Ενώ όλα τα κόμματα γνωρίζουν επαρκώς ότι τα χειρότερα με την Τουρκία είναι μπροστά μας, δεν πράττουν απολύτως τίποτα για να προστατεύσουν τη χώρα
Από τον Αλέξανδρο Τάρκα
H ξαφνική «εισβολή» της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Μεγαλονήσου (μάλλον νωρίτερα απ’ ό,τι ανέμεναν οι αρμόδιες κυπριακές και ελλαδικές Αρχές) αντιμετωπίζεται με ορθό διπλωματικό, νομικό και στρατιωτικό τρόπο, αλλά η ένταση θα διαρκέσει για μακρύ χρονικό διάστημα και το επόμενο στάδιο θα είναι ο συνδυασμός της με τις πάγιες απαιτήσεις της Άγκυρας στο Αιγαίο και, γενικότερα, στη ΝΑ Μεσόγειο. Ελληνικές και ξένες διπλωματικές πηγές υπογραμμίζουν ως σημαντικότερα στοιχεία της τρέχουσας κατάστασης ότι:
Πρώτον, παρά τις αλλεπάλληλες άτυπες συμφωνίες κορυφής για αποκλιμάκωση της έντασης (Τσίπρας – Ερντογάν τον Σεπτέμβριο του 2018 και τον Φεβρουάριο του 2019, Αποστολάκης – Ακάρ επίσης τον Φεβρουάριο και Κατρούγκαλος – Τσαβούσογλου τον Μάρτιο), η κατάσταση επιδεινώνεται. Το περιστατικό παρενόχλησης του ελικοπτέρου του πρωθυπουργού κατά την πτήση προς το Αγαθονήσι, το πρωί της 25ης Μαρτίου, αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα παραβίασης στοιχειωδών κανόνων καλής γειτονίας και συμμαχικών σχέσεων, αν και η τουρκική πλευρά υποκριτικά επικαλείται δευτερεύοντα τεχνικά στοιχεία για να απορρίψει τις ελληνικές επισημάνσεις.
Δεύτερον, οι Τούρκοι πολιτικοί αξιωματούχοι και υπηρεσιακοί παράγοντες φέρεται ότι σε όλες τις τελευταίες συναντήσεις με Έλληνες ομολόγους τους κάνουν λόγο για τη δρομολόγηση λύσεων «πακέτο» για ποικίλες εκκρεμότητες στο Αιγαίο. Ασφαλώς, επί της ουσίας, η τουρκική αξίωση δεν είναι νέα και δεν αποτελεί έκπληξη (αφού αποτελούσε στόχο της Άγκυρας, ειδικά, στις κρίσεις του Μαρτίου 1987 και του Ιανουαρίου 1996), αλλά η διαφορά είναι ότι, στην παρούσα φάση, διατυπώνεται απροκάλυπτα, συνεχώς και σχεδόν ως προϋπόθεση επιτυχίας του διαλόγου.
Τρίτον, μετά την έλλειψη προόδου σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, όπως και στις -σε βεβαρημένο κλίμα- συνομιλίες, πριν από το Πάσχα, μεταξύ του γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβη Δ. Παρασκευόπουλου και του Τούρκου υφυπουργού Σ. Ονάλ («σκληρό» στέλεχος, που πρωταγωνίστησε στη ρήξη με τις ΗΠΑ για τη Συρία, τους S-400 και τον Γκιουλέν), το επόμενο κρίσιμο σταυροδρόμι είναι η συνάντηση τεχνικών εμπειρογνωμόνων των δύο πλευρών στην Αθήνα την προσεχή εβδομάδα. Οι Έλληνες στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες, με την υποστήριξη στελεχών της διπλωματικής υπηρεσίας, θα συζητήσουν με την τουρκική πλευρά διάφορα «τεχνικά ζητήματα» και Mέτρα Oικοδόμησης Eμπιστοσύνης (ΜΟΕ), αλλά οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι δύσκολη και οι ειδικότερες ρυθμίσεις επικίνδυνες. Χωρίς κανείς να αρνείται τη χρησιμότητα του διαλόγου και της αναζήτησης λύσεων για την αποκλιμάκωση της έντασης, το ερώτημα είναι τι παραπάνω μπορεί να συζητηθεί από το (εξαιρετικά αποτελεσματικό) μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ του 1988, τα ποικίλα ΜΟΕ των δεκαετιών που μεσολάβησαν και τους γνωστούς (και λόγω ΝΑΤΟ) κώδικες συμπεριφοράς των αεροπορικών και ναυτικών δυνάμεων των δύο χωρών στο Αιγαίο.
Παράλληλα, ο κρίσιμος ελληνοτουρκικός διάλογος, που διεξάγεται σε περίοδο σκληρής και μακράς προεκλογικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας, θα ήταν πολύ καλύτερα να είχε ανασταλεί. Ή, τουλάχιστον, αν πρέπει να διεξάγεται με στόχο τη διατήρηση ανοιχτών καναλιών επικοινωνίας με τον απρόβλεπτο Ρ.Τ. Ερντογάν, να μην αγγίζει τον πυρήνα των θεμάτων μιας μελλοντικής συμφωνίας.
Ήδη από τον Αύγουστο του 2018 (και θυμήθηκε πολύ αργότερα η αξιωματική αντιπολίτευση), αναστολή διαλόγου -κατά περίπτωση- με την Τουρκία ή τις ΗΠΑ ή για το Σχέδιο Ανάν είχε, άλλωστε, αποφασιστεί κατά τις προεκλογικές περιόδους του 1981, του 1989 και του 2004, και δεν θα έθιγε το κύρος της κυβέρνησης. Ουδείς μπορεί να προβλέψει τη βούληση του εκλογικού σώματος και να δεσμεύσει όποια μελλοντική κυβέρνηση και, επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας λόγος η τουρκική πλευρά να αξιώσει συνέχιση του διαλόγου από το ασαφές σημείο στο οποίο θα έχει φτάσει η παρούσα φάση του.
Επίσης, άλλο ένα ζήτημα, που ίσως αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, είναι ότι τα θέματα διπλωματίας και εθνικής ασφάλειας απουσιάζουν από την ατζέντα των κομμάτων. Με την εξαίρεση δηλώσεων κλισέ, με προφανή επικοινωνιακή στόχευση, τα κόμματα ίσως θεωρούν ότι η Ελλάδα έχει γίνει ξαφνικά Βέλγιο ή Λουξεμβούργο, με πράους και φιλήσυχους γείτονες. Η κυβέρνηση δεν ανοίγει τα χαρτιά της για τον διάλογο με την Τουρκία, αλλά ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση την πιέζει σχετικά ή προβάλλει τις θέσεις της, όπως είχε ξανασυμβεί με αμφότερες και το 2017, με τις δύο διασκέψεις για το Κυπριακό, και στις αρχές του 2018, κατά την πρώτη φάση διαβουλεύσεων Αθήνας – Σκοπίων. Το εκπληκτικό είναι ότι, ενώ τα κόμματα γνωρίζουν πως τα χειρότερα με την Τουρκία έρχονται, δεν πράττουν τίποτα για να προετοιμάσουν τα στελέχη τους και την κοινή γνώμη ή, στο κάτω κάτω, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και, κυρίως, τη χώρα.
* Ο Αλέξανδρος Τάρκας είναι Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα και Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δημοκρατία