Του Νίκου Ιγγλέση

Πολιτικοί κάθε προέλευσης, γεωπολιτικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι επιχειρούν, το τελευταίο διάστημα, να ερμηνεύσουν την πορεία προσέγγισης της Τουρκίας με τη Ρωσία και να προβλέψουν την αντίδραση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ευρύτερα.

Πολύ φαιά ουσία έχει καταναλωθεί και πολλά έχουν γραφτεί για το που το πάει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τι επιδιώκει ο Βλαντίμιρ Πούτιν και πως θα απαντήσει ο Ντόναλντ Τραμπ. Όλοι σχεδόν οι επαΐοντες προσπαθούν να αναλύσουν το ρευστό γεωπολιτικό πεδίο που βρίσκεται υπό διαμόρφωση στην ευρύτερη περιοχή μας. Λίγοι όμως αντιλαμβάνονται τι πραγματικά συμβαίνει και γιατί συμβαίνει.

Αναλύσεις και εκτιμήσεις που εδράζονται στο ισλαμο-φασιστικό καθεστώς Ερντογάν, στον αυταρχικό Πούτιν, στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στο σιωνιστικό Ισραήλ ή στους μουλάδες του Ιράν είναι έωλες και αφελείς, γιατί δεν αντιλαμβάνονται ότι όλες οι δράσεις αποσκοπούν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των ζωτικών κρατικών συμφερόντων, και μόνο αυτών, της κάθε πλευράς.

Η Τουρκία

Η βασική απειλή για τη σημερινή Τουρκία δεν είναι ούτε η φοβική και κατευναστική Ελλάδα ούτε βεβαίως η μικρή και αδύναμη Κύπρος, αλλά ο κίνδυνος ακρωτηριασμού της με τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι ο Ελληνισμός μπορεί να εφησυχάζει γιατί αποτελεί το δυτικό και το νότιο εμπόδιο στην επιδίωξη της Τουρκίας να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει η ίδια να ενισχυθεί γεωπολιτικά και όχι να διαμελισθεί.

Το κουρδικό έθνος είναι διασπασμένο σε Τουρκία, Ιράκ, Συρία και Ιράν. Τα τέσσερα αυτά κράτη έχουν ζωτικό συμφέρον να αποτρέψουν πάση θυσία τη δημιουργία ανεξάρτητης κουρδικής οντότητας, γιατί αυτό θα σήμαινε τη δική τους συρρίκνωση (απώλεια εδαφών).

Το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) στηρίχθηκε και ενισχύθηκε οικονομικά και στρατιωτικά από την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του Περσικού Κόλπου προκειμένου να ανατραπεί η συριακή κυβέρνηση του Μπασάρ ελ Άσαντ. Επρόκειτο, σε πρώτο επίπεδο, για μια αντιπαράθεση μεταξύ της σουνιτικής πλειοψηφίας και της μειοψηφίας των Αλαουιτών  από τους οποίους προέρχεται ο Άσαντ. Το διακύβευμα ήταν όχι μόνο γεωστρατηγικό αλλά και οικονομικό προκειμένου να κατασκευαστεί ένας αγωγός που θα μετέφερε φυσικό αέριο από τον Κόλπο στις ακτές της Μεσογείου.

Το Ισλαμικό Κράτος πολέμησε με σφοδρότητα όχι μόνο το στρατό της Δαμασκού αλλά και τους Κούρδους σε Συρία και Ιράκ, παρ’ όλο που οι τελευταίοι είναι επίσης σουνίτες. Το ISIS ουσιαστικά έδρασε εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της Τουρκίας και των άλλων σουνιτικών κρατών ενάντια στην κυβέρνηση Άσαντ, στους σιίτες του Ιράν και της Βαγδάτης καθώς και στους Κούρδους. Για την Άγκυρα το Ισλαμικό κράτος θα μπορούσε να την απαλλάξει από την κουρδική απειλή στα νότια σύνορά της. Στη αρχική φάση οι ΗΠΑ και οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Βρετανία κλπ) είδαν θετικά το ISIS να πολεμάει τους εχθρούς τους, όταν όμως το τελευταίο ξέφυγε από τον έλεγχό τους – έφτασε στα πρόθυρα της Βαγδάτης – αναγκαστικά στράφηκαν εναντίον του.

