Του Thomas De Waal, Carnegie Europe

“Για να είμαι ειλικρινής, μοιάζει σαν κάτι να έχει σπάσει”.

Οι άτυπες συζητήσεις συνεχίζονται στην Κύπρο, αλλά δεν υπάρχουν επίσημες διαπραγματεύσεις. Η ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ, Jane Lute, επισκέφθηκε το νησί την προηγούμενη εβδομάδα για να διερευνήσει τις προτάσεις σχετικά με το πώς θα ξεκινήσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις.

Αλλά αυτό το σχόλιο από έναν Ελληνοκύπριο αξιωματούχο ήταν ενδεικτικό του κλίματος. Από την τελευταία μεγάλη προσπάθεια για μια επίλυση του ζητήματος στο Crans-Montana στην Ελβετία το 2017, σχεδόν τίποτα δεν έχει συμβεί. Πολλή συζήτηση γίνεται, αλλά όχι ουσίας.

Οι διαδικασίες ειρήνευσης σε παρατεταμένες συγκρούσεις, όπως αυτή της Κύπρου, μπορεί να γίνουν θεολογικές στην πολυπλοκότητά τους. Οι διαπραγματεύσεις της Κύπρου έχουν παράξει έγγραφα εκατοντάδων σελίδων, σκιαγραφώντας λεπτές διακρίσεις σχετικά με την κατανομή της εξουσίας, τον προγραμματισμό για την αποχώρηση των στρατευμάτων, και τις λεπτομέρειες αποζημίωσης ιδιοκτησίας.

Είναι έργο ζωτικής σημασίας -αλλά μπορεί να γίνει τόσο αποπνικτικό όσο μια μοναστηριακή μεσαιωνική βιβλιοθήκη. Είναι εξίσου ζωτικής σημασίας να μην ξεχνάμε ότι η πρόοδος στην Κύπρο έχει έρθει από κάτω, από το δρόμο. Εάν αυτό το momentum εξασθενήσει, τότε όλα θα χαθούν.

Όταν επισκέφθηκα την Κύπρο πριν από μία εβδομάδα, οι συνομιλητές μου έδειχναν να είναι αρνητικοί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά παραμένει υπερβολικά καχύποπτη απέναντι στην Τουρκία -και αυτή η καχυποψία επιδεινώνεται μετά από την απολυταρχική στροφή του προέδρου recep Tayyip Erdogan ύστερα από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. “Ό,τι και να κάνεις, είσαι ανίσχυρος μπροστά στην Τουρκία”, δήλωσε ο Ελληνοκύπριος αξιωματούχος.

Από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων, υπάρχει απογοήτευση ότι κέρδισαν λίγες σημαντικές ανταμοιβές για το ότι ήταν η πλευρά που ήταν η πιο θετική στο σχέδιο επανένωσης από το 2003, όταν οι Ελληνοκύπριοι ψήφισαν κατά του σχεδίου Ανάν. “Μετά από το 2004, οι Τουρκοκύπριοι έχουν αποδείξει ότι δεν είναι υπέρ της απόσχισης”, επιβεβαιώνει ένας Τούρκος συνομιλητής. Μια ομάδα Τουρκοκυπρίων αναρωτιέται για πόσο καιρό το de facto καθεστώς τους θα μπορούσε να συνεχίσει εθελοντικά να ευθυγραμμίζεται με την ΕΕ “όταν δεν υπάρχει καμία προϋπόθεση” από τις Βρυξέλλες που να τους ενθαρρύνει να το κάνουν.

ΤΟ Κυπριακό χρονολογείται τουλάχιστον από το 1963. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όλοι έχουν λίγο-πολύ συμφωνήσει ότι μια λύση θα πρέπει να βασίζεται στην “δικοινοτική διζωνική ομοσπονδία” που μοιράζεται την εξουσία μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Αυτή η ιδέα τροφοδοτούνταν από μια ειρηνευτική ομάδα που γνώρισε άνθιση στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Συγκεκριμένα στη διάρκεια της περιόδου 2003-2004, παρά το ότι δεν επιτεύχθηκε καμία πολιτική συμφωνία, σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος. Η Πράσινη Γραμμή που χωρίζει το νησί, άνοιξε. Η Δημοκρατία της Κύπρου έγινε μέλος της ΕΕ και παρά το ότι το κοινοτικό κεκτημένο ανεστάλη στον βορρά, οι Τουρκοκύπριοι απέκτησαν ως ιδιώτες κάποια δικαιώματα.

Η ομάδα αυτή κατορθώνει ακόμη να σημειώνει περιστασιακές επιτυχίες, όπως το άνοιγμα δύο νέων σημείων διέλευσης στην Πράσινη Γραμμή πέρυσι. Οι διακοινοτικοί ακτιβιστές εξακολουθούν να οργανώνουν ακόμη συναντήσεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Αλλά εάν ο κυνισμός επικρατήσει αναφορικά με την διαδικασία, θα μπορούσαν όλα να περάσουν σε μια αρνητική τροχιά. Η πίστη σε μια ομοσπονδιακή λύση υποχωρεί. Οι δύο ηγέτες δεν έχουν πολλά να πουν ο ένας στον άλλο. Οι διαφωνίες για την εξερεύνηση μεγάλων πεδίων φυσικού αερίου στο νησί, θα μπορούσαν να θέσουν την Τουρκία και την Δημοκρατία της Κύπρου σε ευθεία αντιπαράθεση.

