Η σύγχρονη Τουρκία διανύει μία μεταβατική περίοδο, μεστή προκλήσεων, αντιφάσεων και ευκαιριών, με επιδιωκόμενο τερματικό σταθμό την ανάδειξή της σε Ηγεμονεύουσα Περιφερειακή Δύναμη (Regional Hegemonic Power) του γεωπολιτικού υποσυστήματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Ανατολικής Μεσογείου – με άλλους λόγους: την ολική επαναφορά της στην γεωπολιτική λειτουργία, που επιτελούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Γράφει ο Ηλίας Ηλιόπουλος

Οι λόγοι, επί των οποίων βασίζει την ηγεμονική φιλοδοξία της, είναι οι ακόλουθοι: Η Τουρκία διαθέτει αξιοσημείωτη δημογραφική ευρωστία και, συναφώς, αστείρευτες δεξαμενές βιολογικής ενεργείας και γεωπολιτικού δυναμικού.

Η Τουρκία διαθέτει τον μεγαλύτερο και ισχυρότερο Στρατό σε ολόκληρο το γεωπολιτικόν υποσύστημα. Στρατό με τεραστία σωρευμένη πραγματική πολεμική πείρα – και όχι διακοσμητικό στρατό παρελάσεων ή οργανισμό ανούσιας υποαπασχολήσεως μερικών δεκάδων χιλιάδων ενστόλων δημοσίων υπαλλήλων. Και το κυριώτερον, διαθέτει (αποδεδειγμένη) πολιτική βούληση και ικανότητα να τον χρησιμοποιεί ως εργαλείον πολιτικής (policy tool) υποστηρικτικόν της διπλωματίας, ασκώντας, με υψηλότατο δείκτη επιτυχίας, Στρατηγικές Εξαναγκασμού, Εκβιασμού, Περιορισμένης και Ανακλήσιμης Προκλήσεως, Τετελεσμένων και ούτω καθ’ εξής.

Η Τουρκία διαθέτει άριστα κατηρτισμένη και αφοσιωμένη εις την υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος (national interest) πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική και εν γένει ιθύνουσα γραφειοκρατική ελίτ καθώς και Ιδεολογικούς Μηχανισμούς Κράτους αρτίως λειτουργούντες και τεταγμένους στην υπηρεσία του εθνικού συμφέροντος.

Οι ιθύνουσες τουρκικές ελίτ εμφανίζονται εμφορούμενες από ιστορική συνείδηση, αυτοκρατορική μνήμη και εξόχως ανεπτυγμένη εθνική αυτοπεποίθηση – στοιχεία τα οποία τους επέτρεψαν να συνδιαλέγονται, ως ίσος προς ίσον, με άπαντες τους μείζονες γεωστρατηγικούς δρώντες (κοινώς: τις Μεγάλες Δυνάμεις) του διεθνούς συστήματος, δηλαδή τις ΗΠΑ και την Ρωσσία (σημειωτέον ότι το υβριδικό υπερεθνικό μόρφωμα της ούτω καλουμένης Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε είναι ούτε θα γίνει ποτέ Μεγάλη Δύναμις, όπως γράφαμε από το 2007, ερχόμενοι σε ευθεία αντίθεση προς τις πολιτικές, παραπολιτικές και «ακαδημαϊκές» μετριότητες των Αθηνών).

Τα ανωτέρω ισχύουν καθ’ ολοκληρίαν για τον (επί δύο δεκαετίες σχεδόν) ηγέτη της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan. Ο οποίος έχει ήδη καταλάβει στα ιστορικά συγγράμματα μία θέση μεταξύ των μεγαλυτέρων ηγετών της συγχρόνου Τουρκίας (του Γαζή Mustafa Kemal Atatürk, του Ali Adnan Ertekin Menderes και του Turgut Özal). Και ο οποίος Erdoğan είναι, αναμφιβόλως, ο ένας εκ των δύο σπουδαιοτέρων ηγετών της εποχής μας, μαζί με τον Vladimir Vladimirovich Putin.

Περαιτέρω, η Τουρκία επέτυχε, επί εποχής Erdoğan, αλματώδη οικονομική ανάπτυξη, η οποία της επέτρεψε να καταστεί μέλος της Ομάδος των Είκοσι οικονομικώς σπουδαιοτέρων χωρών του πλανήτου (G-20). Οι όποιες συγκυριακές δυσκολίες (τις οποίες σπεύδουν να υπερεκτιμήσουν οι ανιστόρητοι και ιδεοληπτικοί του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ των Αθηνών) δεν αποτελούν, φυσικά, ανυπέρβλητο πρόβλημα για μία μεγάλη χώρα, η οποία διαθέτει τεραστία εσωτερική αγορά και, βεβαίως, νομισματική και οικονομική κυριαρχία.

Συνάμα, η Τουρκία επέτυχε να αναδειχθεί σε κόμβο των (κρισίμων για τις ενεργειοβόρες Οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης) οδών υδρογονανθράκων του 21ου αιώνος. Τέλος, η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει καμμία άμεση και ορατή Απειλή εκπορευομένη από εθνοκρατικό γεωστρατηγικό Δρώντα.

