Γράφει ο Άγγελος Συρίγος
Η συμπλήρωση 20 ετών από την απόφαση της ΕΕ το 1999 και η παράνομη συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης αποτέλεσαν την αφορμή να επανέλθει στη δημόσια συζήτηση η στρατηγική «Ελσίνκι» που είχε υιοθετηθεί τότε από την κυβέρνηση Σημίτη. Στόχος της ανακινήσεως του θέματος δεν είναι μόνον η ιστορική αποτίμηση της πλέον συγκροτημένης, αλλά και εξόχως αμφιλεγόμενης στρατηγικής έναντι της Τουρκίας, μετά την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ.
Οι τότε αποφάσεις προβάλλονται ως η μόνη ορθή στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει και σήμερα η Αθήνα για να αντιμετωπίσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτός είναι ο λόγος που κρίναμε αναγκαίο να αναλύσουμε διεξοδικά τις πτυχές και την εξέλιξη εκείνης της στρατηγικής. Θα το πράξουμε με μία σειρά πέντε άρθρων, που θα δημοσιεύονται διαδοχικά κάθε ημέρα.
Μέχρι το 1998 η κυρίαρχη αντίληψη στα ελληνοτουρκικά ήταν ότι η ελληνική συναίνεση ως προς τις σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ, θα εδίδετο μόνον ως ανταπόδοση συγκεκριμένων ενεργειών της Άγκυρας. Αντιστοίχως, οποιαδήποτε εκδήλωση τουρκικής επιθετικότητας θα είχε για την Τουρκία το κόστος να βρίσκει κλειστή την οδό προς την ΕΕ. Η πολιτική αυτή είχε δείξει τα όριά της μετά την κρίση των Ιμίων το 1996. Η Ελλάδα είχε μετατραπεί σε βολικό άλλοθι για πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ, που δεν επιθυμούσαν την ένταξη της Τουρκίας.
Τα πράγματα είχαν περιπλακεί με τη σύλληψη Οτσαλάν τον Φεβρουάριο του 1999, την ώρα που υποτίθεται ότι επρόκειτο να φυγαδευτεί από το κτήριο της ελληνικής πρεσβείας στο Ναϊρόμπι. Αμέσως μετά η κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν δυνητικά ανεξέλεγκτη. Η οδυνηρή εμπλοκή της Ελλάδος στο ζήτημα παρείχε έμμεση νομιμοποίηση στην Άγκυρα να καλλιεργήσει εντάσεις και να προχωρήσει σε τυχοδιωκτισμούς.
Οι ορίζουσες της στρατηγικής «Ελσίνκι»
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο η κυβέρνηση Σημίτη εκπόνησε μία νέα στρατηγική, τα βασικά σημεία της οποίας ήσαν τα ακόλουθα:
- Η Ελλάδα έπρεπε να διευκολύνει την Τουρκία να ενταχθεί στην ΕΕ. Η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Τουρκία σταδιακά θα «εξημέρωνε το θηρίο» και θα αναδείκνυε τα φιλοευρωπαϊκά τμήματα της τουρκικής κοινωνίας. Μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας θα έπρεπε να αποφευχθούν εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
- Παράλληλα θα επιχειρείτο μία συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν αποδεκτές υποχωρήσεις από πάγιες θέσεις ή από (μη ασκηθέντα) δικαιώματα της ελληνικής πλευράς, όπως αυτό της επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων. Το όφελος, όμως, από τον τερματισμό της μακροχρόνιας ελληνοτουρκικής διαμάχης θα υπερέβαινε την απώλεια κάποιων δικαιωμάτων.
Οι δύο αυτές επιλογές δεν ήσαν άσχετες με το κλίμα που είχε σταδιακά δημιουργηθεί υπέρ της Τουρκίας διεθνώς. Τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ ήθελαν να βγει η Τουρκία από το τέλμα που βρισκόταν μετά τη σύνοδο του Λουξεμβούργου το 1997. Παραλλήλως, οι δύο ελληνικές επιλογές ταυτίζονταν απολύτως με τις θέσεις των ΗΠΑ για συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και για το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας.
