Του Χρήστου Χωμενίδη 

Δεν μπαίνω στην ουσία των κατηγοριών εναντίον του Αλέξανδρου Λυκουρέζου. Αφενός επειδή δεν διαθέτω την πληροφόρηση και τη γνώση για να τις κρίνω. Αφετέρου διότι είναι άκομψο, έως και παράνομο, να σχολιάζει κανείς δημόσια μιάν ομιχλώδη ποινική υπόθεση προτού αυτή φτάσει στο ακροατήριο. Στέκομαι στον τρόπο της σύλληψής του.
Προφανώς σε έναν -θαλερό έστω- ογδονταεξάχρονο, με γνωστή διεύθυνση κατοικίας και εργασίας, δεν χρειάζεται να φορέσεις χειροπέδες εν μέση οδώ. Να επιστρατεύσεις κοτζάμ πάνοπλο απόσπασμα για να τον προσαγάγει στον ανακριτή. Μπορείς απλώς να τον καλέσεις να παρουσιαστεί. Εφόσον δε την υπόθεση έχει αναλάβει η αντιτρομοκρατική υπηρεσία (η οποία έχει το ελεύθερο να παρακολουθεί εν αγνοία τους τούς υπόπτους), τυχόν προπαρασκευαστικές ενέργειες φυγής ή τέλεσης εγκλημάτων θα έπεφταν ακαριαία στην αντίληψή της και θα ματαιώνονταν. Ο Λυκουρέζος όμως δεν συνελήφθη ενώ απεπειράτο να περάσει τα σύνορα. Ούτε ενώ συνωμοτούσε με τυχόν συνεργούς του. Αλλά μεταξύ γεύματος και μεσημεριανής σιέστας.

Η είδηση -όπως δημιουργήθηκε και δημοσιοποιήθηκε- ακούγεται από την ελληνική κοινωνία ως εξής: “Φόρεσαν βραχιολάκια στον πιό προβεβλημένο δικηγόρο των τελευταίων δεκαετιών! Ένα ακόμα ιερό τέρας της Μεταπολίτευσης αποδείχθηκε λαμόγιο, μπαγαπόντης, για τα σίδερα! Άντε να παίρνουν και οι επόμενοι σειρά…” Ακόμα και αν αφεθεί αύριο ελεύθερος ο Λυκουρέζος, αυτή η εντύπωση θα μείνει.

Στην προεκλογική περίοδο που διανύουμε, τέτοιες χαιρέκακες κραυγές ή ψίθυροι ενισχύουν το βασικό επιχείρημα τών κυβερνώντων. “Όσο και αν σάς έχουμε απογοητεύσει, πρέπει να μάς ξαναψηφίσετε. Οι προηγούμενοι ήταν καθάρματα. Φλέγονται να επιστρέψουν στα πράγματα για να ξανακάνουν τα ίδια και χειρότερα.”

Η αμαύρωση της Μεταπολίτευσης υπήρξε ένας από τους κύριους μοχλούς γιά την ιλιγγιώδη άνοδο του Σύριζα. Το εξωφρενικό σύνθημα “Η Χούντα δεν τελείωσε το ’73” εκεί ακριβώς αποσκοπούσε. Στο να ακυρώσει όσα θετικά είχαν συντελεστεί από το 1974 και εντεύθεν. Στο να παρουσιάσει την πρόσφατη Ιστορία μας σαν μιά εποχή παρακμής, διαφθοράς, προσχηματικής δημοκρατίας. Κάποιοι κήρυκες της “Πρώτης Φοράς Αριστεράς” το αρθρώνουν ακόμα ευθαρσώς: “Είμαστε οι ηττημένοι του 1949” λένε. Ό,τι συνέβη δηλαδή από το τέλος του Εμφυλίου και εντεύθεν εξυπηρετούσε τα στενά συμφέροντα των νικητών του. Εις βάρος των λαϊκών συμφερόντων.

