Στο εντελώς αντίθετο κλίμα από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου την Ι.Κλάπα!

Ευθεία επίθεση προς την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη πραγματοποίησε με ανακοίνωση που εξέδωσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ότι αφορά την δικαστική διερεύνηση του εγκλήματος των Τεμπών,

Οι δικαστές και εισαγγελείς τονίζουν πως «το ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλεισε τους δρόμους όλων των ελληνικών πόλεων πριν λίγες ημέρες ζητώντας την αποκάλυψη της αλήθειας, εκφράζει ενεργά ένα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα να κάνουμε ελεύθερα και ανεξάρτητα το λειτούργημά μας χωρίς φόβο και αυτό για τη Δικαιοσύνη είναι δύναμη».

Παράλληλα, ασκούν κριτική ως προς τις δημόσιες υποδείξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη στο έργο της Δικαιοσύνης, αναφερόμενοι στην παρέμβαση του διορισμένου από την κυβέρνηση, τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ισίδωρου Ντογιάκου μετά από επιστολή του πρωθυπουργού σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, όπως κατήγγειλε και η κ. Μαρία Καρυστιανού.

«Δεν διστάσαμε να εκφράσουμε δημόσια τη διαμαρτυρία μας για την με αριθμό πρωτ. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον τότε Εισαγγελέα του ΑΠ, που περιλάμβανε δημόσιες υποδείξεις σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτιμώντας ότι συνιστούσε “ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης”», τονίζουν στην ανακοίνωσή τους.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Για την δικαστική διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών:

«Συνειδητά επιλέξαμε όλο το προηγούμενο διάστημα να μην εμπλακούμε στη δημόσια συζήτηση γύρω από τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης του δυστυχήματος των Τεμπών.

Μέσα στον χείμαρρο πληροφοριών που διοχετεύονται καθημερινά από τα ΜΜΕ, στο ομιχλώδες τοπίο των αποκαλύψεων και των ντοκουμέντων, στην κοινωνική ένταση που συνοδεύει το τραγικότερο δυστύχημα των τελευταίων ετών και αποτελεί πλέον βασικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, με την δικαστική έρευνα να βρίσκεται σε εξέλιξη, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η προσπάθειά μας για ενημέρωση να παρερμηνευτεί εύκολα και να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης.  

Αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο αυτό, κρίνουμε ωστόσο αναγκαία μια τοποθέτηση, έστω στη μορφή της γενικότητάς της, αφού ούτε δικαιούμαστε να γνωρίζουμε στοιχεία της δικογραφίας, ούτε επιθυμούμε να επηρεάσουμε την πορεία της υπόθεσης.  

Στο όνομα των αδικοχαμένων επιβατών της αμαξοστοιχίας, του ελληνικού λαού, που διψάει για την αποκάλυψη της αλήθειας, των δημοκρατικών θεσμών, που αμφισβητούνται έντονα από την κοινωνία ως προς την αποτελεσματικότητά τους, της Δικαιοσύνης, που υποστασιοποιείται με το κύρος των αποφάσεών της, αισθανόμαστε βαρύ το χρέος που πέφτει στους ώμους μας.

Η απαίτηση για απονομή Δικαιοσύνης που για εκατομμύρια πολίτες είναι αίτημα, για εμάς είναι καθήκον.

Το ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλεισε τους δρόμους όλων των ελληνικών πόλεων πριν λίγες ημέρες ζητώντας την αποκάλυψη της αλήθειας, εκφράζει ενεργά ένα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα να κάνουμε ελεύθερα και ανεξάρτητα το λειτούργημά μας χωρίς φόβο και αυτό για τη Δικαιοσύνη είναι δύναμη. 

Οι δικαστές και εισαγγελείς είμαστε οι πρώτοι που σε κάθε ευκαιρία αναδείξαμε τις διαχρονικές παθογένειες τις κρατικής οργάνωσης, τις ελλείψεις σε υποδομές και εκπαιδευμένο επιστημονικό δυναμικό που πρέπει να επικουρεί μόνιμα και αξιόπιστα τις δικαστικές αρχές.

Επιδιώξαμε την λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας όχι για να δημιουργηθεί ένα επιπλέον ένστολο προσωπικό αστυνομικών καθηκόντων, όπως έγινε, αλλά για να στελεχωθεί με προσωπικό πραγματογνωμόνων διαφόρων επιστημονικών πεδίων, που θα προσεγγίζει τουλάχιστον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ταχύτητα, σε ευελιξία και σε επάρκεια. Με τις παθογένειες αυτές είμαστε καθημερινά αντιμέτωποι και αυτές καλούνται να αντιμετωπίσουν σε υπερθετικό βαθμό οι δικαστές που ερευνούν την υπόθεση, όπως και στη συνέχεια και αυτοί που θα κληθούν να τη δικάσουν.

Παράλληλα, έχουμε αποδείξει ότι πρώτοι εμείς επιδιώκουμε σταθερά την θωράκιση της ανεξαρτησίας μας και την αποσύνδεση από οποιαδήποτε συσχέτιση με την εκτελεστική εξουσία, ζητώντας τόσο απαγόρευση κατάληψης δημοσίων θέσεων από δικαστικούς λειτουργούς που αφυπηρετούν από το Σώμα, όσο και την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας με συνταγματική αναθεώρηση. Επανειλημμένα δε, αποκρούσαμε κάθε είδους υποδείξεις προς τους δικαστικούς λειτουργούς, ανεξαρτήτως προέλευσης ή ισχύος, ενώ στο παρελθόν, αντιλαμβανόμενοι την σημασία που θα έχει η περιφρούρηση της δικαστικής μας ανεξαρτησίας για την ουσία και τη εικόνα της Δικαιοσύνης, δεν διστάσαμε να εκφράσουμε δημόσια τη διαμαρτυρία μας για την με αριθμό πρωτ. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον τότε Εισαγγελέα του ΑΠ, που περιλάμβανε δημόσιες υποδείξεις σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτιμώντας ότι συνιστούσε «ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης».   

