Του Σταύρου Τσιέπα

Η πρωτοβουλία μας, ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ “Οι Απ’ Έδω”, στις 8 Δεκεμβρίου το πρωί, διοργάνωσε εκδήλωση σε συνεργασία με την Ένωση των Απανταχού Πολυτσανιτών Πωγωνίου, με θέμα “Η καταγωγή των Βλάχων και η ξένη προπαγάνδα εναντίον τους. Ομιλητές ήταν ο Σταύρος Τσιέπας, Πρέσβης επί Τιμή και Διευθύνων του Προξενικού Γραφείου Τιράνων με βλάχικη καταγωγή και η Ευαγγελία Αναστασίου, Απόφοιτος Πανεπιστημίου Σορβόννης – Paris IV, Ερευνήτρια στον τομέα Ιστορίας και εδώ και 25 χρόνια λόγω της δίγλωσσης καταγωγής της, του Βλάχικου Ζητήματος. Στη ζεστή αίθουσα της Ένωσης των Πολυτσανιτών, συναντηθήκαμε και γνωριστήκαμε κι ακούσαμε τις εξαιρετικές εισηγήσεις των ομιλητών μας.

Παραθέτουμε περιλήψεις από τις πολύ σημαντικές και τεκμηριωμένες ανακοινώσεις τους και τους ευχαριστούμε.

Πρωτοβουλία ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ «Οι Απ’ έδω» για τα δικαιώματα του ιστορικού και γηγενούς Ηπειρωτικού Ελληνισμού στην Αλβανία.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΒΛΑΧΟΦΩΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΙΚΑ

Οι Βλάχοι δεν είναι κάποια χωριστή “φυλή”, αλλά ένας ακόμη δραστήριος και δημιουργικός ελληνικός ορεσίβιος πληθυσμός, στην περιοχή της Βορειοδυτικής Ελλάδος, της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Σύμφωνα με γλωσσολογικές έρευνες λόγω της ύπαρξης στο βλάχικο ιδίωμα «αρχαίων ελληνικών δομικών στοιχείων π.χ. του απλού και του τελελεσμένου μέλλοντος, και των δυνητικών εγκλίσεων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας τα οποία δεν δανείζονται», τεκμηριώνεται ότι οι χρήστες του ιδιώματος αυτού είναι ελληνικής καταγωγής, (Λαζάρου, Georgiev)«έχοντας ελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα και λατινικό επίστρωμα».

Λόγω της ρωμαιοκρατίας, σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Βορειοδυτικής Ελλάδος, ιδιαίτερα κατά μήκος της Εγνατίας Οδού, υπέστη μερικό γλωσσικό εκλατινισμό, ενώ αμέτρητες αρχαίες ελληνικές λέξεις διατηρήθηκαν και ανακατεύτηκαν με τα λατινικά. Έτσι αποδεικνύεται σήμερα ότι τα “βλάχικα” προέρχονται από το «ανακάτεμα» της πρώιμης λαϊκής λατινικής στον ελλαδικό χώρο με τα ελληνικά και δεν έχουν «ιεραχική» σχέση με τα ρουμάνικα (που έχουν δάκικο υπόστρωμα και λατινικό επίστρωμα) ή άλλο κλάδο της λατινικής στον χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί αυτοί, ουσιαστικά ήσαν δίγλωσσοι (ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι, μετέπειτα βλαχόφωνοι) και υπήρξαν σημαντικοί πυλώνες υποστήριξης της Κεντρικής Εξουσίας στο Βυζάντιο. Έχουν ευρεθεί μικρές ιστορικές αναφορές για την ύπαρξή τους, συνήθως σε συνάρτηση με συμφέροντα διαφόρων κέντρων εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθειών γειτονικών πληθυσμών, όπως οι Βούλγαροι, να επιβληθούν στην βυζαντινή εξουσία. Οι ίδιοι διατηρούσαν βλαχοφωνία σε προφορικό επίπεδο και χρησιμοποιούσαν τα ελληνικά στον γραπτό τους λόγο. Όταν γράφανε λίγα βλάχικα το έκαναν πάντα με ελληνικούς χαρακτήρες, όντας επίσης χριστιανοί ορθόδοξοι. Αυτοχαρακτηρίζονταν ως “αρουμούνι” ή “ριμένι”. Ο όρος Κουτσόβλαχοι χρησιμοποιήθηκε για μια περίοδο ιδιαίτερα σε συνάρτηση με πολιτικές εξελίξεις, ενώ ο όρος «Βλάχοι» προέρχεται από την γερμανική πλευρά, ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους, που αποκαλούσαν “βλάχους” τους λατινόφωνους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας.