Η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελούσε παλιά θέση της Ουάσιγκτον. Δεν είναι σαφές πόσο επηρεάσθηκε η ελληνική κυβέρνηση από τον αμερικανικό παράγοντα για να υιοθετήσει αυτές τις δύο παράλληλες πολιτικές. Το βέβαιον είναι ότι η αμερικανική διπλωματία στήριξε κατά τα επόμενα χρόνια απολύτως και τις δύο αυτές ελληνικές στρατηγικές επιλογές.
Υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας
Με τη νέα στρατηγική η Ελλάδα θα έπαυε να αποτελεί εμπόδιο στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Θα υποστήριζε τη σύσφιξη των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ και την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η ένταξη θα ήταν αποτέλεσμα της εκπληρώσεως μίας σειράς όρων που θα έθετε η ΕΕ.
Οι όροι θα είχαν τη μορφή «οδικού χάρτη», δηλαδή θα έπρεπε να πληρούνται στο τέλος κάθε φάσεως προκειμένου να περάσει η υποψηφιότητα στην επόμενη φάση. Στους όρους, εκτός από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, θα παρεισέφρηαν και θέματα αποκλειστικώς ελληνοτουρκικού περιεχομένου. Η ελληνική υποστήριξη δεν είχε απαραιτήτως ως προαπαιτούμενο την παροχή άμεσων ανταλλαγμάτων από την Τουρκία. Θα μπορούσε να ήταν μονομερής, διότι γινόταν για δύο λόγους:
- Η Ελλάδα, θεωρώντας ότι το είδος των επιχειρημάτων της (επίκληση του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο και στην Κύπρο) δεν ήταν αρκετά πειστικό έναντι της τουρκικής ισχύος, μετέφερε στους ώμους της ΕΕ το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, περιλαμβανομένου και του Κυπριακού. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές περνούσαν υπό την εποπτεία της ΕΕ, συνδέονταν με την εξέλιξη της τουρκικής υποψηφιότητας και γίνονταν ευρωτουρκικές διαφορές.
- Η ενταξιακή διαδικασία υπό τη μορφή «οδικού χάρτη» στην οποία θα εισερχόταν η Τουρκία θα την υποχρέωνε σταδιακά να αλλάξει στάση ως προς τις διαφορές της με την Ελλάδα και να τις προσεγγίσει μέσα από ένα ευρωπαϊκό πνεύμα, απορρίπτοντας τη λογική του μηδενικού αθροίσματος. Ήταν μία πολιτική «εξημερώσεως του θηρίου». Παράλληλα, υπήρχε η ελπίδα ότι η πρόσδεση στο άρμα της ΕΕ θα βοηθούσε τη φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα να κερδίσει στην εσωτερική διαμάχη εξουσίας που σοβούσε στην Τουρκία.
Συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων
Μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα γινόταν προσπάθεια να επιλυθεί/διευθετηθεί το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτές θα περιελάμβαναν την Κύπρο (βλέπε Σχέδιο Ανάν) και θα επεκτείνονταν και στο Αιγαίο. Η συνολική διευθέτηση απαιτούσε οι δύο χώρες να δουν τις σχέσεις τους μέσα από το πρίσμα των πραγματικών τους συμφερόντων και όχι μέσα από συμβολισμούς.
Η άσκηση δικαιωμάτων που δεν είχαν άμεσο αντίκρισμα σε συμφέροντα, αλλά γίνονταν για λόγους διαπραγματευτικούς ή συμβολικούς και ενοχλούσαν την άλλη πλευρά (ή, σύμφωνα με το σκεπτικό του Ανακοινωθέντος της Μαδρίτης, έθιγαν τα ζωτικά της συμφέροντα) θα μπορούσε να αναβληθεί επ’ αόριστον. Για την Τουρκία αυτό θα μπορούσε να σημάνει εγκατάλειψη της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» ή έμμεση αποδοχή της αποστρατιωτικοποιήσεως του Αιγαίου.