Για να ανακοπεί μια πτωτική πορεία, κάποιες υποσχόμενες πρωτοβουλίες απαιτούν μεγαλύτερη διεθνή στήριξη. Για χρόνια, η τουρκοκυπριακή ηγεσία είχε στα χέρια της την εξουσία να ανοίξει και τελικά να επιστρέψει την περίκλειστη πόλη Βαρώσια, κάποτε τουριστικό κέντρο και κοινότητα των εύπορων Ελληνοκυπρίων, η οποία έχει εγκαταλειφθεί μετά από την τουρκική εισβολή το 1974.

Για πολύ καιρό οι Ελληνοκύπριοι κωλυσιεργούν αναφορικά με διάφορες συμφωνίες που έχει προωθήσει η Κομισιόν. Μία είναι η συμφωνία για τις τηλεπικοινωνίες, με την οποία οι δύο πλευρές θα συμφωνούσαν να εξαλείψουν τις χρεώσεις roaming στην κινητή τηλεφωνία. Άλλη μία είναι μια πρωτοβουλία, που προώθησε προσωπικά ο πρόεδρος της Κομισιόν Jean-Claude Juncker, να δοθεί καθεστώς προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης (ΠΟΠ) στο κυπριακό εθνικό τυρί, χαλούμι. Και οι δύο αυτές ιδέες, εν δυνάμει win-win και για τις δύο πλευρές, έχουν μείνει στάσιμες, κυρίως λόγω της υπερβολικής νομικής επιφύλαξης από την ελληνοκυπριακή πλευρά αναφορικά με το να δοθεί τόσο μεγάλο status στους Τουρκοκυπρίους.

Ένας άλλος τομέας συνεργασίας θα μπορούσε να είναι το καθεστώς των αμέτρητων πανεπιστημίων και κολεγίων στην κατεχόμενη Κύπρο. Η σταθερή θέση των Ελληνοκυπρίων είναι να κηρυχθούν όλα αυτά παράνομα. Πολλά από αυτά είναι κακής ποιότητας και δεν αξίζει να νομιμοποιηθεί το status τους. Αρκετά ωστόσο, έχουν ποιότητα και είναι πρόθυμα να συνεργαστούν με τα πανεπιστήμια των Ελληνοκυπρίων. Θα πρέπει να υπάρξει περιθώριο να εξεταστεί συμβιβασμός, βασισμένος στο γεγονός ότι το σύνταγμα του 1960 διακηρύσσει πως η εκπαίδευση θα είναι αρμοδιότητα των δύο κοινοτήτων, και όχι της κεντρικής κυβέρνησης.

Δυστυχώς, σε ένα στείρο πολιτικό κλίμα όπως αυτό που επικρατεί τώρα, τα κόμματα στην σύγκρουση τείνουν να εξετάζουν ακόμη και θέματα αμοιβαίου δημοσίου ενδιαφέροντος όπως αυτά, ως “νόμισμα” στις συνολικές διαπραγματεύσεις, παρά σαν ένα θετικό βήμα από μόνα τους.

Πλησιάζει σύντομα μια δοκιμασία καλής θέλησης, με τις ευρωπαϊκές εκλογές στο τέλος Μαΐου. Αρκετοί Τουρκοκύπριοι, κυρίως ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής Niyazi Kizilyurek και ο συγγραφέας Sener Levent, κάνουν χρήση του συνταγματικού τους δικαιώματος να είναι υποψήφιοι στις εκλογές. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι δεκάδες χιλιάδες Τουρκοκύπριοι που έχουν λάβει την ιθαγένεια της Κυπριακής Δημοκρατίας -και ως εκ τούτου  της ΕΕ- θα θέλουν να ψηφίσουν, και αυτό θα είναι μια πρόκληση. Θα χρειαστεί να εγγραφούν σωστά και να τους επιτραπεί να διασχίσουν την Πράσινη Γραμμή για να ψηφίσουν. Θα το θεωρήσουν αυτό οι κυπριακές αρχές ως ένα μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και θα κάνουν ό,τι μπορούν για να συμβεί αυτό την ημέρα των εκλογών; Ή θα προσπαθήσουν να περιορίσουν τους Τουρκοκύπριους ψηφοφόρους επειδή θέλουν να δουν μόνο Ελληνοκύπριους να εκλέγονται;

Οι εκλογές θα είναι μια δοκιμασία για το εάν ο κυνισμός ή η καλή θέληση επικρατεί, και για το πόσο οξυγόνο υπάρχει ακόμη στην ατμόσφαιρα της διαδικασίας για την Κύπρο.

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