Του Παναγιώτη Παύλου

 

Φαίνεται ότι μοίρα του Έλληνα δεν είναι μόνον η μνήμη των κοσμοϊστορικών γεγονότων που σχετίζονται με την αποτίναξη πέντε αιώνων τουρκικού ζυγού, αλλά και η επανάληψή τους κατά την αναλογία της περίφημης Θουκυδίδειας σπειροειδούς ελίξεως της ιστορίας.

Ήδη, πλέον, το μακρινό Ιωβηλαίο έτος εορτασμών των 200 ετών απ᾽ όταν ξεκίνησε ο Αγώνας για την Λευτεριά των Ελλήνων, των Ρωμηών, των πολιτών δηλαδή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που κατέληξε σε απελευθέρωση τμήματος των κατακτημένων από τους Οθωμανούς εδαφών, αποτελεί μνήμη όχι απλώς άκρως ενδιαφέρουσα αλλά και κρίσιμη. Όχι τόσο λόγω των καθ᾽ αυτών εορτασμών για την Επανάσταση του 1821 και τα ευτράπελα που τους είχαν συνοδεύσει, αλλά διότι διανύουμε πλέον, ημέρες κρίσιμες στην ιστορία του Ελληνισμού, όπως αποδεικνύεται από δυό συγκλίνοντα και αλληλοτροφοδοτούμενα στοιχεία.

Το πρώτο, αφορά στην αντίληψη που προωθήθηκε συστηματικά από κύκλους περί την κυβέρνηση με ευρεία απήχηση και εντός αυτής, του τί είναι το 1821, τί ακριβώς συνέβη τότε, και τί σημαίνει αυτό για τους Έλληνες και τη σημερινή Ελλάδα. Η κυβερνητική θεώρηση, που εκφράζει ακόμη ικανή μερίδα του ελλαδικού πολιτικού και ιδεολογικού κατεστημένου, της Επανάστασης του 1821, αντικατοπτρίστηκε αφενός στην τοποθέτηση του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη, στις 30 Ιανουαρίου 2020, περί της Ελλάδος ως «μιας μικρής οθωμανικής επαρχίας», και αφετέρου, όπως όλοι θυμόμαστε, στην αποτυχημένη πορεία της Επιτροπής Greece2021 με επικεφαλής την άλλοτε διοργανώτρια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, Γιάννα Αγγελοπούλου.

Ποιος μπορεί να λησμονήσει τη συστηματική, αν και όχι πάντοτε ρητή, χρήση της Επιτροπής εκείνης ως μέσον όχι μόνον για την προώθηση μιας ορισμένης, ως επί το πλείστον ανυπόστατης, φιλελεύθερης, ταξικής θεώρησης της Επανάστασης, και τη σύνδεσή της με την «ενδοοικογενειακή» αγγλοσαξονική σύγκρουση που έλαβε χώρα στην Αμερική του 18ου αιώνα, αλλά και για την επιβολή μιας νέας κανονικότητας στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας;

Η χλεύη του απειράριθμου πλήθους των Αγωνιστών του 1821, για τους οποίους ο υπέρ πάντων Αγών και η προσωπική τους θυσία είχαν σαφές και μοναδικό κίνητρο «του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδος την Ελευθερία», αλλά και η μεθοδευμένη (παρ)ερμηνεία του εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα ως Φιλελεύθερης Επανάστασης, ερμηνεία για την οποία η Επιτροπή είχε στρατεύσει στρατιά εγχώριων και αγγλοσαξόνων ιδεοληπτικών καλοθελητών, ενώ παράλληλα η ίδια είχε γίνει ψυχοπαίδι της εν Ελλάδι Πρεσβείας της υπερδύναμης, συνέθεσαν το πρελούδιο του αδυσώπητου βομβαρδισμού της ελληνικής κοινής γνώμης με ασύμμετρα όπλα κατευνασμού, ενδοτισμού, αλλά και το πάγιο μέχρι σήμερα ψευτοδίλημμα «υποχώρηση και υποταγή, ή πόλεμος».

