Του Κώστα Ράπτη
Η τριήμερη περιοδεία που πραγματοποιεί από χθες Κυριακή ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος στη Βουλγαρία και την Βόρεια Μακεδονία είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες, καθώς αφορά δύο κατά παράδοση ορθόδοξες χώρες στις οποίες το ποίμνιο της Καθολικής Εκκλησίας είναι εξαιρετικά μικρό (58.000 και 15.000 άτομα αντιστοίχως). Με αυτή την έννοια, αφορά περισσότερο τον πολιτικό παρά τον καθαρά εκκλησιαστικό ρόλο του Ποντίφηκα.
Από την πρώτη στιγμή της ανάρρησής του στον θρόνο ο κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο έχει θέσει στο επίκεντρο της αποστολής του την “περιφέρεια”, υπαρξιακή ή γεωγραφική – μακριά από τις βεβαιότητες και τα προνόμια του “κέντρου” των δυτικών κοινωνιών. Και τα Βαλκάνια αποτελούν ακριβώς έναν χώρο “περιφερειακό” τόσο σε ό,τι αφορά την Γηραιά Ήπειρο όσο και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ από την εκλογή του το 2013 μέχρι σήμερα ο τωρινός Πάπας δεν έχει βρει χρόνο για να επισκεφθεί την πατρίδα του Αργεντινή, έχει ήδη βρεθεί τον περασμένο Νοέμβριο στην Αλβανία και πρόκειται να επιστρέψει στην περιοχή με το προγραμματισμένο για τις 31 Μαΐου ταξίδι του στην Ρουμανία.
Επιβεβαιώνεται έτσι ότι για τον Πάπα Φραγκίσκο, όπως και για τους προκατόχους του Ιωάννη-Παύλο Β’ και Βενέδικτο ΙΣτ’, ο οικουμενικός διάλογος με τους Ορθοδόξους αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα, σε ένα τοπίο ραγδαίας εκκοσμίκευσης της Ευρώπης και φθοράς του κύρους της Εκκλησίας.
Τα αισθήματα δεν είναι πάντοτε αμοιβαία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας, λ.χ., δεν συμμετέχει στην μικτή επιτροπή διαλόγου των δύο δογμάτων, όπως άλλωστε δεν έλαβε μέρος ούτε στην πανορθόδοξη Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης το 2016 καταγγέλλοντας αυτό που θεωρεί “οικουμενιστικές παρεκκλίσεις”. Σε ένα περιβάλλον όπου συζητείται ακόμη και η επιστροφή της στο παλαιό εορτολόγιο, η Βουλγαρική Εκκλησία δείχνει να συσπειρώνεται σε μια παραδοσιοκρατική και εσωστρεφή τάση.
Εξ ού και μολονότι ο Πατράρχης Νεόφυτος, που έχει σπουδάσει και στη Ρώμη, δέχθηκε τον υψηλό επισκέπτη, καμία ορθόδοξη ακολουθία δεν τελέστηκε παρουσία του προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ η βουλγαρική Ιερά Σύνοδος κατέστησε σαφές ότι την πρωτοβουλία της πρόσκλησης του Πάπα την είχαν αποκλειστικά οι πολιτικές αρχές της Βουλγαρίας. Στον καθεδρικό ναό του Αγ. Αλεξάνδρου Νιέφσκι της Σόφιας ο Πάπας προσευχήθηκε σιωπηλά, χωρίς συνοδεία ορθόδοξων ιεραρχών, ενώπιον του θρόνου των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, Φωτιστών των Σλάβων. (Σημειώνεται ότι τα τελευταία 33 χρόνια Σόφια και Σκόπια αποστέλλουν κυβερνητικές αποστολές στις τελετές που πραγματοποιούνται την ημέρα μνήμης των δύο αδελφών αγίων στις 24 Μαϊου, στον τάφο τους στη Ρώμη).
Στην Βόρεια Μακεδονία η κατάσταση είναι ακόμη πιο λεπτή, εφόσον η εκεί κυρίαρχη Εκκλησία αποσχίσθηκε μονομερώς από την σερβική το 1967 και δεν αναγνωρίζεται από τον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσμο. Συνεπώς ο Πάπας δεν πρόκειται να συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Στέφανο για να μην διαταράξει τις σχέσεις της Αγίας Έδρας με τρίτα μέρη – και να μην αποκλείσει προκαταβολικά την πιθανότητα να προσκληθεί κάποτε από τον Πατριάρχη Βελιγραδίου.
Η ίδια λογική υποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο ταξίδι δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών για την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Ζάεφ, η οποία μόλις προσπέρασε τον σκόπελο των προεδρικών εκλογών, με την ανάδειξη του εκλεκτού της Στέβο Πενταρόφσκι, ανταμείβεται με μια επίσκεψη υψηλού προφίλ, η οποία μοιάζει να απηχεί και σε συμβολικό επίπεδο την απεμπλοκή της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Επιμένοντας σε λεξιλόγιο εκκλησιαστικό, ο Πάπας Φραγκίσκος διακηρύσσει ότι σε Βουλγαρία και Βόρεια Μακεδονία ακολουθεί τα βήματα δύο αγίων: του κατά κόσμον Άντζελο Ρονκάλλι (τον οποίο ο ίδιος αγιοκατέταξε το 2014), μετέπειτα Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ και της Μητέρας Τερέζας της Καλκούτας, που γεννήθηκε σε αλβανική οικογένεια των Σκοπίων.
Πριν από την ανάδειξή του σε καρδινάλιο και κατόπιν Πάπα, ο Άντζελο Ρονκάλι είχε υπηρετήσει ως διπλωμάτης της Αγίας Έδρας στη Βουλγαρία (1925-1934) και κατόπιν σε Τουρκία και Ελλάδα (1934-1944), υπό τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου της Μεσημβρίας του Εύξεινου Πόντου.
Υπήρξε δηλ. ένας κατεξοχήν “βαλκανικός” και εξοικειωμένος με τον ορθόδοξο κόσμο ρωμαιοκαθολικός ιεράρχης. Το μότο της επίσκεψης του Πάπα Φραγκίσκου στη Βουλγαρία είναι Pacem in Terris (Ειρήνη στον Κόσμο), παραπέμποντας στην ομώνυμη θρυλική εγκύκλιο που εξέδωσε λίγο πριν από τον θάνατό του ο Ιωάννης ΚΓ’, στον απόηχο της κρίσης των πυραύλων της Κούβας το 1962.
Τα σημερινά προβλήματα δεν είναι λιγότερο πιεστικά – αν κρίνουμε από την επίσκεψη του Πάπα σε προσφυγικό καταυλισμό της Βουλγαρίας, τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανών στη Βόρεια Μακεδονία ή την κυριαρχία της ανεργίας αλλά και τις διαφθοράς στις δύο αυτές χώρες. Με αυτή την έννοια, η επίσκεψη του Πάπα αναδεικνύει τόσο την ανάγκη συνεργασίας διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων, όσο και τον ρόλο των Ρωμαιοκαθολικών ως μειονότητας, όπως στην πραγματικότητα συμβαίνει σε πολλές περιοχές της κατ’ όνομα χριστιανικής Δυτικής Ευρώπης.