Γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος
Το κλίμα διαρκούς σχεδόν κρίσης στις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Απορρέει από μια μακρόχρονη αναθεωρητική απειλή, την οποία η Ελλάδα διαχειρίζεται με στρατηγικά ανορθολογικό τρόπο.
Αντί συγκρότησης μιας σιδερένιας αποτρεπτικής στρατηγικής και καλλιέργειας μιας υποστηρικτικής στρατηγικής κουλτούρας, επί μακρόν, η Ελλάδα κατεύναζε εάν δεν έκλεινε τα μάτια μπροστά στις τουρκικές αναθεωρητικές απειλές.
Εξάλλου, ανεύθυνα και επιπόλαια πολλοί έβαζαν στο στόχαστρο όσους υποστήριζαν την συγκρότηση μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής. Συχνά με άθλιο, ανορθολογικό, υβριστικό και λαϊκίστικο τρόπο. Μερικοί ύπουλα, ή επειδή είναι άσχετοι, ταύτιζαν την αποτρεπτική στρατηγική με εθνικισμούς, παλληκαρισμούς και πολεμοχαρή κίνητρα. Οι συνέπειες όσον αφορά την άσκηση κυριαρχίας εντός ορίων που προβλέπει η διεθνής νομιμότητα είναι μεγάλες και ίσως καταστούν αβάστακτες. Ιδιαίτερα εάν ο κατευνασμός οδηγήσει σ’ ένα πόλεμο με τουρκικούς όρους.
Πρωταρχικά, χρήζει να σκιαγραφηθεί η τουρκική απειλή, η οποία σε άλλες περιπτώσεις έτυχε πιο εκτενούς και πιο ενδελεχούς διερεύνησης. Ο ακριβής ορισμός της απειλής από τους κρατικούς θεσμούς είναι απαραίτητη προϋπόθεση στρατηγικής. Η σωστή διάγνωση της απειλής συναρτάται τόσο με την συγκρότηση των αποτρεπτικών λειτουργιών της εθνικής στρατηγικής, όσο και με την δέσμευση των αναγκαίων πόρων για την αντιμετώπισή της. Συχνά πολλοί γράφουμε: «δεν ξοδεύουμε ούτε ένα ευρώ περισσότερο ούτε ένα λιγότερο από ότι απαιτεί η αποτροπή της απειλής». Η τουρκική απειλή είναι ρητά και εμπράγματα βαθύτατα αναθεωρητική.
Στο Αιγαίο, στην Θράκη και στην Κύπρο η απειλή αφορά τόσο τα εδαφικά όσο και τα θαλάσσια σύνορα. Ως προς το τελευταίο η Τουρκία δεν συμμορφώνεται με την διεθνή νομιμότητα και τις ρητές πρόνοιες των Συνθηκών. Ακόμη πιο σημαντικό, η τουρκική απειλή δεν αφορά κάποιο μεμονωμένο γεγονός, αλλά αυτό που στην στρατηγική θεωρία ορίζεται ως “απέραντη απειλή”.
Στο στόχαστρο η Συνθήκη της Λωζάνης
Για να μην ανατρέξουμε σε πολλές επίσημες δηλώσεις του παρελθόντος, όπως αυτή της Τσιλέρ για τα νησιά και τις νησίδες, μπορούμε να αναφερθούμε στην μυστήρια πρόσκληση του Ερντογάν στην Αθήνα στο τέλος του 2017, όπου προκλητικά δήλωσε: «η Συνθήκη της Λωζάνης αφορά ολόκληρη την περιοχή. Πιστεύω ότι όλες οι Συνθήκες χρειάζονται μια επικαιροποίηση. Και η Λωζάνη, με βάση τα πρόσφατα γεγονότα, χρειάζεται μια επικαιροποίηση».
Και συνέχισε, «Όταν μιλάω για επικαιροποίηση, μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα, από το Α ως το Ω». Από το Α έως το Ω, λοιπόν, και τα σύνορα των αξιώσεων είναι θολά και ανοικτά προς διεύρυνση. Όταν κάτι τέτοιο ισχύει, σημαίνει πως σε περίπτωση σύρραξης, εάν τα στρατεύματα του κράτους που απειλεί υπερφαλαγγίσουν τον αμυνόμενο δεν υπάρχουν όρια για το που θα σταματήσουν.
