Των Gallia Lindenstrauss και Πολύκαρπου Γαβριηλίδη, The Institute for National Security Studies
Η βελτίωση των σχέσεων Ισραήλ-Ελλάδος που έλαβε χώρα τα τελευταία 10 χρόνια, είναι αξιοσημείωτη. Δεδομένης της ισχυρής αντί-ισραηλινής ρητορικής που χρησιμοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από τον Έλληνα πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου, μια τέτοια αλλαγή δεν φαινόταν στον ορίζοντα.
Όπως τό είχε θέσει εύστοχα ο Ισραηλινός πολιτικής αναλυτής Amikam Nachmani, “η Ελλάδα και το Ισραήλ, τόσο κοντά γεωγραφικά… στα πρώτα 40 χρόνια της ύπαρξης του Ισραήλ, δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο μακριά σε ό,τι αφορά στις διπλωματικές σχέσεις”. Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα για το Ισραήλ ήταν επίσης αρνητική, εξαιτίας των αντί-αμερικανικών αισθημάτων, δεδομένου ότι το Ισραήλ θεωρήθηκε ως προστατευόμενο των ΗΠΑ, εξαιτίας του παλαιστινιακού ζητήματος, και των ισχυρών σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας στη δεκαετία του 1990, που έκανε τους Έλληνες καχύποπτους για τις κοινές φιλοδοξίες αυτών των χωρών.
Σύμφωνα με συγκριτικές έρευνες που διεξήχθησαν από το Anti-Defamation League (ADL) το 2014 και το 2015, οι αντί-σημιτικές αντιλήψεις στην Ελλάδα ήταν οι υψηλότερες στις εκτός Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής χώρες στις οποίες διεξήχθη έρευνα. Ως εκ τούτου, αναλυόντας τις ισραηλινό-ελληνικές σχέσεις, εμφανίζονται δύο αινιγματικά φαινόμενα. Το πρώτο, όπως το παρουσιάζει ο Έλληνας πολιτικός επιστήμονας Αριστοτέλης Τζιαμπίρης στο βιβλίο του για την εμφάνιση της ισραηλινό-ελληνικής συνεργασίας, είναι η ταχύτητα με την οποία έχουν μεταμορφωθεί αυτές οι σχέσεις. Το δεύτερο είναι ότι παρά τις αξιοσημείωτες αλλαγές στην πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις με το Ισραήλ έχουν γίνει πιο ισχυρές.
Το γεγονός ότι η θετική αλλαγή στην ελληνική τακτική προς το Ισραήλ “επιβίωσε” των πολιτικών ανακατατάξεων στην Ελλάδα, και ότι διαφορετικοί πρωθυπουργοί όχι απλώς συνέχισαν την πολιτική των προκατόχων τους αλλά έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο την πολιτική ατζέντα, ήταν πολύ ενθαρρυντικό από την οπτική της Ιερουσαλήμ. Δεν υπάρχει επίσης κανένας λόγος να υποπτευόμαστε, ανεξαρτήτως του πολιτικού αποτελέσματος των γενικών εκλογών σε Ισραήλ και Ελλάδα το 2019, ότι οι χώρες δεν θα συνεχίσουν αυτή τη σχέση βραχυπρόθεσμα. Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ έχει ιστορικό στενής συνεργασίας, π.χ. με το Ιράν, τη Νότια Αφρική και την Τουρκία, που κατέληξαν σε μεγάλες κρίσεις.
Οι θερμές σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας αποτυπώνουν την ανησυχία αναφορικά με την αυξανόμενη διεκδικητικότητα της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Όταν το Ισραήλ και η Τουρκία υπέγραψαν τη συμφωνία εξομάλυνσης το 2016, φαινόταν ότι το Ισραήλ ίσως να ήταν λιγότερο ενθουσιώδες για την προώθηση των σχέσεών του με την Ελλάδα. Ωστόσο, η τουρκό-ισραηλινή κόντρα παρέμενε, και μετά απ΄την κρίση το Μάιο του 2018 μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ αναφορικά με τις εξελίξεις στη Γάζα και την μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, φαίνεται ότι η Άγκυρα δεν σχεδιάζει να μετριάσει την αρνητική της συμπεριφορά απέναντι στο Ισραήλ.
