Γράφει ο Νίκος Μιχαηλίδης

Τη δεκαετία του 1990, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών κατηγορούσε διαρκώς την Συρία για υπόθαλψη «τρομοκρατών του ΡΚΚ».

Είναι αληθές ότι η Δαμασκός, εκτός του ότι παρείχε φιλοξενία και προστασία στον ηγέτη του κινήματος Αμπντουλάχ Οτσαλάν, επέτρεπε τη χρήση των εδαφών της για τις μετακινήσεις των μαχητών του κινήματος, οι οποίοι είχαν βάσεις εκπαίδευσης στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου, και μέσω Συρίας εξαπέλυαν επιθέσεις εντός του τουρκικού Κουρδιστάν. Εκείνη την περίοδο, το ένα τρίτο των μαχητών του ΡΚΚ προερχόταν από τη Συρία.

Το 1999, η τότε τουρκική κυβέρνηση συγκέντρωσε στρατεύματα στα τουρκοσυριακά σύνορα, απειλώντας τη συριακή κυβέρνηση με εισβολή, αν δεν εκδιώξει των Αμπντουλάχ Οτσαλάν από τα εδάφη της. Ο Κούρδος ηγέτης αναγκάστηκε να αποχωρήσει και έκτοτε άρχισε μια μεγάλη περιπέτεια που οδήγησε στη σύλληψή του στο Ναϊρόμπι της Κένυας και στην παράδοσή του στις τουρκικές αρχές.

Μετά από αυτό το γεγονός, οι τουρκοσυριακές σχέσεις μπήκαν σε φάση ομαλοποίησης, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του Χαφέζ αλ Άσαντ το 2000 και την ανάληψη της εξουσίας από τον γιο του Μπασάρ αλ Άσαντ, ο οποίος επιθυμούσε τη βελτίωση των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων με την Τουρκία. Από τότε η συριακή κυβέρνηση απαγόρευσε τη, μέσω των εδαφών της, μετακίνηση Κούρδων μαχητών εντός της τουρκικής επικράτειας. Επίσης, παρέδωσε πολλούς Τούρκους πολίτες υποστηρικτές του ΡΚΚ στις τουρκικές κρατικές αρχές.

Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία το 2002 συνέβαλε στην περαιτέρω βελτίωση των τουρκοσυριακών σχέσεων. Στηριζόμενη στην άνθηση της οικονομίας της, η Τουρκία ακολούθησε μια πολιτική ήπιας επιρροής προς τη Συρία μέχρι το 2011, όταν η χώρα αυτή αποσταθεροποιήθηκε από το κύμα της «Αραβικής Άνοιξης».

Οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησε η κυβέρνηση Ερντογάν την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής της στο πλαίσιο της ενίσχυσης των σχέσεων με την ΕΕ, η αλλαγή ρητορικής στην εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα προς τις γειτονικές χώρες, και η εστίαση σε πολιτικές οικονομικής συνεργασίας και ήπιας ισχύος δημιούργησαν την εντύπωση πως η Τουρκία αλλάζει προς το καλύτερο.

Στο εσωτερικό υπήρξαν εκτεταμένες συλλήψεις και φυλακίσεις στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων που ανήκαν στο παραδοσιακό κεμαλικό κατεστημένο, κάνοντας, λανθασμένα, αρκετούς αναλυτές να μιλήσουν για το τέλος του βαθέος κράτους. Την ίδια περίοδο η Άγκυρα και η Δαμασκός κατάργησαν τις θεωρήσεις διαβατηρίων, διευκολύνοντας έτσι τις μετακινήσεις και τις εμπορικές συνεργασίες μεταξύ των πολιτών τους.

Από τη δορυφοροποίηση στην εμπλοκή

Οι δύο κυβερνήσεις ίδρυσαν Ανώτατο Συμβούλιο Στρατηγικής Συνεργασίας και άρχισαν να οργανώνουν κοινές συνεδριάσεις των Υπουργικών τους Συμβουλίων. Σύμφωνα με την επίσημη ρητορική της τουρκικής κυβέρνησης και με βάση το νεοοθωμανικό δόγμα Νταβούτογλου, επιδίωξη της Τουρκίας ήταν η περαιτέρω οικονομική ολοκλήρωση με τη Συρία, την οποία οι ισλαμικές ελίτ έβλεπαν ως πρώην οθωμανική κτήση. Ακόμα θεωρούσαν ότι μπορούσαν σταδιακά να την απορροφήσουν, μέσω της οικονομικής ολοκλήρωσης και συνεργασίας.