Όταν πάντως σταματήσουν, εκεί θα είναι περίπου και τα νέα σύνορα που θα ορίσουν τα τετελεσμένα της βίας. Τετελεσμένα, τα οποία, όπως δείχνει η εμπειρία, είναι δύσκολο ή ανέφικτο να ανατραπούν, εάν ο αμυνόμενος είναι ο λιγότερο ισχυρός. Επιπλέον, έχοντας διανύσει πολλές δεκαετίες σταθερών αναθεωρητικών τουρκικών αξιώσεων και αντίστροφα κατευναστικών ελληνικών στάσεων, το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί η ενδεχομένως λανθασμένη παράσταση ότι εάν ξεσπάσουν και κλιμακωθούν εχθροπραξίες η Ελλάδα θα είναι εύκολος στόχος.
Η παράσταση που δίνουμε πάντως είναι ο κατευνασμός, το έλλειμμα υποστηρικτικής κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης για τους σκοπούς της στρατηγικής. Οι επιπόλαιες δηλώσεις ηγετών προδίδουν άγνοια ή επιπολαιότητα (π.χ. για τα θαλάσσια σύνορα). Είναι κραυγαλέα η άγνοια αρμοδίων όσον αφορά τους όρους, τις έννοιες και τις ποικίλες πτυχές μιας εθνικής στρατηγικής. Επιπλέον, ευρέως διαδεδομένες θέσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής ζωής οδηγούν τους Τούρκους στο να πιστέψουν ότι χωρίς κόστος, ή με ελάχιστο κόστος, μπορούν να αλλάξουν το ισχύον εδαφικό και κυριαρχικό καθεστώς και να θέσουν πλήρως την Κύπρο στα πεδία της τουρκικής επικυριαρχίας.
Η Τουρκία επιδιώκει νίκη χωρίς μάχη
Εντυπωσιακή αντίθετη παράσταση βέβαια δόθηκε από το μεγαλειώδες συλλαλητήριο στο Σύνταγμα στις 4 Φεβρουαρίου του 2018, το οποίο εν τούτοις έγινε αφορμή για να εξυβριστούν οι Έλληνες που συμμετείχαν σαν «ετερόκλητος όχλος». Μια δηλαδή ξεκάθαρα αυταρχική και δεσποτική αντίληψη των σχέσεων πολίτη, κοινωνίας και εξουσίας.
Οι αρνητικές παραστάσεις για την αξιοπιστία της Ελλάδας εδραιώνονται και από το γεγονός ότι οι Τούρκοι, με απειλή χρήσης βίας, ή με κρίσεις χαμηλής έντασης στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ήδη πέτυχαν να εκπληρώσουν μια σειρά βραχυχρόνιων και μεσοπρόθεσμων σκοπών. Με άλλα λόγια ανοίγουν τον δρόμο για να κερδίσουν μακροπρόθεσμα τον πόλεμο χωρίς μάχη.
Αυτό αληθεύει απόλυτα και κάθε αμφισβήτηση είναι αξιοθρήνητη: Επί σειρά δεκαετιών η Ελλάδα δεν άσκησε τα κυριαρχικά δικαιώματά της στα θαλάσσια πεδία, όπως προνοεί η διεθνής νομιμότητα, κάτι που σχεδόν θα διπλασίαζε την ελληνική επικράτεια. Παρενθετικά σημειώνεται πως όπως σωστά σημειώνει ο Hans Morgenthau στο μνημειώδες έργο του “Πολιτική μεταξύ των Εθνών”, «βιώσιμο είναι ένα κράτος όταν μπορεί να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου για την επικράτειά του». Διόλου τυχαία, ο κορυφαίος διεθνολόγος, που διαμόρφωσε την αμερικανική πολιτική σκέψη και που δεν πάσχει από νομικίστικες παθολογίες, ορίζει το εθνικό συμφέρον με όρους ισχύος.
Η μη άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων έχει ως οδυνηρή συνέπεια η Ελλάδα να μην απολαμβάνει τον υποθαλάσσιο πλούτο της, όπως συμβαίνει ακόμη και με πολύ μικρότερα κράτη. Εδραιώνεται έτσι η εικόνα ενός αναλώσιμου και στρατηγικά αναξιόπιστου κράτους. Κι αυτό ενθαρρύνει και άλλους αναθεωρητισμούς στην περιφέρειά της. Ακόμη, το δόγμα “η Κύπρος είναι μακριά” –ένα νησί δηλαδή στο οποίο πέραν των πλουτοπαραγωγικών πόρων και της γεωπολιτικής του σημασίας ζουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες– σημαίνει πως εάν η Μεγαλόνησος περιπέσει στα πεδία της τουρκικής επικυριαρχίας, η στρατηγική παγίδευση της Ελλάδας θα έχει βαθύτατες προεκτάσεις.