Από την Μαρία Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, πρώην πρύτανης ΠΑΜΑΚ

 

Ήμουν στην Κύπρο την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, προσκαλεσμένη από τον Ξενή Ξενοφώντος, πρόεδρο του Ινστιτούτου Ελληνικού Πολιτισμού, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου μου «Για την Ελλάδα που ματώνει». Η εκδήλωση είχε οργανωθεί με ιδιαίτερη επιμέλεια. Ίσως γι’ αυτό, εκτός της θερμής υποδοχής που δέχτηκε το βιβλίο μου, δόθηκε και σε εμένα, στην τρίτη μου αυτή επίσκεψη στη Μεγαλόνησο, το δικαίωμα να διεισδύσω σε ορίζοντες και εκφάνσεις της ύπαρξής της, ευαίσθητες, συγκινητικές, αλλά και τραγικές, που όμως αποκαλύπτονται στους ολίγους. Σε αυτούς, που δεν αρκούνται στις εξαιρετικές φυσικές ομορφιές της, και στην απαράμιλλη ευγένεια των κατοίκων της, αλλά διαπερνούν την επιφάνεια του πολιτισμένου νησιού, για να φτάσουν στις πληγές της που αιμορραγούν.

Σε αυτούς, που κρίνονται ώριμοι να αποδεχτούν, με τρόμο βέβαια, ότι κάποια απευκταία χαρακτηριστικά της, τής εξασφαλίζουν την πρώτη αρνητική πρωτιά στην υφήλιο. Στους ολίγους, δυστυχώς, που διερωτώνται με απερίγραπτη ανησυχία, πότε και πως θα τελειώσει αυτή η κυπριακή τραγωδία. Σε όσους έχουν συνειδητοποιήσει το, οπωσδήποτε, εμφανές, ότι δηλαδή ένα σημαντικό τμήμα της Ελλάδας, βρίσκεται κάτω από τουρκική κατοχή επί 50 ήδη χρόνια. Και, τώρα, οφείλω να ομολογήσω, ότι κι εγώ, μέχρι αυτή την τρίτη μου επίσκεψη, είχα έρθει σε επαφή μόνο με την επιφάνεια της Κύπρου, και όχι αρκετά με τις λεπτομέρειες του υποστρώματος. Αυτό, δηλαδή, που αγκαλιάζει με αφάνταστη οδύνη τις συχνά ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, των ανείπωτων, και των απάνθρωπων μαρτυρίων, που υπέστησαν τα δικά της, τα δικά μας παιδιά, αυτά που τα βάφτισαν «τρομοκράτες» οι «φίλοι» Άγγλοι, επειδή αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.

Αυτά, που πάνω στην αγχόνη, άφηναν την τελευταία τους πνοή τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο. Η απελπισία μου, που δεν άφηνε να στεγνώσουν τα μάτια μου, περιοδεύοντας στην Κύπρο, ήταν για τα αμούστακα παιδιά που θυσιάστηκαν για την ελευθερία, αλλά και για το γεγονός ότι το ολοκαύτωμά τους δεν είχε δικαίωση, επί 50 ολόκληρα χρόνια. Αντιθέτως, μέσα σε αυτό τον μισό αιώνα, φαίνεται να πολλαπλασιάζονται και να εντείνονται οι αιτίες, που οδήγησαν στην αγχόνη τα Ελληνόπουλα, αλλά και αυτές που τα ηρωοποίησαν πολεμώντας για την ελευθερία. Ένα απέραντο νεκροταφείο με ομοιόμορφους άσπρους σταυρούς είναι το δικό τους αποτύπωμα, αναλλοίωτο στο χρόνο.

Α. Οι διαχρονικές εξελίξεις στην Κύπρο φαίνεται να οδηγούν σε αδιέξοδο

Παρότι θέλω να πιστεύω ότι ενδιαφέρομαι και ασχολούμαι, συχνά ίσως υπερβολικά με τα κοινά, ωστόσο, στην τελευταία μου αυτή επίσκεψη διαπίστωσα ότι μου έλειπαν σημαντικές σελίδες, αναφορικά με τα διαχρονικά διογκούμενα προβλήματά της, καθώς και με τις όποιες λύσεις της. Η άγνοια, η ελλιπής ή η επιλεκτική γνώση, παρότι είναι αδικαιολόγητη για αυτή την πολύπαθη ελληνική γωνιά, εξηγείται ωστόσο από ανεπαρκή πληροφόρηση, από απόκρυψη ή περιορισμένη αναφορά στα γεγονότα, αλλά και από διάχυτη πεποίθηση ότι η Κύπρος «κείται μακριά». Σίγουρα, η Κύπρος δεν μονοπωλεί τις αρνητικές συνέπειες των παραπάνω αυτών αρρωστημένων τάσεων και παραλείψεων, δεδομένου ότι μαστίζουν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, ενδεχομένως, στην περίπτωση της Κύπρου να καταλήγουν σε βαρύτερες επιπτώσεις, σε σύγκριση με την μητέρα Ελλάδα. Ίσως.
