Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
Στις Ευρωεκλογές, σε μια εβδομάδα, ψηφίζουμε τους συμπολίτες μας που θα μας εκπροσωπούν, για πέντε χρόνια, στο «Ευρωκοινοβούλιο». Πόσο επηρεάζει τα κρατικά και τα κοινωνικά μας προβλήματα η συμμετοχή είκοσι και ενός συμπολιτών μας σε αυτό τον νεόκοπο θεσμό;
Το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει καμιά, μα απολύτως καμιά διατακτική και εκτελεστική αρμοδιότητα – καμιά εξουσία πολιτικών αποφάσεων δεσμευτικών για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Δεν νομοθετεί ούτε δημιουργεί Δίκαιο. «Υποβάλλει ερωτήσεις» (!!) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και «συζητάει» (!!) για τη νομισματική πολιτική με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το Ευρωκοινοβούλιο αποτελεί μια διακοσμητική γραφικότητα στο πλαίσιο της Ε.Ε. Ισως και μια επένδυση ελπίδων για όσους θεωρούν ελπίδα τον εφιάλτη να εξελιχθεί η Ε.Ε. σε κακέκτυπο των ΗΠΑ – κάποιο είδος ευρωπολτού, με αφανισμένες τις πολιτισμικές, χαρακτηρολογικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Στο όνομα ελπιζόμενων οικονομικών ωφελημάτων που θα προκύψουν, αν εξαμβλωθεί η Ευρώπη σε ενιαία καταναλωτική αγορά.
Στην Ε.Ε. φανερά ηγεμονεύουν τρία διευθυντικά όργανα: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και και (όχι εξαρχής) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα στελέχη και το προσωπικό των τριών αυτών οργάνων δεν εκλέγονται με την ψήφο του Ευρωκοινοβουλίου ούτε απευθείας από τους πολίτες των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι πολίτες εκλέγουν μόνο το μηδενικής πολιτικής ευθύνης Ευρωκοινοβούλιο.
Για τον διακοσμητικό τους ρόλο οι ευρωβουλευτές έχουν οικονομικές απολαβές μυθικές και κοσμοπολίτικο βίο. Δηλαδή, απολαμβάνουν προνομίες υψηλών ηγετικών αξιωμάτων, χωρίς να επωμίζονται τις ευθύνες και τις διακινδυνεύσεις που συνεπάγονται τα υψηλά αξιώματα. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οι κομματάρχες (στην Ελλάδα τουλάχιστον, ίσως και αλλού) μοιράζουν, σαν μπουναμάδες περιωπής, τις θέσεις στα κομματικά ψηφοδέλτια. Αμείβουν έτσι τη βοσκηματώδη υποταγή στον κομματάρχη, την τυφλή αφοσίωση στα ιδεολογικά προσχήματα ή και τη διαφημιστική εμβέλεια που προσδίδει στο κόμμα το όνομα και μόνο μιας διάσημης τραγουδίστριας, ενός λαοφίλητου ποδοσφαιριστή, ενός δημοσιογράφου με μορφωτική υστέρηση αλλά μεγάλη τηλεθέαση.
Και, ακριβώς, όταν είναι φτηνιάρικα τα κριτήρια επιλογής των ευρωβουλευτών από τους κομματάρχες, γίνεται περιγέλαστη και η χώρα που αφήνεται να εκπροσωπηθεί στο Ευρωκοινοβούλιο από λούμπεν βεντέτες της τηλεοπτικής δημοσιότητας. Παρ’ όλη την παγκοσμιοποίηση του μηδενιστικού αμοραλισμού που συνοδεύει τον Ιστορικό Υλισμό, είναι υπολογίσιμες ακόμα οι αντιστάσεις αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας του ανθρώπου στο πολιτικό πεδίο.
