Του Παντελή Σαββίδη
Το Βήμα σε συνεργασία με άλλους φορείς πραγματοποίησαν ένα συνέδριο για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης και παραβρέθηκαν όλα τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν και σήμερα ενεργό ρόλο – όσα φυσικά βρίσκονται εν ζωή. Το συμπέρασμα το συνόψισε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο ο Ευάγγελος Βενιζέλος. «Μακροσκοπικά η εξωτερική πολιτική είναι ένα success story» είπε.
Η Μεταπολίτευση αναδύθηκε από τα συντρίμμια της προδοσίας της Κύπρου από τη δικτατορία. Μιας προδοσίας που ήταν το αποτέλεσμα λανθασμένων επιλογών και ενός ακραία διχαστικού κλίματος που δημιούργησε ο Εμφύλιος, παρά το γεγονός ότι οι νικητές του επικράτησαν κατά κράτος και ήταν μόνοι τους. Το στρατιωτικό κατεστημένο της εποχής που σήκωσε το βάρος του Εμφυλίου δεν μπορούσε να ανεχθεί τη σταδιακή υποκατάστασή του από τους πολιτικούς και με τη δικτατορία έβγαλε τον επιθανάτιο ρόγχο του. Πήρε μαζί του και μεγάλο μέρος της Κύπρου.
Ωστόσο, οι ρίζες της Μεταπολίτευσης βρίσκονται στην προδικτατορική περίοδο. Η δεκαετία του 1960 εγγράφηκε στο πολιτικό υποσυνείδητο των δύο κυριότερων πρωταγωνιστών του, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος θεωρεί ότι οι δυο αυτοί πολιτικοί καθόρισαν την εξωτερική πολιτική της χώρας μετά το 1974, και αυτό είναι σωστό. Οι επόμενοι τους ακολούθησαν.
Το θετικό του νέου καθορισμού ήταν η σύγκλιση όλων των κομμάτων στον προσδιορισμό του εθνικού συμφέροντος. Η Ελλάδα έχει μία μόνο διαφορά με την Τουρκία, τον καθορισμό των υφαλοκρηπίδας (τότε) και η διαφορά αυτή είναι νομική. Θα την λύσει με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Πενήντα χρόνια μετά απομένει να δούμε αν η εξέλιξη αυτής της διαφοράς αποτελεί ένα success story. Μετά από άπειρες επαφές και πολλούς γύρους διερευνητικών συνομιλιών, επί Κυριάκου Μητσοτάκη διαπιστώθηκε πως οι συνομιλίες δεν απέδωσαν και θα πρέπει να αναβαθμιστούν σε διάλογο πολιτικού επιπέδου.
Η κατάληξη είναι γνωστή. Ο Κοτζιάς εγκάλεσε στην ίδια εκδήλωση τον υπουργό εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη, ότι κάνει κινήσεις που προδίδουν την απειρία του. Ο Σαμαράς καταγγέλλει το πρώην κόμμα του και τον πρωθυπουργό ότι ακολουθεί λανθασμένη εξωτερική πολιτική. Το ίδιο και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Και όλα αυτά εν μέσω πιέσεων της Τουρκίας και επιμονής της στην υλοποίηση της «Γαλάζιας Πατρίδας», που σημαίνει έλεγχο του μισού Αιγαίου και επίμονη προσπάθεια ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου.
Σε ένα ενδιαφέρον βιβλίο του για τον Ερντογάν, ο Μιχάλης Ψύλος αναφέρεται στην τρίτη γέφυρα του Βοσπόρου, την εντυπωσιακή γέφυρα που ο Τούρκος πρόεδρος της έδωσε το όνομα του Σελίμ. Ο Σελίμ είναι ο σουλτάνος που με τις κατακτήσεις του έκανε την Τουρκία παγκόσμια δύναμη. Από το 1517 ως το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η Τουρκία διατήρησε τα εδάφη που είχε εκείνος κατακτήσει. Θέλει να του μοιάσει. Στην Ελλάδα δεν θέλουν να λάβουν σοβαρά υπόψη την επιμονή αυτή.