Η Ρωσία        

 Η Μόσχα είδε με έντονη ανησυχία να καταρρέει η κυβέρνηση του Άσαντ και να απειλούνται οι μοναδικές στρατιωτικές βάσεις που διαθέτει στη Μεσόγειο. Παράλληλα η Ρωσία δεν είχε κανένα συμφέρον από τη δημιουργία ενός αγωγού που θα έφερνε φυσικό αέριο στις ακτές της Μεσογείου και από εκεί στην Ευρώπη, μειώνοντας έτσι τη δική της δεσπόζουσα θέση στην ενεργειακή τροφοδοσία της τελευταίας. Το ίδιο ισχύει και για τα κοιτάσματα της Ανατολικής  Μεσογείου.

Το Σεπτέμβριο του 2015, ύστερα από πρόσκληση της Δαμασκού, οι ρωσικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των τζιχαντιστών της Συρίας. Ο συσχετισμός επί του πεδίου μεταβλήθηκε άρδην. Η Άγκυρα είδε τους σχεδιασμούς της να ανατρέπονται. Ένα μήνα μετά, το Νοέμβριο του ’15, η Τουρκία προέβη σε μια μεγάλη προβοκάτσια καταρρίπτοντας ένα ρωσικό βομβαρδιστικό στα τουρκοσυριακά σύνορα. Ο στόχος ήταν να προκαλέσει ρωσικά στρατιωτικά αντίποινα, ώστε να μπορέσει να επικαλεστεί τη συνδρομή του ΝΑΤΟ (άρθρο 15) και να περιορίσει την εμπλοκή των Ρώσων ή και να τους εξαναγκάσει σε αποχώρηση  από τη Συρία. Η Μόσχα που αντιλήφθηκε την προβοκάτσια, δεν προέβη σε στρατιωτικά αλλά μόνο σε οικονομικά αντίποινα.

Η κατάσταση επέβαλε αλλαγή στρατηγικής. Το Ισλαμικό Κράτος δεν μπορούσε πια να παίξει το ρόλο τον οποίον του είχαν αναθέσει οι δυνάμεις που το είχαν στηρίξει.  Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Το κοινό συμφέρον και των δύο είναι η κατανομή της επιρροής τους στη Συρία. Η Μόσχα επέτρεψε στην Άγκυρα να καταλάβει την κουρδική περιοχή του Εφρίν και απαγόρευσε στα συριακά στρατεύματα να ανακαταλάβουν την επαρχία της Ιντλίμπ, όπου έχουν συγκεντρωθεί ασφαλείς, υπό την προστασία των Τούρκων, οι ισλαμιστές αντάρτες. Οι τελευταίοι, όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί, θα χρησιμοποιηθούν ως εμπροσθοφυλακή της τουρκικής ισχύος (πόλεμος δι’ αντιπροσώπων). Παράλληλα η Άγκυρα ελέγχει και μια περιοχή δυτικά του Ευφράτη (Ασπίδα του Ευφράτη).

Από την πλευρά της η Ρωσία εξασφαλίζει την επιβίωση της φιλικής κυβέρνησης Άσαντ, την παραμονή των βάσεών της (η ναυτική βάση της Ταρτούς παραχωρείται στους Ρώσους για 49 χρόνια) και ταυτόχρονα διεμβολίζει το ΝΑΤΟ, προκαλώντας μεγάλη αποσταθεροποίηση  στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Στην εξίσωση συμμετέχει και το Ιράν που στηρίζει στρατιωτικά την κυβέρνηση Άσαντ και επιχειρεί να δημιουργήσει έναν σιιτικό άξονα που θα ξεκινάει από την Τεχεράνη και μέσω Βαγδάτης και Δαμασκού θα φτάνει μέχρι το Λίβανο (Χεσμπολάχ) και τα σύνορα του Ισραήλ. Η Συρία μπορεί να σώθηκε από τους τζιχαντιστές, χωρίστηκε όμως σε  «ζώνες κατοχής». Ρωσία, Τουρκία και Ιράν έχουν δημιουργήσει μια γεωστρατηγική συμμαχία  για να διαμοιράσουν τα «ιμάτια» της πολύπαθης Συρίας. Η μοίρα των αδύναμων – αναλώσιμων κρατών.