Μεγάλο μέρος των βλαχόφωνων είναι εδραίοι σε γνωστά αστικοποιημένα χωριά όπως το Μέτσοβο, οι Καλαρύτες, κ.ά.. Ο χωριστός κλάδος βλαχόφωνων πληθυσμών, οι Αρβανιτόβλαχοι, Φρασεριώτες, νομάδες/ ημινομάδες, έχουν προέλευση από την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, Κορυτσάς, Φράσαρης (η Νέα Ήπειρος, Εpirus nova και η Παλαιά Ήπειρος, Epirus vetus, των Ρωμαίων κατοικούντο κατά πλειοψηφία από Έλληνες). Οι πληθυσμοί αυτοί είχαν αρχικά τα χειμαδιά τους στην περιοχή των Αγίων Σαράντα και της Μαγνησίας. Μετά όμως την καταστροφή της Μοσχόπολης και της Γράμμουστας, την κατατρόπωση του αποστάτη Αλή Πασά το 1822, την δημιουργία του Ελληνικού κράτους το 1830, την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1880 και τέλος την κατάκτηση της Ηπείρου το 1912, οι κινήσεις των νομαδικών αυτών βλαχόφωνων πληθυσμών που ακολουθούσαν πανάρχαια μονοπάτια στην νομαδικότητα (transhumance) χρειάστηκε να επαναπροσανατολιστούν σε όλη σχεδόν την Ελληνική χερσόνησο.

Πρέπει να τονισθεί ότι τα στοιχεία πολιτισμού των βλαχόφωνων Ελλήνων τα τραγούδια, ο χορός, η κουζίνα και μαγειρική, η ενδυμασία, τα γενικότερα ήθη και έθιμα των τοπικών πληθυσμών που διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα τις τελευταίες εκατονταετίες, αποτελούν τα ήθη και έθιμα του τόπου (Ηπείρου, Ακαρνανίας, Μακεδονίας, Θεσσαλίας) δηλαδή είναι ένα από τα υποσύνολα του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού, όπως οι Κρήτες, οι Κύπριοι, οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Νησιώτες, οι Μικρασιάτες, οι Πόντιοι κ.ά.

Οι βλαχόφωνοι του ελληνικού χώρου σήμερα, και ειδικότερα οι Αρβανιτόβλαχοι, συνέβαλαν ιστορικά σημαντικά στην ολοκλήρωση του νεότερου ελληνισμού, αποτελώντας μέρος της εθνικής συνείδησης του Ελληνισμού από την ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή. Η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ενέδωσε σε προπαγανδιστικές «σειρήνες» που από τα μέσα του 19ου αιώνα και κατά την διάρκεια του 20ου, ακόμη και σήμερα, για εξωγενείς λόγους, προσπαθούν να διασπάσουν την αρραγή πολιτική – πολιτιστική ενότητα του Ελληνισμού. Πρωτοπόροι στην προπαγανδιστική αυτή προσπάθεια υπήρξαν οι Ρουμάνοι, με την υποστήριξη της Αυστρίας και της Καθολικής Εκκλησίας. Αργότερα οι Ιταλοί συμμετείχαν, με αποκορύφωση τραγικά γεγονότα κατά την διάρκεια της τετραπλής κατοχής της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, 1941-44.

*Ευαγγελία Αναστασίου

Η ΞΕΝΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ

Ποιοι είναι οι λεγόμενοι Βλάχοι (με κεφαλαίο Βήτα);