Αυτά μας φέρουν στο δεύτερο στοιχείο, την ύπουλη ρητορική που έχει υιοθετηθεί από κεντρικούς πυλώνες της παρούσας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, ρητορική που στηρίζεται σε ένα καινοφανές είδος δημιουργικής ασάφειας. Κύριο χαρακτηριστικό της ασάφειας αυτής είναι η κυβερνητική πολυφωνία, ή μάλλον παραφωνία, αναφορικά με τον περίφημο ελληνοτουρκικό διάλογο. Ο οποίος, προς μεγάλη τέρψη και ικανοποίηση της Γερμανίας και άλλων συμμάχων μας, έχει οδηγήσει σε νέα εποχή «ήρεμων νερών», με κόστος όμως που ήδη πληρώνουμε. Αυτή λοιπόν, η δημιουργική ασάφεια βασίστηκε σε μια πολύ απλή συνταγή δύο συστατικών:

Αφενός το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών διετράνωνε παγίως και μονίμως προς πάσα κατεύθυνση – δια στόματος, μέχρι πέρυσι, του Νίκου Δένδια, και πλέον του Γιώργου Γεραπετρίτη – ότι το μόνο ζήτημα που η Ελλάδα προτίθεται να συζητήσει με την Τουρκία, εφόσον αυτή εγκαταλείψει τις μονομερείς και αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο ενέργειες επιβουλής και de facto αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και της ίδιας της κυριαρχίας της Ελλάδος, είναι η Υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Αφετέρου, την ήδη από τον Αύγουστο του 2020 αλλαγή ρητορικής του Πρωθυπουργού, ο οποίος ρητά επισημαίνει ότι το μήλον της έριδος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος δεν είναι άλλο από τις «θαλάσσιες ζώνες».

Η στοιχειώδης, ωστόσο, γνώση της ορολογίας ήγειρε από τότε μείζονα ερωτήματα αναφορικά με τη συνοχή των θέσεων που προβάλλονται από την κυβέρνηση, καθώς ο όρος «θαλάσσιες ζώνες» αφορά (τουλάχιστον) τέσσερα, και ουχί δύο, τινά: την Αιγιαλίτιδα ζώνη, τη Συνορεύουσα ζώνη, την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. [Για μια εξοικείωση με τις έννοιες αυτές, παραπέμπω τον αναγνώστη στην εξαιρετική έκδοση της Καθημερινής, από το 2020, για τις Τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, που είχε επιμεληθεί ο Άγγελος Συρίγος, ο οποίος εκεί παρέχει τον ακόλουθο ορισμό: «Χωρικά ύδατα (ή χωρική θάλασσα ή αιγιαλίτιδα ζώνη) είναι μια θαλάσσια ζώνη η οποία εκτείνεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, έως 12 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσεως που βρίσκονται στην ακτογραμμή (ΔΘΣ, άρθρο 3)», (έκδοση Καθημερινής, σελ. 11)].

Εδώ αρχίζει και το πρόβλημα. Θα θυμούνται οι αναγνώστες ότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Δένδιας πολυμερώς και πολυτρόπως επέμενε να διευκρινίζει διαρκώς ότι τα χωρικά ύδατα επ᾽ ουδενί τελούν υπό διαπραγμάτευση με την Τουρκία, καθώς είναι ζήτημα εθνικής κυριαρχίας που η Ελλάδα διαχειρίζεται αποκλειστικά μονομερώς βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Ενώ και η πρώην Υπουργός Εξωτερικών Μπακογιάννη είχε κάποια στιγμή δηλώσει ότι η όποια συζήτηση με την Τουρκία αφορά μόνον υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Εφόσον, ωστόσο, στις θαλάσσιες ζώνες ανήκει και η αιγιαλίτιδα ζώνη, η οποία ταυτίζεται με τα χωρικά ύδατα και δύναται να εκτείνεται (με μονομερή άσκηση δικαιώματος εθνικής κυριαρχίας) μέχρι και 12 ν. μίλια από τις ακτές, ήταν αδύνατον, ήδη από το 2021 – και πολλώ μάλλον σήμερα, μετά τα επεισόδια της Κάσου – να πιστέψει κανείς τις δηλώσεις των πρώην ΥΠΕΞ Μπακογιάννη και Δένδια, καθώς και του νυν ΥΠΕΞ Γεραπετρίτη.