α) Η αιχμή του δόρατος των διαχρονικών εξελίξεων στην Κύπρο
Τα 50 χρόνια αυτής της παράνομης κατοχής του 37% της Κύπρου αναφέρεται σε μισό αιώνα και αποτελεί μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέσα σε αυτό, σχεδόν όλα όσα συνέβησαν, δεν έλαβαν χώρα ή συνεχίζονται, στρέφονται, δυστυχώς, εναντίον μας και υπέρ των Τούρκων. Καταρχήν, η τουρκική αυτή εισβολή, εναντίον του διεθνούς Δικαίου, εφόσον δεν αναλαμβάνονται διορθωτικές πρωτοβουλίες της κατάστασης, καθιερώνεται, περίπου, ως ομαλό κατεστημένο. Η κατοχή εισέρχεται στο διεθνές προσκήνιο, σιγά αλλά σταθερά, ως εξέλιξη χρησικτησίας του παρανόμως αποκτηθέντος ελληνικού εδάφους. Το ψευδοκράτος γίνεται ανεκτό, με ίσους όρους με το επίσημο κυπριακό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σιωπηρώς αναγνωρίζεται και από τον ΟΗΕ. Τα συρματοπλέγματα, που ματώνουν τη Λευκωσία, σε μόνιμη βάση, γίνονται αποδεκτά ως, περίπου, κανονικότητα. Το ίδιο και η αποδοχή του διαχωρισμού των δρόμων, μέσα από τους οποίους επιτρέπεται ή απαγορεύεται η πρόσβαση πεζών.
Η ανέγερση ξενοδοχείων και άλλων χώρων εξασφάλισης άνετης διαμονής στην Κύπρο, των επιτηρητών του ΟΗΕ έχουν σταδιακά περάσει, και αυτά, στην κανονικότητα. Η πρωτεύουσα της Κύπρου δεν διαθέτει πια αεροδρόμιο. Όσοι την επισκέπτονται, φθάνουν σ’αυτήν, μέσω του αεροδομίου στη Λάρνακα. Οι τραγικοί πρόσφυγες, που αναγκάστηκαν (όσοι διασώθηκαν) να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα, φαίνεται να θεωρούν, πια, οριστική την παραμονή τους στην ελεύθερη Κύπρο, ενώ η προηγούμενη ζωή τους έχει περάσει στον μεγάλο κατάλογο των «χαμένων πατρίδων». Η Λευκωσία, έτσι και με όλα αυτά, διεκδικεί τη μοναδική πρωτεύουσα στην υφήλιο, που φέρει αυτά τα ακραίως ανώμαλα δικά της χαρακτηριστικά.
Αλλά, πως φθάσαμε σε αυτά τα ακραία σημεία. Τις πταιει;
β) Η καταστρεπτική διαχρονική ελληνική πολιτική
Είναι αλήθεια ότι στις συναντήσεις μου με επίλεκτους Κυπρίους πατριώτες, μορφωμένους, αγωνιούντες για το μέλλον του νησιού τους, είχα την αίσθηση ότι με τα λόγια, το ύφος και τη συμπεριφορά τους, μου απόστελλαν μηνύματα μιας διαυγούς ελληνικής καθαρότητας, που σπάνια τη συναντάς στη μητέρα Ελλάδα. Και όσο για τα απολύτως δικαιολογημένα παράπονα εναντίον της κεντρικής ελληνικής πολιτικής, που τόσες φορές στην περίπτωσή τους, τους μάτωσε, τους εγκατέλειψε, αδιαφόρησε, έκανε τραγικά λάθη, αυτά συνήθως τα εκφράζουν μέσα από τις βαριές σκιές των ματιών τους. Σπάνια, πολύ σπάνια ακούγεται σαφής κατηγόρια εναντίον της Ελλάδας, γιατί παρόλα αυτά, το όνειρο της συντριπτικής τους πλειοψηφίας είναι η ένωση μαζί της.
