιφανείας του Π.Ν. και δη οι φρεγάτες που είναι επιφορτισμένες με την προβολή της ελληνικής σημαίας και ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι πλέον πεπαλαιωμένες. Η απόφαση για αναβάθμιση των τεσσάρων φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ του Π.Ν. είναι μεν σωστή, ωστόσο τα περίπου 100 εκατ. ευρώ γι’ αυτή την εργασία εκτιμάται ότι δεν θα επιφέρουν σημαντικές βελτιώσεις στις δυνατότητες των πλοίων. Η άμεση προμήθεια τουλάχιστον δύο νέων φρεγατών με αντιαεροπορική άμυνα περιοχής, θεωρείται από το Π.Ν. απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να εκπληρώσει αποτελεσματικά τον ρόλο του τα επόμενα χρόνια. Τακτικό πλεονέκτημα στο Π.Ν. δίνουν τα υποβρύχια τύπου 214, που πρακτικά αποτελούν το μόνο όπλο με σαφή ανωτερότητα από τον ανάλογο στόλο που μπορεί να αναπτύξει η Τουρκία.
Στην ανοικτή θάλασσα, η Τουρκία έχει να αντιτάξει ευρεία γκάμα φρεγατών και κορβετών. Εκείνο που έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για την κατάσταση στην ανοικτή θάλασσα, είναι ότι η ναυτική διάσταση της ισχύος αποτελεί πλέον ακρογωνιαίο λίθο της τουρκικής στρατηγικής. Το ναυτικό της Τουρκίας δεν αναπτύσσεται μονοδιάστατα. Οι Τούρκοι αγοράζουν πλωτά γεωτρύπανα και ερευνητικά σκάφη και ναυπηγούν πλοία με αυξημένες επιχειρησιακές δυνατότητες. Εχουν ναυπηγήσει ακόμα και πλοίο το οποίο χρησιμοποιείται ως πλατφόρμα δοκιμών οπλικών και λοιπών συστημάτων, είδος πολυτελείας για οποιοδήποτε ναυτικό στον κόσμο, πλην του αμερικανικού, του ρωσικού και του κινεζικού. Λίγο προ της ολοκλήρωσής του βρίσκεται το πρώτο ελικοπτεροφόρο τουρκικής κατασκευής «TCG Anadolu». Ορισμένες πηγές τονίζουν ότι σε ένα δυσοίωνο σενάριο, ένα ελικοπτεροφόρο με δυνατότητες υποστήριξης αεροσκαφών καθέτου απογειώσεως, που θα έχει πλεύσει εγκαίρως στα διεθνή ύδατα, στο Ιόνιο Πέλαγος, θα μπορούσε να δημιουργήσει άμεσα μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση για τις ελληνικές Ε.Δ. Με μικρότερη πρόοδο προχωράει το σχέδιο για ναυπήγηση φρεγατών 7.000 τόνων αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής (το περίφημο πρότζεκτ TF-2000). Αν και η οικονομική κρίση δημιουργεί σοβαρά προσκόμματα σε αυτό το τουρκικό σχέδιο, είναι ενδεικτικό των φιλοδοξιών της Αγκυρας ότι επιθυμεί να ναυπηγήσει έως και οκτώ πλοία αυτού του τύπου.
Η Πολεμική Αεροπορία
Στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, η Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει την απόλυτη ανατροπή οποιασδήποτε ισορροπίας, αν τελικά η Τουρκία αποκτήσει αεροσκάφη πέμπτης γενιάς τύπου F-35. Απλούστατα διότι τα F-35 δεν γίνονται ορατά στα αντίπαλα ραντάρ, παρά μόνο όταν είναι πλέον αργά (στα ιταλικά F-35 που συμμετέχουν στον «Ηνίοχο 2019» έχουν τοποθετηθεί ανακλαστήρες, ώστε να είναι ορατά από τα ραντάρ, για λόγους καλύτερου συντονισμού με τα υπόλοιπα αεροπλάνα, κυρίως F-16 και Μιράζ 2000). Στην Αθήνα υπάρχουν σκέψεις για παραγγελία μιας μοίρας (25-30) αεροσκαφών F-35. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν βρίσκεται στον άμεσο ορίζοντα. Βασική προϋπόθεση είναι μια συμφωνία με τις ΗΠΑ για ένα πολυετές πλάνο πληρωμών.
Ενα εξίσου σοβαρό πρόβλημα είναι η έλλειψη υποδομών. Για την υποστήριξη μιας μοίρας F-35 απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις, αλλά και εκσυγχρονισμός των εγχώριων αμυντικών βιομηχανιών, οι οποίες πνέουν τα λοίσθια. Το πρόγραμμα αναβάθμισης των 84 F-16 της Π.Α. από τη Λόκχιντ Μάρτιν, είναι προς το παρόν ένας από τους βασικούς λόγους ύπαρξης της ΕΑΒ. Οταν ολοκληρωθεί αυτό το πρόγραμμα, είτε η ΕΑΒ θα έχει εκσυγχρονιστεί είτε απλά θα καταρρεύσει. Στο επίπεδο της αεροπορικής παρουσίας, η Ελλάδα είναι, επίσης, πολύ πίσω από την Τουρκία στον τομέα της ναυτικής συνεργασίας (τα λεγόμενα αεροσκάφη «Ηλεκτρονικού Πολέμου»). Η Τουρκία διαθέτει έναν αξιόπιστο στόλο αεροσκαφών CN-235, ενώ η Ελλάδα ακόμα δεν έχει παραλάβει το πρώτο από τα εκσυγχρονισμένα P-3B Orion, με σύγχρονα μέσα παρακολούθησης, αλλά… λαμαρίνες που οσονούπω θα συμπληρώσουν πενήντα χρόνια ζωής.