Για την Ελλάδα ήταν η μη άσκηση του δικαιώματος της αυξήσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια (ή, όπως διαμορφώθηκε στην πορεία, η αποκαλούμενη «επιλεκτική επέκταση» των χωρικών υδάτων στις ηπειρωτικές ακτές της χώρας και η εξαίρεση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου). Τα οφέλη των δύο χωρών μακροπρόθεσμα θα ήσαν πολύ περισσότερα από όσα αμφίβολα θα προσπορίζονταν σε περίπτωση ασκήσεως κάποιων συγκεκριμένων δικαιωμάτων τους που ενοχλούσαν την άλλη πλευρά.
Η νέα στρατηγική που προωθήθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη και αποτυπώθηκε στην απόφαση της συνόδου κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, αποτελούσε το πιο συγκροτημένο σχέδιο που είχε υιοθετήσει η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας μετά τη δεκαετία του 1970. Ήταν, επίσης, απολύτως ορθή στη διαπίστωση των προβλημάτων που είχε δημιουργήσει η ελληνική πολιτική στους κόλπους της ΕΕ έναντι της Τουρκίας. Εμπεριείχε, όμως, σοβαρά, δομικού περιεχομένου, προβλήματα-ερωτήματα:
- Μπορούσε (ή αρκούσε) η ΕΕ να λύσει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα;
- Επιθυμούσε η Τουρκία να μετριάσει τις διεκδικήσεις της προκειμένου να γίνει μέλος της ΕΕ;
- Ποια ήταν ακριβώς η φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα στο εσωτερικό της Τουρκίας που θα οδηγούσε τη χώρα να αλλάξει;
Τέλος, η νέα αυτή στρατηγική απαιτούσε την “προετοιμασία” της καχύποπτης και αρνητικής, έναντι της Τουρκίας, ελληνικής κοινής γνώμης. Αυτό το τελευταίο σημείο είχε ιδιαίτερη σημασία και ευρύτερες επιπτώσεις. Η επιλογή να μεταφερθούν οι ελληνοτουρκικές διαφορές από το διμερές επίπεδο στο επίπεδο ΕΕ-Τουρκίας αποτελούσε, ως έναν βαθμό, διέξοδο για το Κυπριακό. Βασικές παράμετροι της λύσεως (π.χ. ελευθερία κινήσεως, εγκαταστάσεως, αγοράς γης) συνδέονταν με βασικές πολιτικές της ΕΕ, πάνω στις οποίες κτίσθηκε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η μεταφορά, όμως, του συνόλου των διμερών ελληνοτουρκικών ζητημάτων στην ΕΕ, και ιδίως αυτών στο Αιγαίο, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε επίλυσή τους μέσα από τους κανόνες της ΕΕ. Επί παραδείγματι, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ή η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου δεν σχετίζονταν με κάποιες ευρωπαϊκές σταθερές.
Το παράδειγμα Ολλανδίας και Βελγίου
Είναι ενδεικτικό το θέμα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ολλανδίας και Βελγίου. Οι δύο χώρες αποτελούν την καρδιά της ΕΕ κι έχουν εξαιρετικές σχέσεις. Χρόνια πριν τη συνθήκη ΣΕΓΚΕΝ είχαν προχωρήσει σε κατάργηση συνοριακών ελέγχων, ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και αγαθών κλπ.
Παρά το εξαιρετικό επίπεδο των σχέσεων, οριοθέτησαν τη μεταξύ τους υφαλοκρηπίδα μόλις το 1996. Επίσης, το 2012 η Γαλλία δεν δίστασε να διεκδικήσει ως ΑΟΖ μία μεγάλη θαλάσσια περιοχή στη Μεσόγειο, που η Ισπανία είχε θεσπίσει ως «Ζώνη Προστασίας της Αλιείας». Επομένως, η ΕΕ δεν μπορούσε να παρέμβει ως προς την ουσία των διαφορών
Μπορούσε να παρέμβει μόνον ως προς την υποχρέωση επιλύσεως των προβλημάτων πριν την ένταξη της Τουρκίας ή του τρόπου που ήταν δυνατόν να επιλυθούν αυτά τα θέματα, με τη θέσπιση κάποιων διαδικασιών, που δεν ήταν απαραίτητο ότι θα είχαν ως μονόδρομο τη δικαστική οδό.