Είναι δεδομένο ότι στις σειρές αυτού του γραπτού, που έχει θέση εντυπώσεων, ευχαριστιών και ανησυχιών για την Κύπρο, με την ευκαιρία της εκεί πρόσφατης επίσκεψής μου, δεν χωρούν διεξοδικές αναλύσεις της ελληνικής πολιτικής των 50 τελευταίων ετών, που την αφορούν. Θα προσπαθήσω, συνεπώς, να γενικεύσω και να συνοψίσω, αυτά που νομίζω σημαντικά, γνωρίζοντας φυσικά ότι πρόκειται για δύσκολο έργο.
Αναζητώντας, λοιπόν, το κύριο αρνητικό χαρακτηριστικό της ελληνικής αντιμετώπισης της Κύπρου θα επέλεγα την αδιαφορία. Μερική, κεκαλυμμένη, σαφώς μη συνειδητή, αλλά οπωσδήποτε εξαιρετικά επικίνδυνη. Η αδιαφορία αυτή αποκαλύπτεται περίτρανα από την απουσία, επί 50 συναπτά έτη, ουσιαστικής αναζήτησης αποτελεσματικών τρόπων για την αντιμετώπιση της παράνομης τουρκικής εισβολής. Η οποία, σαφώς, αντίκειται στο Διεθνές Δίκαιο, στο οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις αναφέρονται, περίπου, ως προσευχή, χωρίς ωστόσο να προσπαθούν να το επικαλεστούν όταν χρειάζεται. Και όντως χρειάστηκε, συνεχώς, η προσφυγή σ’αυτό, τα τελευταία αυτά 50 χρόνια. Έστω και για λόγους εντυπώσεων. Έστω και για την προσπάθεια γνωστοποίησης της τουρκικής εισβολής στην ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα, με την ελπίδα αντίδρασής τους.
Με αυτή την παραδοχή, σε τι άλλο διαφορετικό συμπέρασμα θα ήταν λογικό να καταλήξει κανείς, εκτός του ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις αποδέχθηκαν το γεγονός της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο; Και να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι, όπως αποκαλύπτεται πρόσφατα, με τη διάνοιξη των ημερήσιων δελτίων πληροφοριών της ΕΥΠ, σχετικά με τη δραματική χρονιά του 1974, ήταν από τότε γνωστά τα σχέδια εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, αλλά η ΚΥΠ δεν απέδωσε ιδιαίτερη σημασία, και κυρίως δεν έλαβε μέτρα.
Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πριν δυόμισι περίπου χρόνια, δεν αντιμετωπίστηκε, από την Ελλάδα, με την ίδια αδιαφορία όπως στην περίπτωση της Κύπρου. Ακριβώς το αντίθετο. Η πατρίδα μας καταδίκασε την εισβολή με όλα τα μέσα στη διάθεσή της, και προέβη σε κάθε ακραίας μορφής θυσίες. Μέχρι σημείου, που να αποστρατικοποιήσει ελληνικά νησιά για να στείλει πολεμοφόδια στην Ουκρανία, μέχρι του σημείου να περικόψει σημαντικές δαπάνες στο εσωτερικό, για να συνδράμει στην άμυνα της Ουκρανίας, αλλά και μέχρι του σημείου να διαρρήξει τις παραδοσιακές της σχέσεις με τη Ρωσία, προκειμένου να φανεί αντάξια των περιστάσεων. Πως να χαρακτηρίσει, και κυρίως πως δικαιολογήσει κανείς αυτή τη διαφοροποίηση συμπεριφοράς της Ελλάδας, προς όφελος ξένης χώρας και σε βάρος της δικής της πατρίδας; Ως υποτέλεια, που ξεπερνά ακόμη και τα όρια της φαντασίας; Ως αδυναμία στοιχειώδους εφαρμογής μέτρου στην εξωτερική μας πολιτική; Ως θλιβερό αποτέλεσμα της μόνιμης απουσίας μακροχρόνιου σχεδιασμού της εξωτερικής μας πολιτικής; Ή, ακόμη, και ως απάντηση σε σκοτεινές απειλές έξωθεν, που αποσιωπούνται σε μόνιμη βάση από το λαό;
Ως δεύτερο αρνητικό χαρακτηριστικό της εξωτερικής μας πολιτικής που, από απόψεως συνεπειών, συμπληρώνει το αμέσως προηγούμενο, είναι η καλλιέργεια της ουτοπίας περί της ύπαρξης «φιλικών σχέσεων με την Τουρκία». Ακόμη και την επομένη ανείπωτης σειράς εχθροπραξιών στο Αιγαίο, στον εναέριο χώρο, στα νησιά μας, από την Τουρκία, ακόμη και την επομένη του παραληρήματος Ερδογκάν και συνεργατών του περί του αφηγήματος της γαλάζιας πατρίδας, ο ελληνικός λαός έκπληκτος πληροφορείται περί των δήθεν καλών σχέσεων μας με την Τουρκία. Πως εξηγείται; Απλώς, δεν εξηγείται με βάση την απλή λογική. Ενδεχομένως, μπορεί να εκληφθεί ως συνέπεια της έλλειψης σχεδίου εξωτερικής πολιτικής και, συνεπώς, ανάγκης κατευνασμού. Ή, σε μια απέλπιδα προσπάθεια απομάκρυνσης από την απειλή πολεμικής σύρραξης. Ή, ακόμη, στην ευθυγράμμιση των έξωθεν απαιτήσεων περί διατήρησης της ηρεμίας στη Μεσόγειο.