Μπροστά σε αυτή την προβληματική κατάσταση γίνονται κάποια πρώτα βήματα από την Αθήνα. Υπάρχει σχεδιασμός για τη δημιουργία ενός κέντρου ανάπτυξης software για στρατιωτική χρήση, ενώ προχωράει και η σταδιακή ένταξη της Ελλάδας σε ευρωπαϊκά προγράμματα υψηλής τεχνολογίας μέσω της μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας (PESCO). Μόλις πριν από λίγες ημέρες η Ελλάδα έγινε το 21ο μέλος του Κέντρου Αριστείας κατά των Υβριδικών Απειλών με έδρα το Ελσίνκι (Hybrid CoE), έπειτα από πολυετή σχεδιασμό.
Προβληματίζει η όλο και πιο έντονη αστάθεια της γείτονος
Η διεύρυνση του εξοπλιστικού χάσματος ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία δεν αποτελεί παρά ένα μέρος των προβλημάτων που η Αθήνα παρακολουθεί να μεγεθύνονται τα τελευταία χρόνια. Το σημαντικό αφορά την εγγενή αστάθεια που φαίνεται ότι παρουσιάζει πλέον η Τουρκία ως δρώσα δύναμη διεθνώς αλλά και στο εσωτερικό. Εως τώρα παρατηρούνται τρία στάδια «επιδείνωσης» αυτών των χαρακτηριστικών. Το πρώτο άρχισε να φαίνεται το 2015, όταν ξέσπασε η κρίση του προσφυγικού και μαζί της, ακολούθησε η αύξηση της έντασης στο Αιγαίο. Το δεύτερο, μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και το τρίτο, έπειτα από την όξυνση της τριβής της Τουρκίας με τους δυτικούς συμμάχους της, με αφορμή τη Συρία, αλλά και την υπόθεση των S-400 που εξελίσσεται σε σημείο σύγκρουσης ανάμεσα σε Αγκυρα και Ουάσιγκτον.
Στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα αντιλαμβάνεται την τουρκική κινητικότητα ως μια προσπάθεια στρατιωτικοποίησης των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ο λόγος που γίνονται συνειδητές προσπάθειες διατήρησης της συζήτησης μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που παρέχει η διπλωματία. Είναι ενδεικτική η απάντηση που επέλεξε η Αθήνα, έπειτα από την απόπειρα παρενόχλησης του πρωθυπουργικού αεροσκάφους στο Αγαθονήσι. Ισως ο πλέον σημαντικός και απευθείας δίαυλος επικοινωνίας που υπάρχει είναι εκείνος ανάμεσα στους δύο υπουργούς Εθνικής Αμυνας Ευάγγελο Αποστολάκη και Χουλουσί Ακάρ. Οι δύο υπουργοί, έχοντας διατελέσει επί σειράν ετών στην κεφαλή των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας, γνωρίζουν πολύ καλά το πεδίο.
Η προεκλογική περίοδος
Παρ’ όλα αυτά, οι επερχόμενες πολλαπλές εκλογές δημιουργούν ανησυχία στην Αθήνα, καθώς, παραδοσιακά, ακόμα και σε περιόδους σχετικής ηρεμίας, αντιμετωπιζόταν από την Αγκυρα ως ευκαιρία δοκιμής των ελληνικών αντανακλαστικών. Ηδη, η απώλεια των δήμων Κωνσταντινούπολης και Αγκυρας φαίνεται ότι έχει δημιουργήσει έντονη νευρικότητα στον κ. Ερντογάν, καθώς για πρώτη φορά το ΑΚΡ παρουσιάζει εμφανή σημάδια υποχώρησης, παρά τη διατήρηση της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας. Αυτή η πραγματικότητα και ο αυξανόμενος ρόλος των ακραίων εθνικιστικών φωνών (ΜΗΡ) στο εσωτερικό της Τουρκίας, εντείνει την ανησυχία κάθε καλόπιστου παρατηρητή της εξέλιξης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ο «εμβολιασμός» του «νεο-οθωμανικού» αφηγήματος του κ. Ερντογάν με την πλέον ακραία εθνικιστική ρητορική τύπου «Γκρίζων Λύκων» είναι αμφίβολο αν τελικά λειτουργεί ελκυστικά στους παραδοσιακούς κεμαλιστές ψηφοφόρους της Τουρκίας. Αντίθετα, εγκαθιστά στο επίκεντρο της πολιτικής την εικόνα μιας «πολιορκούμενης» Τουρκίας από τους Δυτικούς και τους… πρόθυμους συμμάχους τους.
Βασίλης Νέδος
Καθημερινή