Το «θηρίο» θα δεχόταν να «εξημερωθεί»;
Η νέα στρατηγική είχε ως προαπαιτούμενο της ότι η Τουρκία θα δεχόταν να «εξημερωθεί¨». Να ακυρώσει δηλαδή τις επεκτακτικές της διεκδικήσεις προκειμένου να ενταχθεί στην ΕΕ. Όταν ξεκίνησε αυτή η στρατηγική, η στάση που θα επεδείκνυε η Τουρκία δεν μπορούσε να προβλεφθεί (αν και η πολιτική διαμάχη στο εσωτερικό της χώρας έστελνε σαφείς οιωνούς). Στην πορεία όμως κατέστη σαφής.
Η Τουρκία δεν έδειχνε διατεθειμένη να αλλάξει τη στάση της έναντι της Ελλάδος, είτε λόγω μίας λανθάνουσας αυτοκρατορικής/οθωμανικής αντιλήψεως, είτε λόγω στρατηγικής θέσεως. Αντιθέτως, επεδίωκε να γίνει αποδεκτή στην ΕΕ με αναπεπταμένο το σύνολο των διεκδικήσεων της.
Την αντίληψη αυτή μοιράζονταν και οι κεμαλικοί και οι ισλαμιστές. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική πλευρά συνέχισε να εργάζεται προς την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας κινούμενη στη λογική: «Ναι, αλλά εάν γινόταν, δεν θα ήταν υπέροχο;». Αυτό ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα της νέας στρατηγικής.
Το «Ελσίνκι» χρειαζόταν φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα στην Τουρκία
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν σε ποια ακριβώς πτέρυγα της τουρκικής κοινωνίας η πρόσκληση για ένταξη αποτελούσε ταυτοχρόνως και πρόκληση για αλλαγή των στρατηγικών προτεραιοτήτων έναντι της Ελλάδος. Η τουρκική κοινωνία ήταν διαιρεμένη σε δύο μεγάλες ομάδες. Στη μία πλευρά ήσαν οι κεμαλικοί. Αυτοί αποτελούνταν κυρίως από το στρατιωτικο-διπλωματικό κατεστημένο που τόσα χρόνια είχε υποθάλψει και στηρίξει την αντιπαλότητα με την Ελλάδα.
Μέσα σε αυτή την ομάδα υπήρχε εντελώς μειοψηφικό το ρεύμα των φιλοευρωπαϊστών. Αυτοί συντάσσονταν με τους κεμαλικούς φοβισμένοι από την άνοδο του ισλαμισμού. Το στρατιωτικο-διπλωματικό κατεστημένο επεδίωκε την αποδοχή της υποψηφιότητας της Τουρκίας στην ΕΕ, θεωρώντας ότι θα προσέφερε διέξοδο στα ιδεολογικά αδιέξοδα του κεμαλισμού. Η εικόνα και η προοπτική της Ευρώπης αποτελούσε, θεωρητικώς, ιδεολογική απάντηση στον ισλαμισμό.
Η Ευρώπη χρειαζόταν ως αόριστο όραμα που μπορούσε να κινητοποιήσει τις μάζες (κάτι σαν τα καλά του εξηλεκτρισμού της χώρας, δηλαδή), όχι ως συγκεκριμένη διαδικασία που θα οδηγούσε στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Επομένως, το τμήμα της κοινωνίας που ήθελε την ΕΕ δεν ήταν διατεθειμένο να αλλάξει. Στην άλλη πλευρά ήσαν οι ισλαμιστές. Το ισλαμικό κίνημα υπό τον Ερντογάν αυτό έβλεπε την ΕΕ ως ελπίδα να επιτραπεί η άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων στην Τουρκία και να πάψουν οι διώξεις κατά των ισλαμιστών.
Υπήρχε δηλαδή το οξύμωρο, εκείνοι που θεωρητικώς ήσαν οι εχθροί της Δύσεως και της χριστιανικής Ευρώπης να ήσαν εκείνοι που ήθελαν την ΕΕ περισσότερο. Τελικώς, προς άλλο τμήμα της κοινωνίας απευθύνθηκε το άνοιγμα προς την ΕΕ (φιλοευρωπαίοι οπαδοί του κοσμικού κράτους) και άλλοι το εκμεταλλεύθηκαν (οι ισλαμιστές).