Η άρδην μεταβολή του διεθνούς γεωστρατηγικού περιβάλλοντος, η επελθούσα εξ αιτίας της πτώσεως της ΕΣΣΔ (Δεκέμβριος 1991), σήμανε ότι εξέλιπεν για την Τουρκία η από Βορρά Απειλή – εξέλιξις μείζονος σημασίας για την Εθνική Ασφάλεια του Κράτους των Στενών. Από το 1991 και εντεύθεν, και για πρώτη φορά από εποχής Μ. Αικατερίνης, η Τουρκία εφάνη να απελευθερώνεται από την παραδοσιακή ρωσσοφοβία της.

Στην μηδενική Εκτίμηση Απειλής από Βορρά, μετά το 1991, οφείλει να αναζητηθεί και η αληθής αιτία της αποκλίσεως μεταξύ Αγκύρας και Ουάσιγκτων. Η ψύχρανσις του διπλωματικού κλίματος, συνεπεία της αρνήσεως της Κυβερνήσεως Ερντογάν να παραχωρήσει διευκολύνσεις στα αμερικανικά στρατεύματα εν όψει της εισβολής εις το Ιράκ, τον Μάρτιο του 2003, υπήρξε μόνον η συγκυριακή αφορμή – όπως και άλλες, έκτοτε. Άπαξ ληφθείσης της (πράγματι, ιστορικής) Αποφάσεως της Τουρκίας να μη συνδράμει την επί μισόν αιώνα σύμμαχόν της (ΗΠΑ), τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ ξανά, εφ’ εξής, όπως ήσαν τον καιρό των ψυχροπολεμικών σταθερών και βεβαιοτήτων.

Προς αποφυγή παρερμηνειών, ορισμένοι επισημαίναμε από πολλών ετών ότι τούτο δεν εσήμαινε κατ’ ανάγκην και ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ, και προειδοποιούσαμε ότι καλόν θα ήτο να αποφεύγονται απλουστευτικές προσεγγίσεις. Μακράν του να συνεπάγεται οπωσδήποτε ρήξη στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, η τουρκική ενέργεια του 2003 ώφειλε να εκληφθεί ως εκπομπή ενός σαφούς μηνύματος εκ μέρους της Αγκύρας προς την υπερατλαντική Σύμμαχό της: ότι δηλαδή, στο νέο, μετα-διπολικό γεωστρατηγικό περιβάλλον, η Τουρκία (ακριβώς επειδή απηλλάγη από το άγχος της Ρωσσικής Απειλής), όποιαν τροπή και αν ελάμβαναν τα πράγματα εις το μέλλον, σε καμμία περίπτωση δεν θα συμπορεύετο, πλέον, με τις ΗΠΑ ως άβουλος εντολοδόχος τους (εάν υποτεθεί ότι το έπραξε ποτέ κατά το παρελθόν).

Όπως και στην περίπτωση της δευτέρας αγγλοσαξονικής επεμβάσεως στο Ιράκ (2003), έτσι και τώρα, στην περίπτωση της δικής της στρατιωτικής επεμβάσεως στην Συρία, η Άγκυρα στάθμισε τις επιθυμίες της Συμμάχου της (ΗΠΑ) με γνώμονα τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Διέγνωσε τον κίνδυνο να απελευθερωθεί τέτοια δυναμική σχετικά με το Κουρδικόν Ζήτημα, που θα απειλούσε να τραυματίσει σοβαρώς την Εθνική Ασφάλειά της και να επιφέρει ανεξέλεγκτες καταστάσεις.

Συνεπώς, η Τουρκία ενήργησε, καθιστώντας, και τώρα όπως και το 2003, απολύτως σαφές ότι θα προτάσσει πάντοτε την δική της στρατηγική θεώρηση και τα εθνικά της συμφέροντα έναντι εκείνων του παραδοσιακού εταίρου της.

Κατά την περίφημη ρήση του Νέστορος των Διεθνών Σχέσεων, Καθηγητού Ahmet Șükrü Esmer: «Στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχουν αιώνιες φιλίες και αιώνιοι εχθροί, υπάρχει μόνον το ζήτημα του αιωνίου συμφέροντος.» (Ηλιόπουλου, Ηλία, Διεθνείς Σχέσεις της Τουρκίας 1935-1945: Η Ημισέληνος μεταξύ Βρεττανικού Λέοντος, Γερμανικής Σβάστικας και Ρωσσικής Άρκτου, Αθήναι [εκδόσεις Λειμών] 2017.)

Αλλά αυτά είναι «ψιλά γράμματα» και «terra incognita» για τις πολιτικές (και «πολιτειακές»!) μετριότητες των Αθηνών, που εξακολουθούν να φαντασιώνονται μίαν «ενωμένη Ευρώπη» (sic!) και να αναμηρυκάζουν πομφόλυγες περί «διεθνούς δικαίου»…

* Ο Ηλίας Ηλιόπουλος διδάσκει στο Τμήμα Τουρκικών και Συγχρόνων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Defence-Point