Θα άξιζε ίσως τον κόπο, να απογραφεί το ποσοστό των Ευρωπαίων πολιτών που θεωρούν πρωτογονισμό την καταστατική απογύμνωση του Ευρωκοινοβουλίου από κάθε πολιτική αρμοδιότητα. Θα άξιζε και να διερευνηθεί η απορία: πώς συμπίπτει, η προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ανατίθενται με τόση άνεση σε πρώην ή μέλλοντα στελέχη των ιδιωτικών κολοσσών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος (Lehman Brothers, Goldman Sachs, Morgan Stanley); Συνιστούν τα ερωτήματα διολίσθηση σε αφελή συνωμοσιολογία;
Μια συναφής απορία: Γιατί οι Βρετανοί και οι Ελβετοί αρνήθηκαν, εξ υπαρχής ή καθ’ οδόν, την ένταξή τους στην Ε.Ε. – ένταξη που τόσα άλλα κράτη τη λιγουρεύονται;
Οι Βρετανοί είναι αμέσως απόγονοι μιας πρώην κοσμοκράτειρας αυτοκρατορίας. Δεν είναι πια κοσμοκράτορες, αλλά και δεν ξεχνούν αυτό που ήταν. Συντηρούν αλώβητους τους θεσμούς και τη συνείδηση του κοσμοπολίτη, αντιμετωπίζουν με διακριτική υπεροψία τους (νεόπλουτους σε πολιτική ισχύ) γραφειοκράτες των Βρυξελλών.
Οι Ελβετοί δεν έχουν ιστορικούς τίτλους «ευγενείας», γελαδάρηδες ήταν σε χώρα ορεινή, φτωχή, αλλά με φυσική ομορφιά. Αποδείχθηκαν υποδειγματικοί νοικοκύρηδες, περήφανοι για την αυτοδιοικητική δημοκρατία τους, τα ρολόγια τους, τις τράπεζές τους και την ουδετερότητα σε πολεμικές συγκρούσεις. Εφτιαξαν το πιο ζηλευτό, ίσως, κράτος στον κόσμο. Τρίγλωσσο και ανεξίθρησκο, με εκπλήσσουσα λειτουργική συνοχή.
Βρετανοί και Ελβετοί μοιάζει να κέρδισαν το στοίχημα της μετάβασης από τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα στην ασπόνδυλη νεωτερικότητα. Οι Ελληνες δεν είχαμε τέτοιο στοίχημα να κερδίσουμε. Σαρκώναμε, για αιώνες, ένα «παράδειγμα» πολιτισμού, με πανανθρώπινη εμβέλεια. Θέλησε να αρνηθεί αυτό το «παράδειγμα» η μετα-ρωμαϊκή («the barbarian») Δύση: Να σφετεριστεί την Αρχαία Ελλάδα, να κατασυκοφαντήσει τους επίγονους «Γραικούς».
Τη συνέδραμαν καίρια οι Τούρκοι: τετρακόσια χρόνια ο Ελληνισμός είχε βγει από τη σκηνή της Ιστορίας. Συνέχισε, στο περιθώριο, να σώζει τον πολιτισμό του: κοινοτικούς θεσμούς, αρχιτεκτονική, ποίηση, φορεσιές, τραγούδια. Πιστέψαμε (αφελέστατα ή υποβολιμαία) ότι ο «εθνικισμός» της δυτικής Νεωτερικότητας θα μπορούσε να είναι η σχεδία της ιστορικής μας διάσωσης. Διαψευσθήκαμε επώδυνα με τη δολοφονία του Καποδίστρια, την οθωνική τυραννία, τη μικρασιατική τραγωδία, την απόσπαση από τον ελληνικό κορμό της Ανατολικής Θράκης και Ρωμυλίας, της Βόρειας Ηπείρου, της Κύπρου.
Σήμερα κανένας δεν απασχολείται με την ελληνική επιβίωση. Εχουμε «μετά ηδονής» αφελληνιστεί, χωρίς να εξευρωπαϊστούμε – «μικτόν είδος, γελοιώδες».
Ψηφίζουμε να εκπροσωπείται η ανυπαρξία μας ελληνωνύμως στο Ευρωκοινοβούλιο.