Για την ακρίβεια θα πρέπει να αναφερόμαστε σε βλαχόφωνους πληθυσμούς. Οι αναφερόμενοι ως Βλάχοι στην Νοτιανατολική Ευρώπη είναι Βλαχόφωνοι/λατινόφωνοι πληθυσμοί (Vlachs, Aromounen, Αroumanians), δεν είναι χωριστή φυλή, αλλά εντόπιοι πληθυσμοί στους οποίους απαντώνται τα υπολείμματα της Λατινοφωνίας. Αν είχαμε σωστό Κράτος, όσον αφορά τους θεσμούς εννοώ, η Ακαδημία Αθηνών με το ωραιότερο ίσως νεοκλασικό κτίριο του Κόσμου που χρηματοδότησε ένας Βλαχόφωνος Ελληνας από την Μοσχόπολη, ο Γ. Σίνας, καθώς και το Ζάππειο που χρηματοδοτήθηκε από τους Ζαππαίους από το Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου, από σεβασμό θα είχε μελετήσει το φαινόμενο της διγλωσσίας αυτών για τους οποίους ο Κορομηλάς είπε ότι: «αν δεν είχα τους Βλάχους στον Μακεδονικό αγώνα δεν θα τα είχα καταφέρει», θα είχε κατατάξει το γλωσσικό τους ιδίωμα και θα είχε σταματήσει έγκαιρα την εκμετάλλευση και εργαλειοποίησή του από ξένους. Βλαχόφωνοι πληθυσμοί του Ελλαδικού χώρου είναι απλά οι αυτόχθονοι Έλληνες της Πίνδου που διατήρησαν την λατινοφωνία τους μετά την Ρωμαϊκή κατάκτηση του Ηπειρωτικού Ελληνικού χώρου, μαζί με τα ελληνικά, δημιουργώντας ένα μικτό προφορικό βιωματικό γλωσσικό ιδίωμα σε υπόστρωμα ελληνικό. Η ελληνική ήταν πάντα η γλώσσα της Παιδείας τους και της θρησκευτικής τους ζωής ως ορθόδοξοι που ήταν, διατήρησαν όμως ενδοκοινοτικά και το προφορικό τους ιδίωμα λόγω της απομόνωσής τους στα ορεινά και ακολούθησαν πάντα τις τύχες του ελληνισμού από τον οποίον δεν διαχωρίστηκαν ποτέ ούτε τον 19ο αιώνα με την γένεση των εθνικισμών στην Βαλκανική.

Τι είναι το Βλάχικο/ Κουτσοβλάχικο Ζήτημα;

Μπορεί το Κυπριακό και τα υπόλοιπα εθνικά θέματα να είναι σημαντικά γιατί κινδυνεύουν να «γκριζάρουν» κάποιες περιοχές της ανατολικής ή βορειοανατολικής ελληνικής επικράτειας αλλά εξίσου σημαντικό και επικίνδυνο είναι και το Βλάχικο Ζήτημα το οποίο δημιουργήθηκε τεχνητά μαζί με το Ρουμάνικο κράτος το 1852 και μετά, όταν η Ρουμανία με την προτροπή της Αυστροουγγαρίας εκμεταλλεύτηκε την ομοιότητα του ελληνοβλάχικου γλωσσικού ιδιώματος με την ρουμάνικη γλώσσα, λόγω του λεξιλογίου που έχει από την λατινική και έστρεψε τον ρουμάνικο εθνικισμό προς τον Νότο προσδοκώντας κέρδη από την μοιρασιά της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Είναι ένα Ζήτημα τεχνητό, διαχρονικό λόγω των σφαλμάτων της ανύπαρκτης εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας, βαθιά πολιτικό, παρακλάδι του Μακεδονικού και Ανατολικού Ζητήματος το οποίο πέρασε από πολλά στάδια και δυστυχώς σήμερα βρίσκεται ξανά σε έξαρση γεωπολιτικά και κινδυνεύουν με «γκριζάρισμα» περιοχές της Ηπείρου και Μακεδονίας και δεν κινδυνολογώ.