Οι άλλοι παίκτες

Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Βρετανία και άλλες δυτικές χώρες που ενίσχυσαν τους Κούρδους (YPG/SDF) για να νικήσουν, επί του εδάφους, το Ισλαμικό Κράτος είναι υποχρεωμένοι να προστατεύσουν τους συμμάχους τους – κατέχουν μεγάλο τμήμα της βορειοανατολικής Συρίας – όχι για ηθικούς λόγους, αλλά γιατί διαφορετικά θα χάσουν οποιαδήποτε επιρροή στην ευρύτερη περιοχή, ενώ οι αντίπαλοί τους θα ισχυροποιηθούν. Το Ισραήλ βλέπει με τρόμο ιρανικές παραστρατιωτικές δυνάμεις να εγκαθίστανται σε απόσταση βολής από τα βορειοανατολικά σύνορά του. Γι’ αυτό συχνά βομβαρδίζει βάσεις και αποθήκες των Ιρανών επί συριακού εδάφους, προσέχοντας όμως, κατά το δυνατόν, να μην κτυπήσει τους Ρώσους.

Οι Ισραηλινοί βλέπουν τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους ως ανάχωμα της ιρανικής και τουρκικής επέκτασης. Η δημιουργία όμως ενός τέτοιου κράτους σημαίνει αλλαγή συνόρων τεσσάρων κρατών και είναι κάτι που δεν μπορεί να κάνει μόνο του το Ισραήλ, χρειάζεται την ολόθερμη υποστήριξη τουλάχιστον των Αμερικανών. Οι τελευταίοι όμως γνωρίζουν ότι αν στηρίξουν τη δημιουργία ενός κουρδικού κράτους θα χάσουν οριστικά την Τουρκία προς όφελος της Ρωσίας και του Ιράν, ενώ είναι αμφίβολο αν μπορούν να το επιβάλλουν και να το προστατεύσουν στρατιωτικά. Οι S-400 και τα F-35 είναι απλώς τα μέσα εκβιασμού της κάθε πλευράς στη διελκυστίνδα που έχει δημιουργηθεί.

Ο Ελληνισμός

Μπροστά σ’ αυτό το πολύπλοκο και ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον οι δύο κρατικές οντότητες του ελληνικού έθνους, η Ελλάδα και η Κύπρος, πρέπει επιτέλους να ενεργήσουν ως αυτόνομοι εθνικοκεντρικοί παίκτες και όχι ως κράτη πελάτες μεγάλων δυνάμεων. Η κύρια, αν όχι η μοναδική, απειλή για τον Ελληνισμό είναι η νεοοθωμανική και αναθεωρητική Τουρκία. Οι φιλίες και οι συμμαχίες κτίζονται μόνο πάνω σε κοινά συμφέροντα. Οι ιδεολογικές ή πολιτικές συμπάθειες δεν πρέπει να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας, αν αυτή θέλει να επιβιώσει.

Τα μαθήματα από τη Συρία δείχνουν ότι ένα κράτος που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και αναθέτει τη σωτηρία του στους συμμάχους του, στη συνέχεια μετατρέπεται σε προτεκτοράτο αυτών που το έσωσαν.

Ο Ελληνισμός θα πρέπει να ενισχύσει πάση θυσία τους συντελεστές ισχύος του και πάνω σ’ αυτούς να κτίσει τις συμμαχίες του. Συντελεστές ισχύος για ένα κράτος είναι: η πολιτική κυριαρχία, η νομισματική και οικονομική ανεξαρτησία, η δημογραφική ομοιογένεια, η κοινωνική συναίνεση, η ισχύς των ενόπλων δυνάμεων και η ικανότητα της πολιτικής, διπλωματικής και στρατιωτικής ηγεσίας του. Όλοι αυτοί οι συντελεστές ισχύος του Ελληνισμού, τα τελευταία εννέα χρόνια των Μνημονίων και της ολοκληρωτικής υποδούλωσης στους ευρω-δανειστές, καταρρέουν με γεωμετρική πρόοδο.

Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου
«Στρατηγικές Επιλογές Επιβίωσης του Ελληνισμού»
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Στοχαστής».