Επιπλέον, το γεγονός ότι η κυβέρνηση προέβη σε μερική επέκταση των Εθνικών Χωρικών Υδάτων στα 12 ν. μίλια μόνο στο Ιόνιο (ούτε καν στην Κρήτη και το κεντρικό Αιγαίο), μοιραία, λογικά και αβίαστα, η ελληνική κοινή γνώμη έχει οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο λόγος της μη επέκτασης των ΕΧΥ σε όλη την ελληνική επικράτεια οφείλεται σε αυτό που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός εμμέσως έχει ομολογήσει: ότι δηλαδή τα ΕΧΥ, ως τμήμα των θαλασσίων ζωνών, είναι αντικείμενο συζήτησης με την Τουρκία…

Η συγκλονιστική αυτή διαπίστωση, αποδείχθηκε, δυστυχώς, ευθυγραμμισμένη με τις πολλαπλές, ως κεφαλές άλλης Λερναίας Ύδρας, «αντιμαξιμαλιστικές», κατ᾽ ουσίαν όμως μειοδοτικές δηλώσεις κατευνασμού με τις οποίες πρωτοκλασάτα στελέχη του ΕΛΙΑΜΕΠ βομβαρδίζουν διαρκώς την κοινή γνώμη – με αποκορύφωμα τις ανεκδιήγητες θέσεις Γαβουνέλη – επιχειρώντας να οδηγήσουν τη χώρα σε οδυνηρές καταστάσεις ακρωτηριασμού, με όπλο, μεταξύ άλλων το ψευτοδίλημμα «συμβιβασμός ή πόλεμος;». Δεν θα επεκταθούμε εδώ στα έργα και ημέρες του ΕΛΙΑΜΕΠ. Εξάλλου, νομίζω είναι πλέον σαφές σε όλους τί και ποιόν εξυπηρετεί αυτή η «δεξαμενή σκέψης». Θα επισημάνω μόνον ορισμένες από τις παραμέτρους εκείνες που εφόσον δεν εξαλειφθούν πάραυτα, θα οδηγήσουν σύντομα την Ελλάδα και τον Ελληνισμό σε πολύ τραγικές καταστάσεις.

Πυρήνας της φοβικής επιχειρηματολογίας που τα στελέχη αυτού του ιδιαίτερου «μη κυβερνητικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού» επαναλαμβάνουν ως μόνιμη επωδό, είναι ο μεγάλος κίνδυνος που προκαλεί η επέκταση της Ελλάδος στα 12 ν. μίλια στο Αιγαίο. Το γεγονός δε, ότι οι υπέρμαχοι της προσφυγής στη Χάγη είναι ταυτόχρονα και πολέμιοι της άμεσης επέκτασης των χωρικών υδάτων (για να μην αναφέρω και υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν, της ΔΔΟ στην Κύπρο, και εσχάτως και της αναγνώρισης του ψευδοκράτους) συνιστά τη συγκλονιστικότερη επαλήθευση του πνεύματος κατευνασμού και εθνικής μειοδοσίας που εμφορεί τους ανθρώπους του ΕΛΙΑΜΕΠ. Γι᾽ αυτούς, το δικαίωμα αποφασιστικής άρνησης εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας και η με οποιοδήποτε τίμημα αποτροπή κάθε θεληματικής συγκατάβασης στον ακρωτηριασμό της χώρας, των εδαφών και της ιστορίας της, θεωρείται πατριδοκαπηλία και χαρακτηρίζεται ως ακραία εθνικιστική ρητορική. Ως επισείοντες την «επικινδυνότητα» της ελληνικής «αδιαλλαξίας» στα ελληνοτουρκικά, άλλωστε, είναι αυτοί που εκβίαζαν την Προεδρία Τάσου Παπαδόπουλου πιέζοντας για λύση του Κυπριακού ως προϋπόθεση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και για το Σχέδιο Ανάν. Ωστόσο, και η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ και το σχέδιο Ανάν κατέρρευσε και η Κυπριακή Δημοκρατία υφίσταται ακόμη.

Οι κομισάριοι του ΕΛΙΑΜΕΠ ευαγγελίζονται όχι απλώς διάλογο με την Τουρκία, αντί αποτροπής, αλλά και μπαχτσίσια προς τη γείτονα, όπως η περιορισμένη, έως μηδαμινή, επέκταση των χωρικών υδάτων μας στο Αιγαίο. Αντιλαμβάνονται κάθε άλλη επιλογή πέραν του επώδυνου συμβιβασμού ως φέρουσα τεράστιο οικονομικό κόστος. Κι ενώ είναι γεγονός ότι ένας πόλεμος είναι παγίως λύση απευκταία, μετέρχονται το επιχείρημα του «μεγάλου οικονομικού κόστους», ωσάν να έπαψε εξαίφνης να ισχύει γι’ αυτούς το αξίωμα si vis pacem para bellum.