-Το 1913 στις διαπραγματεύσεις για την συνθήκη του Βουκουρεστίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος διέπραξε το ολέθριο σφάλμα και στις επιστολές που ανταλλάχτηκαν με τον Πρωθυπουργό της Ρουμανίας Μαγιορέσκου καθιέρωσαν από απόψεως Διεθνούς Δικαίου το Κουτσοβλάχικο ζήτημα, ως ένα ζήτημα ιδιαίτερης εθνότητας δηλ. μειονότητας, γεγονός που μας ταλανίζει μέχρι σήμερα δημιουργώντας εκ του μηδενός το λεγόμενο «αυτονομιστικό κίνημα» μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Με την φυγή χιλιάδων οικογενειών ρουμανιζόντων στην Ρουμανία τον μεσοπόλεμο πιστέψαμε ότι τελείωσε! Το 1941 η Ρουμανία με την υποστήριξη των Ιταλών που είχαν στην δικαιοδοσία τους την Δυτική Ελλάδα επιχείρησαν πάλι, όπως και το 1917, να ιδρύσουν ένα προτεκτοράτο-πριγκιπάτο της Πίνδου με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και το σώμα Λεγεωνάριων που είχε ιδρύσει αλλά πάλι δεν βρήκε υπηκόους βλαχόφωνους πρόθυμους να τον στηρίξουν, το σχέδιο ναυάγησε και το μόνο που έμεινε στην μνήμη των Βλάχων ήταν η βία των Λεγεωνάριων το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξόντωσε ο Άρης Βελουχιώτης στην κυριολεξία!

Θα ρωτήσει κάποιος αν τελείωσε εκεί το Ζήτημα. Όχι βέβαια πρώτον γιατί οι εναπομείναντες Λεγεωνάριοι της Βέροιας που υποδέχτηκαν με ύμνους τους Ναζί το 1941 βρήκαν μετά την Δίκη των Δωσιλόγων καταφύγιο στην Αριστερά ως τάχα διωκόμενοι για τις ιδέες τους και γιατί η Ρουμανία και η Γερμανία είχαν αποκτήσει από το μηδέν ένα ισχυρό διπλωματικό ατού οπότε από τον πυρήνα εκείνων που είχαν μεταναστεύσει την περίοδο 1925-1932 κατασκεύασαν τους Μακεδοναρμάνους όπως τους αποκαλούμε, τους έστειλαν μετά το 1950 ως δήθεν φυγάδες σε διάφορες χώρες, και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να προσπαθούν να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους με κύρια κέντρα το Φράϊμπουργκ Γερμανίας, το Παρίσι και τις Η.Π.Α. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έφυγαν σε νηπιακή ηλικία. Προέρχονται από βαλκανικές χώρες που έχουν λατινόφωνους πληθυσμούς, δεν εκπροσωπούν παρά τον εαυτό τους. Κατά παράδοξο τρόπο ενδιαφέρονται περισσότερο για τους Βλάχους της Ελλάδας παρά για τους Βλάχους των χωρών από τις οποίες προέρχονται, δηλ. των Σκοπίων, της Βουλγαρίας, Ρουμανίας κλπ. Πρόκειται για άτομα τις περισσότερες φορές με ποικίλες διασυνδέσεις και σκοτεινές διαδρομές, απαρνητές όχι μόνον της μητέρας πατρίδας τους (Ελλάδα) αλλά και της μητριάς τους (Ρουμανία). Όλοι έχουν ένα κοινό σημείο: προωθούν τις ίδιες ιδέες είτε με τα κείμενα είτε με τα υπομνήματά τους σε επίσημους οργανισμούς, όλοι καίγονται για την διάσωση των βλάχικων τα οποία δεν μιλούν και προβάλλουν την βλάχικη ….σκέτα καταγωγή τους και τον ανθελληνισμό τους!

Το 1997 κατάφεραν να εκδοθεί από την Ε.Ε. η ευτυχώς ΜΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ Οδηγία 1333, η οποία επιδικάζει στην Ελλάδα πέραν των τριών αναγνωρισμένων Μειονοτήτων ακόμα δύο: τους Βλάχους και τους Αρβανίτες και καλεί την Ελλάδα να αναγνωρίσει μειονοτικά δικαιώματα για τα βλάχικα και τα αρβανίτικα! Φυσικά την απορρίπτουν κατηγορηματικά και οι δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες αλλά και το Κράτος μας!

Και μας ήρθε μετά το 1990 και ένας Γερμανο-Αυστριακός καθηγητής, σπουδαγμένος στο ειδικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών της Βιέννης, ο Τέντε Καλ, να λέει μαζί με το «ευαγές ίδρυμα» του ΚΕΜΟ ότι οι Βλάχοι, εφόσον είναι μειονότητα στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη πρέπει να αναγνωριστούν μειονότητα και στην Ελλάδα έστω και παρά την θέλησή τους! Δηλαδή να μας αφαιρεθεί το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού γιατί μία μικρή ξενοκίνητη μειοψηφία θέλει να επιβάλει την θέλησή της στην πλειοψηφία!