Φαίνεται ωστόσο να υπάρχει μια προσπάθεια από την πλευρά της Άγκυρας και της Αθήνας να χαλαρώσουν κάπως οι εντάσεις, όπως φάνηκε και από την ιστορική επίσκεψη τον Δεκέμβριο του 2017, του Erdogan στην Ελλάδα (την πρώτη επίσκεψη ενός Τούρκου προέδρου στην Ελλάδα εδώ και 65 χρόνια), και την επίσκεψη τον Φεβρουάριο του 2019 του Τσίπρα στην Τουρκία. Ενώ η επίσκεψη Erdogan σηματοδοτήθηκε από αρκετές δηλώσεις που ήταν προβληματικές από την οπτική της Ελλάδας, όπως τις δηλώσεις του για την ανάγκη αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης, η επίσκεψη του Τσίπρα το 2019 ήταν πιο επιτυχημένη.
Η αναθέρμανση των ελληνό-ισραηλινών σχέσεων ήταν επίσης στενά συνδεδεμένη με την αδυναμία της Ελλάδας που προέκυψε από την κρίση χρέους και τα μέτρα λιτότητας. Μετά από αρκετά προγράμματα ελάφρυνσης χρέους, η ελληνική οικονομία έχει σταθεροποιηθεί, και αυτό ίσως μειώσει τη διπλωματική ανάγκη για σύνδεση με το Ισραήλ. Και πάλι, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να σημαίνει μεγαλύτερο εμπόριο με το Ισραήλ. Επιπλέον, η υπογραφή και η έγκριση από την ελληνική Βουλή της συμφωνίας των Πρεσπών για τη διαφωνία μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας για το όνομα της τελευταίας, έχει επίσης ενισχύσει το ελληνικό πρεστίζ στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ.
Από την αρχή, ήταν σαφές ότι οι πιο θερμές σχέσεις δεν σήμαιναν μια στρατιωτική συμμαχία με την έννοια ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να τρέξει προς βοήθεια της Ελλάδας ή της Κύπρου σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία, ούτε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα είχαν ενεργό στρατιωτικό ρόλο στην στήριξη του Ισραήλ. Ως εκ τούτου, ο βαθμός στον οποίο οι σχέσεις στο στρατιωτικό πεδίο μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω, είναι περιορισμένες.
Από την πλευρά της, και η ενέργεια δεν αποτελεί μόνο τη βάση για συνεργασία. Μπορεί επίσης να προκαλέσει διαφωνίες. Ο Yossi Langotsky, ένας κορυφαίος Ισραηλινός γεωλόγος ο οποίος προέβλεψε την ανακάλυψη μεγάλων αποθεμάτων φυσικού αερίου ανοιχτά των ακτών του Ισραήλ, είναι πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον. Έχει συμβουλεύσει το Ισραήλ να μην εξάγει καθόλου αέριο έως ότου ανακαλυφθούν περισσότερα αποθέματα. Ακόμη κι αν το Ισραήλ διατηρήσει τα τωρινά σχέδια εξαγωγής του φυσικού αερίου, οι πιθανότητες να υλοποιηθεί ο αγωγός EastMed παραμένει αμφισβητήσιμος. Το Ισραήλ και η Κύπρος πρέπει επίσης να επιλύσουν την κοινή τους αναπτυξιακή διαμάχη σε σχέση με τα αποθέματα του “Αφροδίτη” και “Ησαΐα”.
Οι δύο κυβερνήσεις επέτρεψαν στις επιχειρήσεις που εμπλέκονται, να προσπαθήσουν να επιλύσουν το ζήτημα, αλλά εάν δεν κατορθώσουν να έλθουν σε συμφωνία, οι κυβερνήσεις θα συμφωνήσουν σε έναν διεθνή διαιτητή. Η παρατεταμένη καθυστέρηση αναφορικά με τα κυπριακά ενεργειακά σχέδια έχει ήδη προκαλέσει δυσαρέσκεια στην ελληνοκυπριακή πλευρά, και σε περίπτωση περαιτέρω καθυστερήσεων, η σχέση μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας μπορεί να επηρεαστεί.
Ως εκ τούτου, όλοι οι παράγοντες που έφεραν πιο κοντά τις δύο πλευρές την τελευταία δεκαετία, παραμένουν εξαιρετικά σημαντικοί, αλλά το ερωτηματικό που υπήρχε και προηγουμένως παραμένει, και νέα σημεία διαφωνίας είναι πιθανό να προκύψουν. Ωστόσο, αυτό που υπόσχεται μακροβιότητα σε αυτή τη σχέση από ό,τι σε σζέση με πριν από δέκα χρόνια, είναι το γεγονός ότι τα οι δύο πλευρές έχουν κάνει προσπάθειες για τη θεσμοθέτησή τους σε πολλούς τομείς, και η αντιστροφή της πορείας θα είναι πιο δύσκολη.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ
Ολόκληρη η ανάλυση