Ισχυρίζονται ότι δεν τους είναι σαφές τί επιδιώκουν οι Τούρκοι. Μολονότι αυτό το γνωρίζει καλά και ο τελευταίος Έλληνας πολίτης, για τους φωστήρες του ΕΛΙΑΜΕΠ το ερώτημα αυτό είναι όχι μόνο «θεμελιακό» αλλά και «βασανιστικό», αφού «ουδείς μπορεί να απαντήσει με απόλυτη βεβαιότητα». Η ψευδολογία τους είναι τόσο καταφανής που εύλογα πλέον αμφιβάλλει κανείς για το ειδικό επιστημονικό βάρος τους και τη γνωστική επάρκειά τους. Είναι απορίας άξιο πώς είναι δυνατόν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, επί Υπουργίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης του Άδωνη Γεωργιάδη, να έχει εντάξει ένα τέτοιο ΕΛΙΑΜΕΠ στους δικαιούχους χρηματοδοτήσεων ακαδημαϊκής έρευνας…

Τα χειρότερα όμως έπονται. Οι άνθρωποι αυτοί διαστρέφουν τον εγκληματικό, απάνθρωπο, δολοφονικό ρόλο σφαγέα του τουρκικού κράτους στον 20ο αιώνα, που οδήγησε σε τραγική συρρίκνωση του Ελληνισμού, χαρακτηρίζοντας τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 ως δυό από τις τρεις – μαζί με την γκριζοποίηση των Ιμίων!  «πλέον εμβληματικές στιγμές κρίσης» στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας!

Πραγματικά απορεί κάποιος, πώς αυτοί οι άνθρωποι στέκουν καλά στα μυαλά τους, όταν μάλιστα, επισημαίνουν ανερυθρίαστα ότι μετά και τις τρεις ανωτέρω «περιπτώσεις» ακολούθησαν «οι πλέον φιλόδοξες, τολμηρές, και πρωτότυπες προτάσεις για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών». Αναρωτιέται εύλογα κανείς, αν οι άνθρωποι του ΕΛΙΑΜΕΠ αντιλαμβάνονται τί σημαίνει μνήμη εκατοντάδων χιλιάδων σφαγιασμένων, εκδιωχθέντων, βιασθέντων, αγνοουμένων Ελλήνων.

Υποκρίνονται, ότι θέλουν να δοκιμάσουν εάν οι Τούρκοι πράγματι εννοούν την εξεύρεση λύσης μέσω του διαλόγου, ενώ ταυτόχρονα, και αποδεδειγμένα πλέον, εμπλέκονται ενεργά σε επικίνδυνες μυστικές συνεννοήσεις με την τουρκική πλευρά, οι οποίες επιδεινώνουν τη διπλωματική θέση της χώρας μας έναντι της γείτονος. Ονομάζουν την επέκταση στα 12 ν. μίλια «θεωρητικό δικαίωμα» που είναι όμοιο με ένα «…σακί πατάτες» και επικρίνουν την πλειοψηφία των Ελλήνων που «προτιμούν ένα θεωρητικό δικαίωμα το οποίο δεν εφαρμόζεται», όταν οι ίδιοι φροντίζουν να παραμένει αυτό το δικαίωμα «θεωρητικό» και «ανεφάρμοστο», καθώς είναι αυτοί ακριβώς που υπογείως, με δόλο και ιδιοτέλεια, πιέζουν και καθοδηγούν την ελληνική κυβέρνηση να παραπέμπει διαρκώς την άσκηση εθνικής κυριαρχίας στις …ελληνικές καλένδες.

Μεταχειρίζονται στα εργαλεία για την αίσια έκβαση αυτής της ύπουλης μεθόδου τους όχι μόνον το casus belli της Τουρκίας, αλλά και το ότι, δήθεν, οι μεγάλες δυνάμεις είναι ενάντιες στα 12 ν. μίλια της Ελλάδος στο Αιγαίο. Κι αν στο πρώτο τούς έχει ήδη διαψεύσει το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο με παλαιότερη επίσημη σχετική ανακοίνωσή του έχει υιοθετήσει πλέον ουδέτερη γλώσσα επικαλούμενο γενικώς τις ανάγκες της τουρκικής ναυτιλίας (λες και η Ελλάδα θα παρεμποδίσει ποτέ οιονδήποτε νόμιμο πλού, τη στιγμή μάλιστα που τα Δαρδανέλια και τα Στενά του Βοσπόρου είναι κλειστή τουρκική θάλασσα), η δεύτερη επίκλησή τους συνιστά κυνική ομολογία υποτέλειας, εκχώρησης εθνικής αυτεξουσιότητας, και δουλική υποταγή σε εγχώριους και εξωχώριους εντολοδότες.