Στον 20ο αιώνα τους αντιμετώπισε με επιτυχία ο αείμνηστος ρωμανιστής-βαλκανολόγος Αχιλλέας Γ. Λαζάρου και όλοι μπορούν να αναζητήσουν τα έργα του για περαιτέρω ενημέρωση.

Στα πλαίσια του 21ου αιώνα του δικαιωματισμού και της μετανεωτερικότητας: μία νέα θεωρία εμφανίστηκε, ο νεοαρμανικός εθνικισμός! Υποστήριζαν και υποστηρίζουν πλέον με τα ντόπια φερέφωνά τους ότι οι λατινόγλωσσοι αυτοί πληθυσμοί δεν ήταν ούτε Ρουμάνοι, ούτε Έλληνες αλλά σκέτα Βλάχοι, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα της αυτονομίας ή της μειονότητας λόγω διαφορετικού κατά την άποψή τους πολιτισμού και «γλώσσας»! Από πού ήρθαν είναι άλλη ιστορία γι’ αυτούς υπονοώντας φυσικά άλλη καταγωγή πλην ελληνικής! Και κάποιοι φαιδροί μιλάνε και για ελληνική Κοινοπολιτεία αλλάζοντας αυθαίρετα το πολίτευμα!

Τι κάνει το Κράτος μας; Φανερά τίποτε, και δυστυχώς όταν ακούει τις λέξεις «Βλάχικο Ζήτημα» χώνει το κεφάλι του στην άμμο σαν στρουθοκάμηλος!

Οφείλω να τονίσω και το εξής για να καταλάβετε την σοβαρότητα του Ζητήματος: στον χώρο της Βορείου Ηπείρου, αλλά και της υπόλοιπης Αλβανίας, υπάρχει η αναγνωρισμένη ενιαία ελληνική μειονότητα στην οποία συμπεριλαμβάνονταν από το 1913 μέχρι την απογραφή του 2011 οι βλαχόφωνοι. Είναι γνωστό βέβαια ότι επί Χότζα στην Ελληνική Μειονότητα περιλαμβάνονται μειονοτικά χωριά, χωρίς την Χειμάρα και άλλα χωριά και απαγορευόταν η χρήση της ελληνικής γλώσσας όπως και στην Γιουγκοσλαβία του Τίτο που τους είχε μαζέψει όλους στα Σκόπια με τα γνωστά αποτελέσματα.

Στην απογραφή του 2023 όμως η Αλβανία του Ράμα, υιοθετώντας την τακτική του Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος το 1905 με Ιραδέ αναγνώρισε χωριστό μιλιέτ Βλάχων, πρόσθεσε και μία άλλη δυνατότητα επιλογής εθνικότητας, την βλαχική με τις ευλογίες της Ρουμανίας που από την περασμένη δεκαετία άρχισε να ιδρύει ρουμάνικα σχολεία στα μειονοτικά χωριά που έχουν και βλαχόφωνους με την συνδρομή του Κρίστο Γκότση και του αλβανικού κράτους! Και πολλοί δεν κατάλαβαν όπως είπαν τί έγραψε ο απογραφέας! Στα αποτελέσματα της Απογραφής ανακοινώθηκε ότι υπάρχει Βλαχική μειονότητα και φυσικά όλα γίνονται για τα ευρωπαϊκά κονδύλια!

Το Βλάχικο Ζήτημα είναι σύνθετο και με πολλές προεκτάσεις στα γειτονικά κράτη και εντάσσεται στα γεωπολιτικά σχέδια του κατακερματισμού των Κρατών και κυρίως της Ελλάδας γι’ αυτό θα πρότεινα να είμαστε πάντα ενήμεροι και επιφυλακτικοί. Ας σημειωθεί ότι όσον αφορά τους βλαχόφωνους, τα εργαλεία που η ξενοκίνητη προπαγάνδα με τα ντόπια όργανά της χρησιμοποιεί είναι δύο: πρώτα ο εγγραμματισμός των βλάχικων ιδιωμάτων που είναι πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους ώστε να ομογενοποιηθούν και να καθιερωθεί η «κατασκευασμένη σε εργαστήρια του εξωτερικού βλάχικη γλώσσα», δηλαδή πρώτα γλωσσική μειονότητα και κατόπιν να γίνει συζήτηση για εθνική μειονότητα και τελευταία μετά το 2020 την ολέθρια κομματικοποίηση, φτάσαμε στο θλιβερό σημείο η Αριστερά να υποστηρίζει τους αυτονομιστές, να κατηγορεί όσους έχουμε εθνικές θέσεις δηλ. την Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων με την Παγκόσμια Αμφικτιονία Βλάχων, (τους δύο αναγνωρισμένους συλλογικούς φορείς στους οποίους συμμετέχει η συντριπτική πλειοψηφία των βλαχόφωνων Ελλήνων) και τα μεμονωμένα άτομα που ασχολούμαστε ανεξάρτητα με το Ζήτημα για ρατσισμό, εθνικισμό κλπ.! Από άγνοια ή κάτι άλλο;

