Του Andreas Kluth

Η εξωτερική πολιτική της ΕΕ, το Ιράν και η Λιβύη: Καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν στέλνει στρατεύματα στη Λιβύη, υπενθυμίζει υπόρρητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση πόσο ανίσχυρη είναι στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Θα έπρεπε να ήταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εκείνες που θα παρενέβαιναν διπλωματικά στη Λιβύη.

Αντ’ αυτών, η Τουρκία και η Ρωσία φαίνονται έτοιμες να τεμαχίσουν τη χώρα στα δύο, όπως τη Συρία, και μάλιστα σε σφαίρες επιρροής οι οποίες θα βλάψουν μεσο-μακροπρόθεσμα τα συμφέροντα της ΕΕ.

Η Ένωση μοιάζει εξίσου αποκλεισμένη από το “παιχνίδι” και στο Ιράν, καθώς η χώρα αυτή κατρακυλά σε ένα σπιράλ κλιμάκωσης και αντεκδικήσεων με τις ΗΠΑ, μετά την εκτέλεση από την πλευρά των Αμερικανών του γνωστότερου παγκοσμίως Ιρανού στρατηγού. Πλέον οι μουλάδες αποσύρονται από την πυρηνική συμφωνία του 2015 με τις έξι παγκόσμιες μεγάλες δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και οι “τρεις μεγάλοι” της ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο). Η συμφωνία αυτή αποτελούσε το μεγαλύτερο επίτευγμα της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Τώρα μοιάζει με ακόμη μια εκδήλωση της ευρωπαϊκής αφέλειας.

Τόσο στο Ιράν όσο και στη Λιβύη, διακυβεύονται ζωτικής σημασίας συμφέροντα της ΕΕ. Η Λιβύη, για παράδειγμα, είναι ένα αποτυχημένο κράτος, σε απόσταση “βαρκάδας” από τις ακτές της Ευρώπης. Έχει καταστεί “παράδεισος” εμπορίας ανθρώπων και κόμβος για μετανάστες που κατευθύνονται προς την ΕΕ. Τα χωρικά της ύδατα γειτνιάζουν με εκείνα της Τουρκίας, της Ελλάδας, της Κύπρου και άλλων χωρών που διαγκωνίζονται για δικαιώματα εξόρυξης φυσικού αερίου.

Αντί ωστόσο να υιοθετήσουν κοινή διπλωματική στάση, τα κράτη-μέλη της Ένωσης υποστηρίζουν η κάθε μια διαφορετική πλευρά στον λιβυκό  εμφύλιο πόλεμο. Η Ιταλία, πρώην αποικιοκρατική δύναμη στη χώρα, υποστηρίζει την κυβέρνηση που αναγνωρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη και υπό την ηγεσία του Φαγέζ Αλ Σαράτζ (τι ίδιο κάνει και η Τουρκία). Η Γαλλία ρίχνει το βάρος της υπέρ του εχθρού του Σαράτζ, του πολέμαρχου Χαλίφα Χαφτάρ (όπως και η Ρωσία).

Το τέλος της ομοφωνίας

Αυτό είναι μόνον ένα παράδειγμα της γενικής ασυναρτησίας της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Αυτή η αδυναμία έρχεται σε αντιπαράθεση με τη ενοποιητική δύναμη που έχει καταφέρει να δείξει η ΕΕ σε άλλους τομείς άσκησης πολιτικής. Στο εμπόριο έχει καταστεί παγκόσμια υπερδύναμη, ενεργώντας ενιαία, ακόμα και όταν διακυβεύονται εθνικά συμφέροντα ορισμένων κρατών-μελών της. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική και η άμυνα παραμένουν καθαρά στην αρμοδιότητα των επί μέρους εθνικών κρατών.

Θεωρητικά, η ΕΕ προσπαθεί να μιλήσει με κοινή διπλωματική φωνή, με εκπρόσωπό της προς τα έξω τον “Ύπατο Εκπρόσωπο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Ασφάλεια”. Ο σημερινός κάτοχος αυτού του ρόλου, Ζοζέπ Μπορέλ, Ισπανός, γνωρίζει καλά την ανάγκη για περισσότερη ενότητα. Ανησυχεί ότι η ΕΕ, σε έναν κόσμο όπου οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, η Τουρκία και άλλοι παράγοντες ακολουθούν μια αδυσώπητη realpolitik, θα μπορούσε να μετατραπεί από “παίκτη” σε “πεδίο” συγκρούσεων τρίτων.