Οποίος αδιανόητος εξευτελισμός! Έλληνες ακαδημαϊκοί δάσκαλοι σε ελληνικά πανεπιστήμια, και σύμβουλοι στο Υπουργείο Εξωτερικών και το Μέγαρο Μαξίμου, να πιέζουν τον Πρωθυπουργό να θέσει σε εφαρμογή την έτοιμη (και από αυτούς) λίστα εθνικών παραχωρήσεων. Παραχωρήσεις που ουδεμία σχέση έχουν με την ούτως ή άλλως τραγική εκχώρηση ονόματος και ιστορία στους σκοπιανούς: αυτή τη φορά πρόκειται περί εδαφικού ακρωτηριασμού της Ελλάδος.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουν την ειλικρίνεια να ομολογούν τον φόβο τους: ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού αλλά και μεγάλη μερίδα της κυβέρνησης δεν συμμερίζονται την άποψη του Πρωθυπουργού ότι «αν δεν αναγνωρίζαμε ότι κάποια δικαιώματα έχει και η Τουρκία, δεν θα προσερχόμασταν σε διάλογο», την οποία οι ίδιοι θεωρούν πολύ σωστή! Ομολογούν δηλαδή, ότι όταν ο Πρωθυπουργός βάζει πλώρη για διάλογο με την Τουρκία, έχει κατά νου τα δίκαια της Τουρκίας μάλλον παρά το εθνικό συμφέρον του λαού που τον εξέλεξε και της χώρας της οποίας ηγείται. Δεν αφήνουν, μάλιστα, κανένα περιθώριο ψευδαισθήσεων όταν επισημαίνουν ότι «η συζήτηση περί θαλάσσιων ζωνών αναπόφευκτα οδηγεί και σε συζήτηση περί χωρικών υδάτων».

Άραγε, τί περιμένει ο κύριος Μητσοτάκης για να απομακρύνει από το περιβάλλον του αυτές τις λοιμώδεις εστίες μειοδοσίας, κατευνασμού και υποταγής στην Τουρκία; Αντιλαμβάνεται ότι με το να τις συντηρεί στον άμεσο περίγυρό του, αρρωσταίνει και ο ίδιος και κινδυνεύει πλέον να μην μπορεί να τον προστατέψει καμμία «λίστα Πέτσα» ενώπιον του ελληνικού λαού ο οποίος τον εξέλεξε για να διαφυλάξει την εθνική κυριαρχία της χώρας; Ή μήπως, αγνοεί παντελώς και ανεπίτρεπτα, ότι «η αντίθεση στον κατευνασμό διευκολύνει την κυβέρνησή του να αντισταθεί σε πιέσεις και να απεμπλακεί από συζητήσεις που δεν θέλει να κάνει», όπως προσφυώς επεσήμανε προ ολίγων ετών εις εκ των ευφυέστερων εκπροσώπων της σύγχρονης ελληνικής δημοσιογραφίας;

Αν πράγματι ο Πρωθυπουργός δεν θέλει να καταστεί τραγικά και εγκληματικά υπαίτιος, ταυτίζοντας το όνομά του με την τραγωδία του Ελληνισμού στον 21ο αιώνα, οφείλει να πράξει αυτό που ο ελληνικός λαός, οι απλοί Έλληνες πολίτες, προσδοκά από τον ίδιο. Που δεν είναι άλλο από τα τελευταία λόγια του «ατρόμητου, γενναίου και ακέραιου δημοκράτη» όπως ο ίδιος χαρακτήρισε προ ετών τον εκλιπόντα, Σήφη Βαλυράκη:

«Ο διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας για τον ορισμό των οικονομικών ζωνών, μπορεί να είναι ανεκτά ασφαλής για τα εθνικά συμφέροντα, μόνον αφού η Ελλάδα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, σε όλο το μήκος της εθνικής ακτογραμμής, ευθυγραμμίσει στο ίδιο εύρος τον εναέριο εθνικό της χώρο και καθορίσει με διμερή συμφωνία την ΑΟΖ Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας».

πηγή