Το Βλάχικο Ζήτημα, που προπαγανδιστικοί κύκλοι και ντόπια φερέφωνα ανακινούν σήμερα στην Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανακίνηση από τα Τίρανα της δήθεν Αλβανικής μειονότητας, μέσω της οικειοποίησης των Ελλήνων Αρβανιτών (βλ. πρόσφατη αναφορά Ράμα στην Μπουμπουλίνα ως Αλβανίδα (!), καθώς και των μικρών σλαβόφωνων πληθυσμών στην ΒΔ Μακεδονία και της Μουσουλμανικής μειονότητας στην Δυτ. Θράκη. Μην ξεχνάτε την αναφερθείσα στον Τύπο παρασύναξη για τις τρεις αυτές περιπτώσεις στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο 2023 με συμμετοχή του γνωστού «ακτιβιστή» κ. Σωτήρη Μπλέτσα ο οποίος έχει βρει πολιτικά καταφύγιο στο ΠΑΣΟΚ! Η πολιτική του καριέρα όμως ξεκίνησε από το Ουράνιο Τόξο!

(ΑΝΑΓΚΑΙΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ)

ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΣΤΗΝ ΝΑ ΕΥΡΩΠΗ (1890-1945)

Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στα ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ , τόμος Θ’ Ιωάννινα 2022

Ευαγγελία Αναστασίου

Απόφοιτος Πανεπ. Σορβόννης- Paris IV,

Ερευνήτρια στον τομέα Ιστορίας

Το δίκτυο προπαγάνδας και οι υποστηρικτές του

Το δίκτυο προπαγάνδας που είχε στηθεί στα Βαλκάνια από την Ρουμανία με την βοήθεια βέβαια τότε της μεγάλης δύναμης που ήταν η Αυστροουγγαρία και τις διευκολύνσεις της υπό κατάρρευση Οθωμανικής ήταν μακρόπνοο και αποτελούνταν από

1) τα ρουμανικά Προξενεία που είχαν τον σχεδιασμό και την επίβλεψη,

2) τις κατά τόπους Επιτροπές,

3) τους Επιθεωρητές των Σχολείων,

4) τους μεμονωμένους περιηγητές-κήρυκες της ρουμάνικης Ιδέας,

5) τους ρουμανίζοντες ιερείς,

6) τους δασκάλους και

7) τους ρουμανικούς Συλλόγους

Οι τοπικές επιτροπές των ρουμανιζόντων λειτουργούσαν ως σύνδεσμοι μεταξύ του δικτύου των τοπικών σχολείων-εκκλησιών και των ρουμανικών Προξενείων που σχεδίαζαν τις κατευθυντήριες γραμμές!

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων οι ρουμανίζοντες προδότες συνεργάστηκαν με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες και ευτυχώς την τιμή μας την έσωσαν οι Βλάχοι πατριώτες οι οποίοι βοήθησαν τους Μακεδονομάχους και για τους οποίους ο Κορομηλάς είπε: «αν δεν είχα τους Κουτσόβλαχους δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα στον Μακεδονικό Αγώνα».

Σημαντική βοήθεια βέβαια στην στερέωση της προπαγάνδας έδωσε και η άμεση ή έμμεση υποστήριξή της εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Την ενεργότερη ανάμιξη στο θέμα είχε η Αυστροουγγαρία, η οποία είχε συμφέρον από την ανάπτυξη της προπαγάνδας, γιατί αγωνιζόταν να στρέψει προς άλλες κατευθύνσεις τους αλυτρωτικούς αγώνες των υπόδουλων σ’ αυτήν Ρουμάνων.