Οι παραπάνω γενικές, αν έτσι μπορεί να λεχθούν, κατευθύνσεις της εξωτερικής μας πολιτικής, με άμεσο αντίκτυπο στις διαχρονικές περιπέτειες της Κύπρου, διανθίστηκαν, κατά καιρούς, και από ατυχέστατες εμπνεύσεις πολιτικής, όπως μεταξύ άλλων και η μεταβολή του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας-Κύπρου (η Κύπρος ανήκει στην αμυντική γραμμή της Ελλάδος) σε δόγμα του ότι η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται, και διότι η Κύπρος κείται μακριά. Παρότι, η Τουρκία εκλαμβάνει Ελλάδα και Κύπρο ως ενιαία οντότητα.
Οι άστοχες αυτές πλευρές της εξωτερικής μας πολιτικής, σχετικά με την Κύπρο είχαν, αναπόφευκτα ως συνέπεια τον εφησυχασμό ΕΕ και ΗΠΑ, ως προς τις εξελίξεις στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, δηλαδή, την απόλυτη άγνοια και αδιαφορία τους. Θα ήταν, ωστόσο, άστοχη η όποιας μορφής σχετική δική μας δυσφορία, που θα απαιτούσε από αυτούς συμπεριφορά «βασιλικότερη του βασιλέως».
γ) Η σταθερά μακροχρόνια τουρκική εξωτερική πολιτική
Δυστυχώς, οι Τούρκοι, σε αντίθεση με ότι κατά καιρούς αρεσκόμαστε να υποστηρίζουμε, είναι σοβαροί και βαδίζουν ακολουθώντας, κατά γράμμα και χωρίς παρεκκλίσεις, την πάγια εξωτερική τους πολιτική. Η οποία, δεν μεταβάλλεται με το φύσημα του ανέμου, η οποία γίνεται σεβαστή από τις εναλλασσόμενες κυβερνήσεις τους και η οποία καραδοκεί τις κάθε μορφής ευκαιρίες, προκειμένου να υλοποιήσει τις προαποφασισμένες επιδιώξεις της, βήμα προς βήμα. Ειδικότερα, στην περίπτωση της Κύπρου, η Τουρκία επιβάλλει σε κάθε περίπτωση το ψευδοκράτος στη διεθνή κοινότητα, η οποία και δεν αντιδρά, ελλείψει αντίθετων προσπαθειών από την πλευρά μας. Στα 50 χρόνια της παράνομη κατοχής κυπριακού εδάφους, η Τουρκία, σε κάθε ευκαιρία, υποστήριζε το μαύρο σε άσπρο. Και εμφάνιζε την Κύπρο ως υπαίτιο βαρβαροτήτων και αγριοτήτων, τα οποία διέπραττε η ίδια. Ακόμη, στα 50 χρόνια της παράνομης κατοχής κυπριακού εδάφους, η Τουρκία φρόντιζε και εξακολουθεί να φροντίζει μεθοδικά τον εποικισμό του παρανόμως κατεχομένου εδάφους της Κύπρου, με απώτερο εμφανή στόχο την αλλοίωση του πληθυσμού στη Μεγαλόνησο.
