Οι ευρωεκλογές υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσαν το αποκορύφωμα του λαϊκισμού στην Ευρώπη. Αντ ‘αυτού, μπορεί και να οδήγησαν στην πολιτική καταδίκη του πρώτου υποστηρικτή του,του Αλέξη Τσίπρα, σχολιάζει σε άρθρο γνώμης του στο Bloomberg ο αρθρογράφος Ferdinando Giugliano.
Όπως αναφέρει ο Giugliano:
«Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο οποίος άφησε άναυδη την Ευρώπη με τη διπλή νίκη του στις διαδοχικές εκλογές του 2015, προανήγγειλε πρόωρες εκλογές που θα διεξαχθούν πιθανότατα στις αρχές Ιουλίου. Το ακροαριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο κυριάρχησε στην πολιτική της Ελλάδας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, υπέστη μεγάλη ήττα από την κεντροδεξιά Νέα Δημοκρατία. Η τελευταία, με επικεφαλής τον πρώην σύμβουλο της McKinsey, Κυριάκο Μητσοτάκη, που δίνει έμφαση στις μεταρρυθμίσεις, κέρδισε περισσότερο από το 33% του συνόλου των ψήφων, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε μόνο 24%. Οι εθνικές εκλογές επρόκειτο να διεξαχθούν προς το τέλος του τρέχοντος έτους. Όμως, ο Τσίπρας μπορεί να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πρόωρες εκλογές είναι ο καλύτερος τρόπος να περιοριστεί το μέγεθος μιας αναπόφευκτης ήττας.
Η ανακοίνωση των νέων εκλογών – και η ισχυρή επίδοση της Νέας Δημοκρατίας – έχει ενθουσιάσει τους επενδυτές. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ελλάδας υποχώρησε στο 3,08% από 3,33% τη Δευτέρα (πριν αυξηθεί ελαφρώς στο 3,14% την Τρίτη το πρωί) και το Χρηματιστήριο Αθηνών βρέθηκε περίπου στο +6%. Ο καλύτερος δείκτης της ανανεωμένης εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ελλάδα είναι η διαφορά στις αποδόσεις με τα ομόλογα της Ιταλίας, που έχει συρρικνωθεί πλέον κάτω από τις 50 μονάδες βάσης. Στην αρχή του έτους, ήταν περίπου 170 μονάδες.
Οι οικονομικές και χρηματοδοτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα παραμένουν, φυσικά, μεγάλες.
Η Αθήνα μπορεί να δανειστεί με πολύ ευνοϊκά επιτόκια, χάρη στην υποστήριξη των εταίρων της στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να ανέρχεται στο 181% του εθνικού ΑΕΠ.
Η οικονομία αναπτύχθηκε με ένα υγιές 1,9% το 2018, περισσότερο από τη Γαλλία, τη Γερμανία ή την Ιταλία. Ωστόσο, το κατά κεφαλήν εισόδημα εξακολουθεί να είναι κατά 21% χαμηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 2008, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Με το τραπεζικό σύστημα υποκεφαλαιοποιημένο και γεμάτο μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η οικονομική κατάσταση της χώρας παραμένει (αν μη τι άλλο) προβληματική.
Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη όρεξη για τα ελληνικά assets είναι λογική. Όταν επισκέφθηκα τη χώρα τον Δεκέμβριο, έφυγα με την εντύπωση ότι η πολιτική κατάσταση είχε επανέλθει στην κανονικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία κοίταζαν προς το μέλλον, προσφέροντας μια σαφή επιλογή μεταξύ εκείνων που προτιμούν μεγαλύτερη αναδιανομή και όσων προτιμούν χαμηλότερους φόρους και περισσότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Τώρα έχουμε μια αίσθηση του τι φαίνεται να θέλουν οι ίδιοι οι Έλληνες. Οι πολιτικοί της χώρας έχουν τη συνήθεια να δημιουργούν υψηλές προσδοκίες και στη συνέχεια να τις διαψεύδουν, αλλά το πολιτικό πρόγραμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, που περιλαμβάνει μεγάλες μειώσεις των συντελεστών φορολογίας για τις επιχειρήσεις, που θα χρηματοδοτηθούν με την περικοπή κάποιων δαπανών, φαίνεται ισορροπημένο. Η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να παράγει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για δεκαετίες και δεν είναι σαφές εάν η Νέα Δημοκρατία θα μείνει πραγματικά πιστή στην εν λόγω δέσμευση μόλις βρεθεί στην εξουσία. Αλλά το μάθημα της περασμένης δεκαετίας είναι σαφές: εάν η Ελλάδα μπορεί να μεταρρυθμίσει την οικονομία της και να επιτύχει σημαντικά υψηλότερα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης, δεν χρειάζεται υπερβολική λιτότητα.