Ωστόσο, ο Μπορέλ λίγα πράγματα μπορεί να κάνει πέραν του να προεδρεύει των συνεδριάσεων των υπουργών Εξωτερικών των κρατών – μελών. Αυτές συνήθως επιτυγχάνουν ελάχιστα, εξαιτίας του κανόνα που ορίζει ότι οι αποφάσεις σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής πρέπει να λαμβάνονται ομόφωνα. Ως αποτέλεσμα, κάθε κράτος-μέλος, ακόμη και η μικρή Μάλτα, μπορεί να ασκήσει βέτο σε οποιοδήποτε ζήτημα. Πριν από ακριβώς έναν χρόνο, η Ιταλία άσκησε βέτο σε ένα ψήφισμα σχετικά με τη Βενεζουέλα. Άλλα μέλη εμπόδισαν μια δήλωση σχετικά με την κατάρρευση μιας συμφωνίας για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η Πολωνία και η Ουγγαρία, τέλος, έβαλαν “φρένο” σε ένα “άνοιγμα” της ΕΕ στον αραβικό κόσμο, που είχε ως στόχο την αντιμετώπιση του ζητήματος της μαζικής μετανάστευσης.

Φυσικά, οι υπόλοιπες παγκόσμιες δυνάμεις εκμεταλλεύονται αυτή την αδυναμία. Η Κίνα, για παράδειγμα, έχει χρηματοδοτήσει μεγάλα έργα υποδομών που αγγίζουν πολλές πλευρές της οικονομικής και πολιτικής ζωής σε κράτη-μέλη όπως η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ουγγαρία (στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας “Belt and Road”), με τις χώρες αυτές να ασκούν ενίοτε βέτο σε δηλώσεις της ΕΕ που ασκούν κριτική στο Πεκίνο.

Μια προφανής λύση στο πρόβλημα θα ήταν να καταργηθεί η απαίτηση ομοφωνίας και να εισαχθεί η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας για τη λήψη αποφάσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Μια τέτοια πρόταση ήδη υπάρχει. Εάν εγκριθεί, η ΕΕ θα μπορούσε να επιβάλει κυρώσεις, να εξουσιοδοτεί αποστολές πολιτικού χαρακτήρα ή να προβαίνει σε δηλώσεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα με τη συμφωνία του 55% των κρατών-μελών, εάν αυτά αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού της ΕΕ. (Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη στρατευμάτων, η αρμοδιότητα θα εξακολουθούσε να παραμένει στα εθνικά κράτη-μέλη).

Οι σκεπτικιστές έναντι της πρότασης υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με μεγαλύτερη απώλεια εθνικής κυριαρχίας για τις χώρες – μέλη, ότι τα μεγάλα κράτη θα αγνοούν τις απόψεις των μικρότερων και ότι η αντίδραση σε μια τέτοια ρύθμιση θα ενδυναμώσει τον ευρωσκεπτικιστικό λαϊκισμό, απειλώντας έτσι τη συνοχή της ΕΕ. Όσοι προωθούν τη γραμμή της ειδικής πλειοψηφίας, θεωρούν από την άλλη πλευρά ότι, στην πραγματικότητα, έτσι προστατεύονται τα μικρά κράτη-μέλη από την πίεση που τους ασκούν, λόγου χάρη, η Κίνα ή η Ρωσία. Πάνω απ’ όλα, μια τέτοια λύση θα έκανε την ΕΕ πιο ισχυρή και ευέλικτη. Επομένως, η αρχή της ειδικής πλειοψηφίας θα αποτελούσε σίγουρα μια καλή και αναγκαία αρχή.

Ωστόσο, δεν αποτελεί πανάκεια, διότι τα κράτη-μέλη θα συνεχίσουν να αγνοούν τις πολιτικές που δεν τους αρέσουν. Το κάνουν άλλωστε ήδη. Εκείνοι που πέφτουν στη συγκεκριμένη “αμαρτία” περιλαμβάνουν χώρες που συνήθως καυχιούνται για το πόσο ευρωπαϊκή και πολυμερής είναι η γραμμή και η πολιτική τους.