Οι πολίτες μπορούν να είναι βέβαιοι λοιπόν ότι η Δικαιοσύνη θα ανταποκριθεί στο δίκαιο κοινωνικό αίτημα για αποκάλυψη της αλήθειας, όχι γιατί ζει σε έναν ουτοπικό κόσμο που δεν υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα, όχι επειδή δεν υπάρχουν πολιτικές επιδιώξεις, όχι επειδή αυτή η υπόθεση δεν αντανακλά χρόνιες παθογένειες του πολιτικοοικονομικού μας συστήματος, αλλά ακριβώς γιατί θεσπίστηκε για να υπάρχει και να λειτουργεί πέρα από όλα αυτά». 

Η ανακοίνωση των δικαστικών λειτουργών ήταν εντελώς αντίθετη από αυτήν της προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα που εξέδωσε χθες, με την οποία επί της ουσίας κατηγορούσε τους συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών ότι παρεμβαίνουν στο έργο της Δικαιοσύνης «με λοιδορία, απειλητικές εκφράσεις, υποτίμηση, προσβολή και καθύβριση των θεσμών και των κανόνων».

«Η Δημοκρατία απαιτεί σεβασμό στους θεσμούς.

Η διαδικασία ορισμού εφέτη ως ανακριτή επί υποθέσεων εξαιρετικής σημασίας ρυθμίζεται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα τόσον από τις διατάξεις του άρθρου 28 του προϊσχύσαντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας όσον και από αυτές (ομοίου περιεχομένου) του άρθρου 29 του ίδιου Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 4620/2019 και ισχύει μέχρι σήμερα.

Η συνδρομή νόμιμης περίπτωσης ορισμού εφέτη ως ανακριτή προτείνεται από τον εισαγγελέα εφετών και περί αυτής αποφαίνεται το δικαστήριο των μελών (ολομέλεια) του αρμοδίου κατά τόπο εφετείου, που συνεδριάζει σε συμβούλιο, το οποίο και αποφαίνεται περί αυτής αποφασιστικά.

Σε καταφατική περίπτωση, το ως άνω δικαστήριο ορίζει, επίσης αποφασιστικά, με ονομαστική ψηφοφορία, ένα εκ των μελών του ως ανακριτή ή ακόμη τον επίκουρο τούτου, αν θεωρεί ότι απαιτείται από το εύρος της υποθέσεως καθώς και τον αναπληρωτή του, που, κατά την κρίση του, είναι ικανοί να διενεργήσουν και να ολοκληρώσουν την ανάκριση, ακόμη και όταν αυτή έχει ήδη ανατεθεί σε ανακριτή πρωτοδίκη, ο οποίος οφείλει να διακόψει κάθε ανακριτική ενέργεια επί της συγκεκριμένης υποθέσεως και να διαβιβάσει τη δικογραφία στον ορισθέντα εφέτη ανακριτή.

Μέχρι σήμερα, πλείστες ιδιαίτερα σοβαρές υποθέσεις ανατέθηκαν, νομοτύπως, σε εφέτες ανακριτές.

Ενδεικτικά, αναφέρονται: η ανάκριση για τα εγκλήματα των τρομοκρατικών οργανώσεων 17 Νοέμβρη και ΕΛΑ, η ανάκριση για το Βατοπέδι, τα δομημένα ομόλογα, τα παραδικαστικά κυκλώματα, την υπόθεση της SIEMENS, την υπόθεση τρομοκρατίας και την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, με αντίστοιχες αποφάσεις της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών, την υπόθεση των Ζωνιανών στην Κρήτη, με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Κρήτης και, τελευταία, για την υπόθεση των Τεμπών, με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Λάρισας.

Πρέπει να επισημανθεί ότι μέχρι σήμερα ουδείς θεσμικός παράγων αμφισβήτησε την εγκυρότητα της ανωτέρω διαδικασίας. Αντίθετα, συνήγοροι και εμπλακέντες διάδικοι εξέφραζαν την εμπιστοσύνη σε πρόσωπα μείζονος εμπειρίας και νομομάθειας, ήτοι σε ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς.

Διαφωνίες, ασφαλώς, μπορούν να εκφραστούν, θεσμικά, για δικαστικές αποφάσεις ή δικαστικές ενέργειες και δράσεις. Ο σχολιασμός, άλλωστε, δικαστικών αποφάσεων είναι ουσιώδες στοιχείο λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η διαφωνία, όμως, σε νομική προσέγγιση και ερμηνεία δεν μπορεί να εκφραστεί από οποιονδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, με λοιδορία, απειλητικές εκφράσεις, υποτίμηση, προσβολή και καθύβριση των θεσμών και των κανόνων, μέσα από τους οποίους η δημοκρατία καθορίζει τα πλαίσια λειτουργίας των θεσμών.

Είναι προφανές ότι η ρήξη με τους θεσμούς πλήττει καίρια τη δημοκρατία και μάλιστα πενήντα χρόνια μετά την αποκατάστασή της. Σε κάθε περίσταση, όμως, ο δικαστής οφείλει να συνεχίσει να δεσμεύεται μόνον από το νόμο και τη συνείδησή του, εξοπλισμένος από το Σύνταγμα με τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.»

 

ΠΗΓΗ