Αυτές οι υπερφίαλες αντιλήψεις και πολιτικές άρχισαν σταδιακά να καταρρέουν, όταν ξέσπασε η «Αραβική Άνοιξη» που επηρέασε βαθιά και την ίδια τη Συρία. Η Άγκυρα τότε, λειτουργώντας πατερναλιστικά, επιχείρησε να πείσει τον Άσαντ να προβεί σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Η άρνηση του τελευταίου να ακούσει τις νουθεσίες του Ερντογάν, οδήγησαν σε σκλήρυνση της τουρκικής στάσης και σε ενίσχυση από πλευράς της των σουνιτών μουσουλμάνων, που άρχισαν να πολεμούν για να ανατρέψουν τον Άσαντ.

Στο μεταξύ ο Ερντογάν εκκαθάρισε από τους κρατικούς μηχανισμούς και ιδιαίτερα από το στράτευμα, όλους όσους ήταν αντίθετοι στη μεσανατολική πολιτική του. Έτσι, αφού ενίσχυσε τη θέση του στο εσωτερικό, άρχισε να εμπλέκεται περισσότερο στα εσωτερικά της Συρίας, παρέχοντας τεράστια υποστήριξη στα κάθε είδους ισλαμικά τζιχαντιστικά τρομοκρατικά δίκτυα.

Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό με την αποκάλυψη από τον δημοσιογράφο Τζαν Ντουντάρ, τον Μάιο του 2015, του τρόπου που το τουρκικό κράτος ενίσχυε τους ισλαμιστές της Συρίας . Τότε βγήκαν στη δημοσιότητα εικόνες από επιχείρηση της στρατοχωροφυλακής, εναντίον φορτηγών των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών που μετέφεραν χιλιάδες πυρομαχικά στους τζιχαντιστές τρομοκράτες στη Συρία.

Βοήθεια στους τζιχαντιστές

Κατόπιν αυτού, ο Ερντογάν κατέθεσε μήνυση κατά του Τζαν Ντουντάρ, υποστηρίζοντας πως πρόκειται για ψευδή στοιχεία και για εκστρατεία συκοφάντησης του ιδίου και του κράτους. Απείλησε, μάλιστα, τον δημοσιογράφο πως θα πληρώσει βαρύ τίμημα. Τα φορτηγά που αποκαλύφθηκαν ήταν μόνο ένα μικρό μέρος των συνολικών αποστολών προς τη Συρία. Σύμφωνα με ανακοινώσεις διεθνών ΜΜΕ, η Άγκυρα προμήθευε τακτικά με όπλα και πυρομαχικά κάθε είδους τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα (Αλ Νούσρα), οι οποίοι είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Στη συνέχεια, ο Τζαν Ντουντάρ κατηγορήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση για δημοσιοποίηση κρατικών μυστικών και για κατασκοπεία, εις βάρος της χώρας του. Αυτό συνιστούσε έμμεση αποδοχή από την κυβέρνηση των αποκαλύψεων Ντουντάρ. Η εφημερίδα στην οποία εργαζόταν δέχθηκε τεράστιες πιέσεις από την κυβέρνηση, ενώ έγιναν και εσωτερικές εκκαθαρίσεις δημοσιογράφων και συντακτών. Ο ίδιος ο Ντουντάρ, αφού δέχθηκε πολλές απειλές για τη ζωή του και κινδύνευσε με σύλληψη, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να εγκατασταθεί στη Γερμανία.

Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό πως όλοι όσοι συμμετείχαν στην αποκάλυψη του περιστατικού με τα φορτηγά που μετέφεραν όπλα στη Συρία, ακόμα και στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας, κατηγορήθηκαν για κατασκοπεία, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Έκτοτε, είναι σε όλους γνωστές οι αναφορές του διεθνούς Τύπου στην ανοχή και ενίσχυση που παρέσχε το καθεστώς Ερντογάν προς τους τζιχαντιστές στη Συρία, επιτρέποντας τη χρήση της τουρκικής επικράτειας για τις μετακινήσεις τους, αλλά και τη θεραπεία τους στα τουρκικά νοσοκομεία.

Ο λόγος για τον οποίο δόθηκε τέτοια βοήθεια στους τζιχαντιστές είναι το γεγονός ότι αυτοί πολεμούσαν στη Συρία εναντίον των Κούρδων, τους οποίους η Άγκυρα θεωρεί ως παρακλάδια του ΡΚΚ. Η ήττα των τζιχαντιστικών ομάδων από τους Κούρδους στη Συρία είχε ως αποτέλεσμα την εισβολή της ίδιας της Τουρκίας σε δύο διαφορετικές περιοχές της βόρειας Συρίας, τις οποίες κατέχει μέχρι σήμερα με τη συνεργασία ισλαμιστών μαχητών.