Του Χρήστου Λυντέρη
Το άρθρο 86 του Συντάγματος εμποδίζει και την παραμικρή ποινική έρευνα για μέλη κυβερνήσεων.
Ο πρωθυπουργός, κατά την συνέντευξη που έδωσε στην τηλεόραση του ALPHA μετά τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις όπου οι πολίτες απαίτησαν δικαιοσύνη και όχι συγκάλυψη για τα εγκλήματα των Τεμπών, δήλωσε ότι, εάν κάποιος εισαγγελέας αποστείλει δικογραφία στη Βουλή στην οποία «αιτιολογημένα θα κρίνει» ότι υπάρχει ενδεχόμενο ποινικής ευθύνης πολιτικών προσώπων, η κυβερνητική πλειοψηφία «δεν θα σταθεί εμπόδιο». Αλλά το άρ. 86 του Συντάγματος και οι διατάξεις του νόμου 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών που το πολιτικό σύστημα έχει θεσπίσει για να εξασφαλίσει την ατιμωρησία του δεν παρέχουν στον εισαγγελέα καν τέτοιο δικαίωμα.
Σύμφωνα με τις του άρ. 86 παρ.1, 2 και 3, του Συντάγματος δεν επιτρέπεται να διενεργηθεί ούτε καν προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων που διετέλεσαν ή διατελούν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς απόφαση της βουλής, η οποία μάλιστα πρέπει να λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Σημειωτέον ότι προκαταρκτική εξέταση είναι το εντελώς αρχικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας και για τους λοιπούς πολίτες διενεργείται απαρέγκλιτα σε κάθε περίπτωση που περιέρχεται στις αρχές η πληροφορία ότι υπάρχει έστω και ελάχιστη πιθανότητα διάπραξης κάποιας αξιόποινης πράξης.
Εξάλλου, εξίσου ενδεικτική ως προς την καθεστωτική νοοτροπία είναι και η διατύπωση και του άρ. 4 του ν. 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών, δηλαδή της νομοθεσίας που εξειδικεύει την συνταγματική διάταξη του άρ. 86. Η εν λόγω διάταξη, όχι μόνο επιβάλλει στην δικαστική εξουσία και κάθε άλλη αρχή, αν κατά την διεξαγωγή διοικητικής ή ποινικής έρευνας προκύψουν στοιχεία τα οποία έχουν σχέση με αξιόποινες πράξεις μελών κυβερνήσεων, να διαβιβάσουν «αμελητί» τα στοιχεία αυτά στην βουλή, αλλά, επιπλέον, ορίζει ότι εκείνος που διεξάγει την έρευνα δεν επιτρέπεται καν να προβεί σε αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου που έχουν σχέση με την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη των εν λόγω προσώπων (άρ. 4 παρ.4)!
Από τα ανωτέρω είναι σαφές λοιπόν ότι υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων, ακόμη και εάν περιέλθουν εις γνώση του τέτοια στοιχεία, ο εισαγγελέας δεν έχει κανένα δικαίωμα και καμία αρμοδιότητα να αποφαίνεται αιτιολογημένα ότι υπάρχει ενδεχόμενο ποινικής ευθύνης πολιτικών προσώπων, όπως ζήτησε ο Πρωθυπουργός προκειμένου η κυβερνητική πλειοψηφία να συναινέσει στην σύσταση προανακριτικής επιτροπής, αλλά το μόνο που δύναται είναι να αποστέλλει στη βουλή αμελλητί και χωρίς καμία αξιολόγηση κάθε έγκληση , μήνυση ή καταγγελία που υποβάλλεται ενώπιόν του και αφορά πολιτικά πρόσωπα… Συνεπώς, είτε ο Πρωθυπουργός δεν γνωρίζει καλά τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, είτε η δήλωσή του αποτελεί μνημείο πολιτικής υποκρισίας και απόπειρας πολιτικής εξαπάτησης. Εάν αυτός και το κόμμα του θέλουν να είναι ειλικρινείς απέναντι στους πολίτες και επιθυμούν πράγματι να διερευνηθεί τυχόν εμπλοκή πολιτικών προσώπων στα εγκλήματα των Τεμπών, το μόνο που έχουν να πράξουν είναι -χωρίς όρους- να συμφωνήσουν στην σύσταση προανακριτικής επιτροπής, τόσο για τα μέλη της παρούσας κυβέρνησης, όσο και για τα μέλη και προηγουμένων κυβερνήσεων εντός του χρονικού ορίου της ποινικής παραγραφής.
Οι διατάξεις περί ευθύνης υπουργών θεσπίστηκαν για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία στο Σύνταγμα του 1864 ως δικαίωμα της Βουλής, δηλαδή των εκπροσώπων του λαού, να ελέγχει, να κατηγορεί και να οδηγεί ενώπιον της δικαιοσύνης τα μέλη της κυβέρνησης που διορίζονταν από τον Βασιλέα. Ωστόσο, μετά την κατάργηση της μοναρχίας το εν λόγω δικαίωμα δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης και εκφυλίστηκε, από θεσμός που τέθηκε χάριν των συμφερόντων του λαού, σε μνημείο ποινικής ασυλίας και ανισότητας προς όφελος μίας νέας ολιγαρχίας.
Η ποινική ασυλία των μελών της κυβέρνησης κατοχυρώθηκε και στο Σύνταγμα του 1975. Ειδικά δε, οι διατάξεις που απαγορεύουν ακόμη και την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για μέλη κυβερνήσεων χωρίς απόφαση της Βουλής θεσπίστηκαν για πρώτη φορά κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία, γεγονός που πρέπει να αποτελεί όνειδος για το πολιτικό σύστημα.
Σήμερα, το άρ. 86 του Συντάγματος καθιερώνει πρωτοφανή προνομιακή μεταχείριση για τα μέλη των κυβερνήσεων, η οποία αρμόζει μάλλον σε μοναρχία ή ολιγαρχία, παρά σε δημοκρατικό πολίτευμα. Πλέον, περισσότεροι από 1.500.000 πολίτες έχουν υπογράψει απαιτώντας την κατάργησή του μέσω της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης και την υπαγωγή των πολιτικών προσώπων απευθείας στη Δικαιοσύνη. Ουδείς έχει το δικαίωμα να τους αγνοήσει.