Η επιστροφή της realpolitik

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Γερμανία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (οι τρεις μεγάλοι πυλώνεις λήψης αποφάσεων της ΕΕ), καθώς και τα περισσότερα κράτη-μέλη, αντιτίθενται στη δημιουργία ενός δεύτερου αγωγού φυσικού αερίου μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας διά μέσου της Βαλτικής Θάλασσας. Ανησυχούν ότι αυτό θα μπορούσε να αυξήσει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία και να θέσει σε κίνδυνο τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μέσω των οποίων ρέει σήμερα το φυσικό αέριο. Ωστόσο η Γερμανία, χάρη στη ρωσοφιλία των Σοσιαλδημοκρατών, ελάσσονος εταίρου στον κυβερνητικό συνασπισμό της, προχωρά αγνοώντας τις σχετικές πιέσεις.

Τέτοιες ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις για τον κόσμο και για το τι συνιστά απειλή σήμερα  αποτελούν το μισό πρόβλημα. Το άλλο μισό είναι η άρνηση της πολιτικής της “μεγάλης δύναμης” ως τέτοιας, καθώς το λειτουργικό σύστημα της ΕΕ είναι δομημένο ως ένα “μετα-εθνικιστικό”, ειρηνικό project για τη Γηραιά Ήπειρο. Η τάση στην παγκόσμια πολιτική, αντιθέτως, έχει μετακινηθεί από τον ιδεαλισμό στον ωμό ρεαλισμό, από την πολυπολικότητα στις μονομερείς προσεγγίσεις και από τη “μαλακή δύναμη” (soft power) στην σκληρή, κλασικού τύπου ισχύ.

Οι γεωπολιτικοί ανταγωνιστές ή αντίπαλοι της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων της Κίνας και των ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν την ισχύ ως ένα αδιάσπαστο συνεχές που εκτείνεται από το εμπόριο και τα νομίσματα έως την τεχνολογία, τις επενδύσεις, τη μετανάστευση και την ενέργεια, καταλήγοντας στα αεροπλανοφόρα, τους πυραύλους και τα πλήγματα με drones, όπως εκείνο που σκότωσε τον Ιρανό υποστράτηγο. “Αν εμμείνουμε απλώς στο να κηρύττουμε την αξία των αρχών και αποφεύγουμε να ασκήσουμε εξουσία”, προειδοποίησε πρόσφατα ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, “η ήπειρός μας μπορεί να έχει πάντα δίκιο, αλλά σπάνια θα το βρίσκει και θα μπορεί να ασκήσει παρέμβαση”.

Στο Ιράν, στο Ιράκ και στον Περσικό Κόλπο, η ΕΕ βρίσκεται ήδη κοντά στο να είναι πρακτικά ασήμαντη και ανύπαρκτη. Μπορεί να ζητεί συνεχώς “αυτοσυγκράτηση” από όλες τις πλευρές, όπως κάνει πάντα. Ωστόσο οι αποφάσεις για τον πόλεμο ή την ειρήνη λαμβάνονται πλέον από άλλους.

Στη Λιβύη, η οποία αποτέλεσε για δεκαετίες “μήλον της έριδος” μεταξύ Οθωμανών και Ευρωπαίων, η ΕΕ απουσιάζει επίσης. Η Τουρκία εξοπλίζει τον Σαράτζ ήδη από τον Νοέμβριο. Σε αντάλλαγμα, ο τελευταίος δέχτηκε ένα “θαλάσσιο σύνορο” με την Τουρκία που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο για τον σχεδιαζόμενο αγωγό φυσικού αερίου που ενώνει Ισραήλ, Κύπρο και Ελλάδα. Ο Ερντογάν στέλνει τώρα στρατεύματα στη Λιβύη, εκπέμποντας την ίδια ώρα “σήματα” ότι θα προχωρήσει σε deal με τη Ρωσία όταν συναντηθεί με τον πρόεδρό της, Βλάντιμιρ Πούτιν, μέσα στην εβδομάδα, όπως έκαναν οι δυο τους και στη Συρία. Κάτι τέτοιο θα έδινε στον Ερντογάν τον έλεγχο δύο εκ των μεγαλύτερων διόδων μετανάστευσης προς την Ευρώπη.

Θέτοντάς το διαφορετικά, από το Ιράν έως τη Λιβύη, η ΕΕ απέτυχε για άλλη μια φορά να προστατεύσει τα συμφέροντά της με οποιονδήποτε τρόπο.

capital.gr