Μετά τον Εμφύλιο ο στρατός εντάχθηκε στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ και όλος ο προσανατολισμός του ήταν ΝΑΤΟϊκός. Εξοπλισμοί αγοράστηκαν αλλά την κρίσιμη στιγμή δεν χρησιμοποιήθηκαν, προφανώς κατόπιν αμερικανικών εντολών στην ηγεσία του στρατεύματος, παρά τους βρυχηθμούς του Ιωαννίδη. Το 1940 ήταν η τελευταία αναλαμπή του. Μετά τον Εμφύλιο αρχίζουν οι υποχωρήσεις. Το έδαφος προετοιμάστηκε και το 1974 είχαμε την απώλεια κυπριακής επικράτειας. Το 1996 είχαμε και απώλεια ελληνικού εδάφους, και πάλι αμαχητί.
Το επιχείρημα που ακούγεται ως επωδός της συνεχιζόμενης τραγωδίας είναι: «Τι θέλετε να κάνουμε, πόλεμο»; Βεβαίως κανείς δεν θέλει πόλεμο, αλλά η αποφυγή του δεν γίνεται μόνο με παράδοση.
Ο Καραμανλής έδειξε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα εθνικά θέματα. Στο Κυπριακό τον κατατρύχει η γνωστή δήλωση «Η Κύπρος είναι μακριά». Στο Μακεδονικό έκλαψε για το όνομα αλλά ήταν επί δικής του πρωθυπουργίας, το 1977, που η γλώσσα χαρακτηρίσθηκε μακεδονική, και μάλιστα σε σύνοδο στην Αθήνα.
Το 1976 δέχθηκε να μην γίνονται έρευνες έξω από τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας υπογράφοντας τη Σύμβαση της Βέρνης, την ισχύ της οποίας σήμερα δεν δέχεται η Ελλάδα, αλλά η Τουρκία την παρουσιάζει σε κάθε ευκαιρία. Επεδίωξε να πάει το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο, όμως η Τουρκία υπαναχώρησε και η Ελλάδα προσέφυγε μόνη στη Χάγη.
Ο Παπανδρέου οδήγησε την Ελλάδα στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία το 1987 και η γειτονική χώρα υποχώρησε στο πεδίο, όπως μας λένε. Λίγους μήνες αργότερα όμως συναντήθηκε με τον Οζάλ στο Νταβός και τέθηκαν για πρώτη φορά επισήμως επί τάπητος οι τουρκικές αξιώσεις. Το mea culpa δεν τον αθωώνει.
Ο Σημίτης δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τα Ίμια και το ότι φθάσαμε ως εκεί δείχνει αδυναμία εξωτερικής πολιτικής, όχι success story. Ήταν η πρώτη φορά που η χώρα απώλεσε εθνικό έδαφος. Πέρασε ως business as usual. Στη Μαδρίτη αναγνώρισε ζωτικό χώρο της Τουρκίας στο Αιγαίο, και στο Ελσίνκι –παρά το γεγονός ότι πέτυχε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ– υπέγραψε ένα προβληματικό κείμενο για τα θαλάσσια σύνορα. Το άλλαξε αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, Πέτρος Μολυβιάτης.
Ο Καραμανλής επιχείρησε ανοίγματα στη Ρωσία για φυσικό αέριο, αλλά οι Αμερικανοί τον «μάζεψαν» καουμπόικα.
Τσίπρας και Κοτζιάς υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών παραχωρώντας εθνότητα και γλώσσα στη γειτονική χώρα έναντι μια σύνθετης ονομασίας αμφιβόλου ισχύος στην πράξη. Θέλουν και την εφαρμόζουν, μας έχουν πει.
Το Κυπριακό έχει τεθεί σήμερα στο ράφι για την προώθηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως μας λένε. Μόνο που τέτοια φιλία δεν μπορεί να υπάρξει. Η Τουρκία θέλει να δορυφοροποιήσει την Ελλάδα. Θα δεχθεί έναν τέτοιο ρόλο η Αθήνα;
Στην Αλβανία η μειονότητα έχει εγκαταλειφθεί.
Η μόνη επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια –και αυτή οφείλεται στον Γιάννο Κρανιδιώτη, όπως όλοι συμφωνούν–, ήταν η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό είναι το success story;
Ενώ η Τουρκία είναι παρούσα σε κάθε σημείο του ορίζοντα, η Ελλάδα λείπει από τις δύο ζωτικές περιοχές που έχει και συμφέροντα και ιστορική παρουσία. Τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Επιτυχής εξωτερική πολιτική δεν είναι δυνατή με την υποβάθμιση του διπλωματικού σώματος σε υπαλλήλους και την κατάργηση Διευθύνσεων στο ΥΠΕΞ που είναι απολύτως αναγκαίες. Αλλά περί αυτών θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.