Ενεργό ανάμιξη είχαν και οι Αλβανοί, με τους οποίους συνεργαζόταν συχνά η καθοδηγούμενη από τη Ρουμανία πλευρά των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων. Οι Αλβανοί συνεργάζονταν στενά και με τη Αυστροουγγαρία, της οποίας ευνοούσαν τις προς το νότο κατακτητικές βλέψεις και την έξοδό της στο Αιγαίο και η οποία επιθυμούσε ν’ αποσπάσει ελληνικούς πληθυσμούς του σημερινού αλβανικού χώρου για ν’ αυξήσει την επιρροή της.

H Αυστροουγγαρία δεν πρόβαλλε συνήθως με κραυγαλέο τρόπο τις βαθύτερες προθέσεις της που κρύβονταν κάτω από τη συνεργασία της με την προπαγάνδα. H μελέτη μάλιστα του αρχειακού υλικού του υπουργείου Εξωτερικών της Βιέννης δίνει, σε πρόχειρη εκτίμηση, την εντύπωσή ότι η συμπεριφορά στο θέμα αυτό ήταν φαινομενικά άψογη αλλά η εντύπωση είναι απατηλή. Τα γεγονότα έδιναν διαφορετική εικόνα από εκείνη που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν τα κείμενα γιατί στην επαρχία της Τουρκίας η ρουμανική προπαγάνδα στήριζε μεγάλο μέρος της επιτυχίας της στη δεδομένη υποστήριξη του εκεί Αυστριακού προξένου, ο οποίος άλλοτε αγωνιζόταν να διαβρώσει την ελληνικότητα του κουτσοβλαχικού στοιχείου, κι άλλες φορές βοηθούσε τους καταδιωκόμενους από τις Αρχές πράκτορες της προπαγάνδας. Το κοινό αίσθημα, όπως αυτό εκφραζόταν με τα δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου, μπορεί κάποτε να ήταν υπερβολικό αλλά σε κάθε επιτυχία της προπαγάνδας διέβλεπε συμπαράσταση της Αυστρίας και πάντα η Ελλάδα, στη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής στον τομέα αυτό, υπολόγιζε σοβαρά τις διαπιστώσεις στις οποίες κατέληγαν οι Έλληνες πρόξενοι στα υπόδουλα εδάφη!

Άλλος παράγοντας στήριξης της προπαγάνδας ήταν και η Καθολική Εκκλησία. Πέρα από τις διασυνδέσεις της με τον Απόστολο Μαργαρίτη, οι οποίες άσκησαν σημαντική επιρροή στην εξέλιξη των γεγονότων σ’ όλη τη διάρκεια του τέλους του 19ου αιώνα, η σύμπραξη προπαγάνδας και Καθολικής Εκκλησίας πήρε μεγαλύτερη έκταση στις μητροπολιτικές επαρχίες Πελαγονίας, Δυρραχίου και Βελεγράδων.

Η Ιταλία επίσης ενίσχυε την προπαγάνδα κυρίως στην Αλβανία και στην Ήπειρο. Έχοντας, όπως και η Αυστροουγγαρία, επεκτατικές βλέψεις στους ίδιους χώρους, αγωνιζόταν να προσεταιριστεί το μουσουλμανικό και το ελληνορθόδοξο στοιχείο, παρέχοντας άφθονες υποσχέσεις πράγμα που έγινε αντιληπτό από την ελληνική πλευρά κι αντιδρούσε σθεναρά για τη ματαίωσή τους, έτσι η Ιταλία επιδίωξε τον προσεταιρισμό των ρουμανιζόντων Κουτσόβλαχων, με την ελπίδα να εξουδετερώσει την ελληνική αντίδραση και να προωθήσει τα σχέδιά της. Τόσο φανερή και προκλητική γινόταν πολλές φορές η συνεργασία των Ιταλών με τους αλβανιστές και τους ρουμανίζοντες, ώστε η προπαγάνδα τους χαρακτηριζόταν από τους Έλληνες πρόξενους ως περισσότερο επικίνδυνη για την Ελλάδα από εκείνη της Αυστρίας και ήταν εκείνη που στήριξε τον Αλκιβιάδη Διαμάντη το 1917 και το 1941 στην ανακήρυξη των Πριγκιπάτων της Πίνδου.

πηγή