Προφανώς η Μεταπολίτευση, όπως κάθετι ζωντανό, ήκμασε και παρήκμασε. Γνώρισε στιγμές μεγαλείου και στιγμές ντροπής. Απότοκά της ήταν η λύση του πολιτειακού με το τέλος της Βασιλείας, του γλωσσικού με την καθιέρωση της δημοτικής, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και μετά στην ΟΝΕ -όπως και της Κύπρου-, το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τα μεγάλα έργα… Μα και τα ουκ ολίγα σκάνδαλα, η ψευδοεπιχειρηματικότητα των νταραβεριτζήδων, η επικράτηση ως κυρίαρχης νοοτροπίας τού “ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε”, το άθλιας αισθητικής “life style”…

Η Μεταπολίτευση δεν ανέπτυξε μηχανισμούς αυτοελέγχου και αυτοκάθαρσης. Για αυτό και τσακίστηκε στα βράχια με τη χρεοκοπία του κράτους το 2010 και την υπαγωγή της χώρας στα μνημόνια. Εκείνοι από το πολιτικό προσωπικό της που, αντί να λουφάξουν, στάθηκαν στις επάλξεις μέχρι το 2015, διαχειριζόμενοι την κρίση, δεν κατάφεραν να βγάλουν από πάνω τους τη ρετσινιά. Ότι ανήκαν στο παλιό. Το οποίο μάς κατέστρεψε.

Η θεοφαγία, το να ισοπεδώνεις τους μύθους, το να καταβροχθίζεις τους πρωταγωνιστές τής προηγούμενης γενιάς, ώστε να ελευθερωθεί χώρος για εσένα είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση. Αλοίμονο στα παιδιά που δεν γκρεμίζουν τους γονείς από τα βάθρα τους παρά μεγαλώνουν και γερνάνε στη σκιά τους. Στα εγγόνια επαφίεται να αποτιμήσουν ψύχραιμα, από χρονική απόσταση, και να δικαιώσουν ό,τι αξίζει να δικαιωθεί.

Η θεοφαγία έχει ωστόσο δύο προϋποθέσεις.

Ο θεοφάγος, πρώτον, να είναι άσπιλος. Να μην έχει ήδη -όταν αστράφτει και βροντάει- τη δική του φωλιά λερωμένη.

Ο θεοφάγος να είναι, δεύτερον, φορέας του καινούργιου. Να πείθει ότι γεννάει, ότι εγκυμονεί έστω, καλούς καρπούς.

Όσοι πετροβολούν εδώ και μία δεκαετία τη Μεταπολίτευση και τις εμβληματικές φυσιογνωμίες της, είτε για τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο πρόκειται, είτε για τον Κώστα Σημίτη, είτε ακόμα και για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο (ο οποίος παρουσιάστηκε εσχάτως σαν βωμολόχος σεξιστής με κάτι -λέει- τραγουδάκια στο ενεργητικό του), όσοι επελαύνουν κατά δικαίων και αδίκων προκαταλαμβάνοντας την κρίση της Δικαιοσύνης και της Ιστορίας, δεν έχουν -φευ!- οι ίδιοι τίποτα ενδιαφέρον ή πρωτότυπο να παρουσιάσουν.

Πολιτικά φέρνουν στον νου τις ατυχέστερες στιγμές του παρελθόντος. Κοινωνικά διάγουν σαν απελεύθεροι δούλοι, πέφτουν με τα μούτρα στο μέλι, πιθηκίζουν τα χειρότερα σουσούμια του “παλαιού καθεστώτος”. Καλλιτεχνικά ανεμογκαστρώνονται και αναμασούν. Τόση “αγανάκτηση”, τόση όψιμη επαναστατικότητα και να μην έχει παραγάγει ούτε ένα άξιο λόγου έργο! Και να ριγούν ακόμα στις συγκεντρώσεις τους με τα θούρια του Μίκη Θεοδωράκη, τον οποίον κατά τα άλλα βρίζουν…

Δεν πρόκειται λοιπόν για θεοφάγους. Αλλά για θεομπαίχτες.

Καλή Ανάσταση!

Capital