Η καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών επανήλθε στο επίκεντρο

Απο την Μαρία Δεναξά

Μετά την ανταλλαγή πυροβολισμών στο Πουατιέ με πέντε τραυματίες πριν από μια εβδομάδα περίπου, η καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών επανήλθε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.

Ενώ ο υπουργός Εσωτερικών Μπρούνο Ρεταγιέ σκοπεύει να τα βάλει με τη «μεξικανοποίηση» της Γαλλίας, εξετάζεται η ιδέα της κινητοποίησης του στρατού για αυτόν τον σκοπό. Παρόλο που βουλευτές απο όλους τους πολιτικούς ορίζοντες επιθυμούν την παρέμβαση του στρατού στις γειτονιές που πλήττονται από τη διακίνηση ναρκωτικών, αυτή ωστόσο δεν είναι η αποστολή τους.

Μετά τον τραυματισμό ενός εφήβου απο τις ανταλλαγές πυροβολισμών στο Πουατιέ, ο υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας Μπρουνό Ρεταϊλέ κατηγορήθηκε ότι αναφέρθηκε ψευδώς σε συμμπλοκή συμμοριών με τη συμμετοχή εκατοντάδων ανθρώπων. Θέλοντας να καταπολεμήσει τη «μεξικανοποίηση» της Γαλλίας, ο εκπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης επιθυμεί να δείξει την αποφασιστικότητά του στον αγώνα κατά της διακίνησης ναρκωτικών.

Ο βουλευτής της Αναγέννησης Καρλ Ολίβ, εξέφρασε επίσης την αγανάκτησή του για τη βία και πρότεινε ένα συγκεκριμένο μέτρο για τον περιορισμό της. Θέλει να «πειραματιστεί με την αποστολή στρατιωτών στις εργατικές συνοικίες που μαστίζονται από τα ναρκωτικά», υιοθετώντας μια πρόταση που υποβάλλουν τακτικά αρκετοί βουλευτές Στην πράξη, ωστόσο, δεν είναι τόσο απλό.

Μια αποστολή που ανήκει στην αστυνομία

Αξίζει να σημειωθεί εξαρχής ότι ο Ολίβ απέχει πολύ από το να είναι ο πρώτος που ζητά την επέμβαση στρατιωτών σε πόλεις και γειτονιές που μαστίζονται από τη βία που σχετίζεται με τα ναρκωτικά. Τα τελευταία χρόνια, η σοσιαλίστρια Σαμία Σαλί, έχει ζητήσει να αναπτυχθούν στρατιώτες στη Μασσαλία, αίτημα που συμμερίζονται διάφοροι βουλευτές της πόλης. Λίγο πιο ανατολικά, στην Κυανή Ακτή, ήταν ο δήμος της Νίκαιας που θα ήθελε τις ενισχύσεις του στρατού για την αντιμετώπιση της βίας που πορκαλούν οι διακινητές ναρκωτικών.

Ειδικευμένο στην καταπολέμηση της νομικής παραπληροφόρησης, το μέσο ενημέρωσης Les Surligneurs, επεσήμανε το 2022 ότι «οι δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας είναι αυτές που πραγματοποιούν συλλήψεις και έρευνες στη γαλλική επικράτεια. Ο στρατός, από την πλευρά του, δεν έχει κανένα θεσμικό ρόλο σε αυτά τα θέματα».

Ωστόσο, η κατάσταση πολιορκίας, που προβλέπεται στο άρθρο 36 του Συντάγματος, μεταβιβάζει αστυνομικές αρμοδιότητες στις στρατιωτικές αρχές, αλλά έχει σχεδιαστεί να ενεργοποιείται μόνο «σε περίπτωση άμεσου κινδύνου που προκύπτει από πόλεμο ή ένοπλη εξέγερση». Αν και οι στρατιώτες εκτελούν μερικές φορές αποστολές ασφαλείας -στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής επιχείρησης Sentinelle, για παράδειγμα- ο στρατός πρέπει πρώτα να λάβει «εντολή επίταξης από τις γαλλικές αρχές», σημειώνει το Les Surligneurs. Ομοίως, «στη Γαλλική Γουιάνα, η χωροφυλακή και ο στρατός συνεργάζονται για την καταπολέμηση της παράνομης εξόρυξης χρυσού». Αυτές οι αποστολές δεν ανοίγουν, ωστόσο, την πόρτα στην ευρεία χρήση στρατιωτών σε ευαίσθητες γειτονιές όπου η διακίνηση ναρκωτικών αποτελεί σαφή κίνδυνο.

Επί της αρχής, ο στρατός υποτίθεται ότι πρέπει να επεμβαίνει μόνο «εάν οι αρχές ασφαλείας είναι εξαντλημένες», βάσει ενός κανόνα γνωστού ως «4 Ι». Μια υπουργική οδηγία με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 2017 διευκρινίζει ότι «μπορεί να γίνει προσφυγή στις ένοπλες δυνάμεις όταν οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων δεν είναι διαθέσιμοι, ακατάλληλοι, ανύπαρκτοι ή ανεπαρκείς».

Επομένως, για να δικαιολογηθεί η αποστολή του στρατού σε επικίνδυνες γειτονιές, θα πρέπει να προσκομιστούν αποδείξεις ότι η αστυνομία δεν είναι σε θέση να αποκαταστήσει η ίδια την τάξη. Εκ πρώτης όψεως, επομένως, πρόκειται για ένα λεπτό ζήτημα, αλλά οι νομικοί επισημαίνουν ότι μια υπουργική οδηγία «είναι μια πράξη που είναι πολύ εύκολο να ανατραπεί». Δεν θα ήταν αδιανόητο ένας νόμος να δημιουργήσει μικτές ταξιαρχίες αστυνομίας και στρατού.

Επιφυλακτικότητα εκ μέρους του γενικού επιτελείου στρατού

Στις τάξεις του γαλλικού στρατού εκφράζονται επιφυλάξεις όταν τίθεται η ιδέα στρατιώτες να επεμβαίνουν στις πόλεις για να αποκαταστήσουν την τάξη. Πριν από μερικά χρόνια, για παράδειγμα, ο εθνικιστής Ερίκ Ζεμούρ, ισχυρίστηκε ότι ήταν στα σκαριά η «Επιχείρηση Ronces», με σκοπό να ανατεθεί στον στρατό το καθήκον να επεμβαίνει σε ευαίσθητες γειτονιές σε περίπτωση ταραχών ή σοβαρών βιαιοτήτων.

Ερωτηθείς από τη Libération, το γενικό επιτελείο των ενόπλων δυνάμεων χαρακτήρισε το υποτιθέμενο αυτό σχέδιο ως «φαντασίωση», προσθέτοντας ότι «οι ένοπλες δυνάμεις δεν προορίζονται να εμπλακούν σε επιχειρήσεις για τη διατήρηση της τάξης που περιλαμβάνουν τον έλεγχο ή τη διάλυση διαδηλώσεων, πλήθους ή ταραχών σε δημόσιους δρόμους και μπορούν να επέμβουν μόνο ως έσχατη λύση, κατόπιν απόφασης των κυβερνητικών αρχών».

Εγινε επίσης αναφορά στις αρχές της υπουργικής οδηγίας της 14ης Νοεμβρίου 2017, ένα κείμενο που «δεν προορίζεται να αποτελέσει πλαίσιο για στρατιωτική επέμβαση στα προάστια, αλλά μάλλον για επιχειρήσεις όπως η Héphaïstos (κατά των δασικών πυρκαγιών), η Résilience (για την αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid) ή κατά τη διάρκεια των πλημμυρών στην κοιλάδα της Roya».

πηγή