Σε αντίθεση με εμάς, οι Τούρκοι δεν θριαμβολογούν με τα επιτεύγματά τους, δεν αντικρούουν άστοχα δικά μας επιχειρήματα, ότι δήθεν είναι απομονωμένοι, ότι δήθεν η οικονομία τους καταποντίζεται, ότι δήθεν μας φοβούνται και άλλα μη σοβαρά, αλλά σταθερά προχωρούν υλοποιώντας έναν προς ένα τους μακροχρόνιους στόχους τους. Οι Τούρκοι, δεν μεταβάλλουν τα σχέδιά τους και δεν δέχονται να θυσιάσουν τα εθνικά τους συμφέροντα υποκλινόμενοι στις απαιτήσεις των συμμάχων τους. Και, δυστυχώς, κερδίζουν, σε αντίθεση με εμάς που παραμένουμε στο περιθώριο, αργοπορημένοι να δράσουμε όταν επιβάλλεται, μονίμως φοβικοί μήπως οι εταίροι μας δυσαρεστηθούν με τη συμπεριφορά μας, αναποφάσιστοι να δράξουμε τις ευκαιρίες, πρόθυμοι να εξυπηρετήσουμε αλλότρια συμφέροντα σε βάρος των δικών μας, και τελειωμένοι μπροστά στις καταστροφές. Όπως, τώρα, που η Τουρκία γίνεται παντοδύναμη στη Συρία και προετοιμάζει μεθοδικά τη διεθνή κοινότητα, για την υπογραφή ΑΟΖ με τη Συρία, που ουσιαστικά θα εξαφανίσει τη δυνατότητα της Κύπρου για ΑΟΖ στις δυτικές ακτές, και θα μεταβάλλει το τουρκικό ψευδοκράτος σε κυρίαρχη κατάσταση στην Κύπρο. Αν, όπως ελπίζουμε, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχει διαφορετικές προτιμήσεις για την περιοχή.

Β. Μπορεί το αδιέξοδο στην Κύπρο να μεταβληθεί σε διέξοδο;

Δύσκολο να το εκστομίσει κανείς, όμως η υπόσταση της Κύπρου βρίσκεται σε υψηλού βαθμού κίνδυνο. Ο κίνδυνος υπήρχε και πριν από τις ανατροπές στη Συρία, με τη μορφή του σταδιακού εποικισμού στα κατεχόμενα, αλλά ήδη η έλευση τους απειλεί με καταστροφή, στην περίπτωση που η κυβέρνηση των τζιχαντιστών στη Συρία επιτύχει διεθνή αναγνώριση. Το αγωνιώδες ερώτημα, εν προκειμένω, είναι το αν υπάρχει έδαφος για προσπάθειες με θετικό αποτέλεσμα, ικανές να αποτρέψουν την επερχόμενη τραγωδία.
Η προφανής, βέβαια, απάντηση είναι ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Στην περίπτωση όμως αυτήν, ας τολμήσω να το εκστομίσω, δεν υπάρχει ελπίδα με συνεχιζόμενη αδράνεια, αδιαφορία, φοβικά σύνδρομα και δηλώσεις φιλίας με την Τουρκία. Δεν υπάρχει, καθώς και με την εξάλειψή τους, οι πιθανότητες να γυρίσει ο τροχός είναι οριακές.
Τι μπορούμε, λοιπόν, και τι επιβάλλεται να γίνει για την Κύπρο, από τη μητέρα Ελλάδα. Το πρώτο και σπουδαιότερο, αλλά δύσκολο να επιτευχθεί, όχι μόνο εξαιτίας της δικής μας αργοπορίας να το ανακινήσουμε, αλλά και εξαιτίας της εν γένει παρακμιακής κατάστασης την οποία διανύει η ΕΕ, είναι η καταγγελία των όσων συνέβησαν και των όσων συμβαίνουν στην Κύπρο, καθώς και η απαίτηση αναβίωσης του Διεθνούς Δικαίου. Θα επιτύχει η προσπάθεια; Δύσκολα, αλλά επιβάλλεται να γίνει, και να συνεχιστεί με επιμονή και με καταγγελίες και απαιτήσεις λήψης αποφασιστικών μέτρων, ανάλογων αυτών που πάρθηκαν και συνεχίζονται για την Ουκρανία.
Η Κύπρος είναι πολύτιμη, για να αφεθεί στην τύχη της, και για να μην εξαντληθούν όλα τα περιθώρια για να σωθεί και για να μεγαλουργήσει, στην αγκαλιά της Μητέρας Ελλάδας.