Δεν είναι μόνο οι επενδυτές που πρέπει να γιορτάζουν. Ο Τσίπρας έχει επαινεθεί για την απόφασή του να κάνει πίσω στο θέμα της αποχώρησης της Ελλάδας από το ευρώ, αλλά και για το γεγονός ότι κατάφερε να ξανακερδίσει τις εκλογές μετά την υπογραφή ενός νέου προγράμματος διάσωσης με τους διεθνείς εταίρους της Ελλάδας. Είχε επίσης το θάρρος να βάλει τέλος σε μία αντιπαράθεση δεκαετιών με την πρόσφατα μετονομασθείσα Βόρεια Μακεδονία. Αυτή του η απόφαση πιθανώς να του κόστισε πολιτικά, όμως κέρδισε την εκτίμηση πολλών διεθνώς.
Είναι αδύνατο να ξεχάσουμε, όμως, ότι η άνοδος του Τσίπρα στην εξουσία βασίστηκε στην εξαπάτηση.
Όταν κέρδισε την πρώτη του θητεία στις αρχές του 2015, το έκανε με τη δέσμευση ότι θα κρατούσε την Ελλάδα στη νομισματική ένωση, αναγκάζοντας τους εταίρους της στην Ευρωζώνη να αποδεχθούν πολύ καλύτερους όρους για ένα νέο σχέδιο διάσωσης. Αντ’ αυτού, βύθισε τη χώρα σε μια νέα αυτοπροκληθείσα ύφεση, αναγκάζοντας τους Έλληνες πολίτες και επιχειρήσεις να ζήσουν με capital controls. Στη συνέχεια επέστρεψε στην προηγούμενη αντιφατική στάση του, εγκαταλείποντας τους πιο ριζοσπαστικούς συμμάχους του, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομίας Γιάνη Βαρουφάκη, για να υπογράψει μία συμφωνία χωρίς να κερδίσει σχεδόν καμία παραχώρηση.
Το ότι οι ψηφοφόροι αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον Τσίπρα για όλες τις «κωλοτούμπες» του είναι θετικό. Η σκοτεινή πλευρά των λαϊκιστών της Ευρώπης δεν είναι η κριτική που ασκούν στην κακή λειτουργία της ΕΕ, η οποία είναι προφανής σε όλους, αλλά η απίστευτη ανειλικρίνειά τους για το τι μπορεί να επιτευχθεί στις διαπραγματεύσεις με άλλα κράτη μέλη. Αυτό βάζει τον ΣΥΡΙΖΑ στο ίδιο στρατόπεδο με τους Brexiters της Βρετανίας και τη Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων της Ιταλίας, με τους δύο τελευταίους να συμβιβάζονται σε μία ελάχιστη δημοσιονομική επέκταση στον προϋπολογισμό τους για το 2019, έχοντας υποσχεθεί τεράστια αύξηση.
Οι ψηφοφόροι μπορεί να έχουν βαρεθεί τα mainstream κόμματα, αλλά δεν είναι τυφλοί μπροστά στις αποτυχίες των νεοφερμένων. Ο Τσίπρας πρωτοστάτησε μεταξύ των λαϊκιστών και είναι ένας από τους πρώτους που κινδυνεύει να εκπαραθυρωθεί. Σε μια εβδομάδα ανάμεικτων αποτελεσμάτων για τις αντισυστημικές δυνάμεις σε ολόκληρη την ΕΕ, η εμπειρία του θα έπρεπε να λειτουργήσει ως χρήσιμο μάθημα».