Της Τασούλας Γεωργιάδου – Μέλους του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ

 

Παιδεία: Στις 29 Ιανουαρίου 2025 εγκρίθηκε από την Βουλή η πρώτη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ της πολιτείας και του Ωνάσειου Ιδρύματος και η οποία προβλέπει τη μετατροπή 22 υφιστάμενων σχολείων (11 Γυμνασίων και 11 Λυκείων) σε «σύγχρονες εκπαιδευτικές μονάδες» που «θα προωθούν καινοτομίες και εκπαιδευτικές πρακτικές υψηλού επιπέδου» (πληροφορική, ρομποτική, τέχνες) σε συνεργασία με ΑΕΙ, ερευνητικά κέντρα και κοινωφελή ιδρύματα. Παρόλο που το εγχείρημα αυτό παρουσιάζεται ως μια καινοτόμος παρέμβαση για την ενίσχυση της δημόσιας εκπαίδευσης, στην πραγματικότητα αποτελεί υιοθέτηση εκπαιδευτικών πολιτικών πρακτικών που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ) σε πολλές χώρες.

Σύμφωνα με την σύμβαση, το Ίδρυμα Ωνάση θα αναλάβει την κτιριακή αναβάθμιση των σχολικών υποδομών που βρίσκονται σε ευάλωτες, κοινωνικά και οικονομικά, περιοχές τόσο της Αττικής όσο και της υπόλοιπης επικράτειας (έως 1 εκατομμυρίου ευρώ ανά σχολική μονάδα) καθώς και την κάλυψη μέρους των λειτουργικών τους εξόδων (έως 500.000 ευρώ ετησίως ανά σχολείο). Συνολικά, 6.000 μαθητές και μαθήτριες (από το σύνολο 550.000 περίπου νέων στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση) θα έχουν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε αυτά τα σχολεία, από τα οποία τα 6 πρώτα, 3 Λύκεια και 3 Γυμνάσια, θα λειτουργήσουν τον Σεπτέμβριο του 2025. Tα Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία (ΔΗΜ.Ω.Σ) θα δέχονται παιδιά, όχι απαραίτητα μόνο από την περιοχή που αυτά εδρεύουν, μετά από γραπτές εξετάσεις γνώσεων ή ηλεκτρονικό τεστ δεξιοτήτων στην Α’ Γυμνασίου και στην Α’ Λυκείου αλλά και με προφορική συνέντευξη για την «αξιολόγηση της προσωπικότητάς τους». Μάλιστα, για την τελική κατάταξη τους σε αυτά τα σχολεία εισάγεται κριτήριο εντοπιότητας σε ποσοστό που θα κυμαίνεται κατ’ ελάχιστο από 40% έως 60%. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή φαίνεται να παραβλέπει μία εξαιρετικά κρίσιμη παράμετρο: τη συμπερίληψη των παιδιών με αναπηρία ή ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Στα Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία προβλέπεται ότι θα υπάρχει ένα, διαφοροποιημένο από τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία, πρόγραμμα σπουδών και διδακτικό ωράριο για τους εκπαιδευτικούς, μικρότερος αριθμός μαθητών στην τάξη (25 και όχι 27-29 που ισχύει για όλα τα άλλα), διαφορετικό απολυτήριο, ακόμα και διαφορετικό ωράριο λειτουργίας (μέχρι και θερινά μαθήματα). Το προσωπικό θα επιλέγεται με τετραετή θητεία και υψηλότερες αμοιβές έναντι των άλλων εκπαιδευτικών, με ατομικό φάκελο προσόντων (μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι, πάσης φύσεως επιμορφωτικά σεμινάρια και βεβαιώσεις σπουδών, διαρκής αξιολόγηση και κυνήγι δεξιοτήτων), με συνέντευξη και διαρκή αξιολόγηση, με βάση τις επιδόσεις των μαθητών.

Επιπλέον, έως το 2029 οι εκπαιδευτικοί που ήδη υπηρετούν σε αυτά θα πρέπει να έχουν ολοκληρώσει την απαραίτητη επιμόρφωση στις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες, αλλιώς δεν θα ανανεωθεί η θητεία τους. Επίσης, προβλέπεται πιο ενισχυμένος ο ρόλος του Διευθυντή, που θα έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τους υποδιευθυντές, να αποφασίζει ποιους εκπαιδευτικούς θα αξιολογεί και πότε. Η διαφοροποίηση, σε σχέση με τα υπόλοιπα δημόσια σχολεία, αφορά ακόμα και τη φύλαξη και την καθαριότητα. Ακόμη και στην περίπτωση μη δυνατότητας κάλυψης των αναγκών, με βάση τις διαδικασίες που ορίζει ο νόμος, σε ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, σχολικούς νοσηλευτές, επιστήμονες πληροφορικής, το Ίδρυμα θα έχει την ευχέρεια να προσλάβει προσωπικό και από τον ιδιωτικό τομέα. Τέλος, το δίκτυο των Ωνάσειων Σχολείων θα διοικείται από εννεαμελή Επιτροπή και μάλιστα με αυξημένες αρμοδιότητες, στην οποία πέντε μέλη θα ορίζονται από το Υπουργείο Παιδείας, με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα θα υποδεικνύονται από το Ίδρυμα Ωνάση. Με λίγα λόγια, εκχωρείται ένα τμήμα της δημόσιας δωρεάν δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε ιδιώτες και αυτό πιστοποιείται καθαρά και με όσα προβλέπονται στο άρθρο 11 της Σύμβασης, καθώς «ρητά συμφωνείται ότι οι όροι της παρούσας Σύμβασης Δωρεάς υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας και κανονιστικού πλαισίου».

Τα τελευταία χρόνια, η πολιτική που εφαρμόζεται τόσο στον τομέα της Παιδείας, όσο και σε άλλους τομείς, είναι απαξιωτική. Δυστυχώς, η δημόσια εκπαίδευση αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα αφού οι λειτουργικές δαπάνες των σχολείων έχουν εκτοξευτεί, παιδιά κάνουν μάθημα σε παγωμένες τάξεις, σε αίθουσες που πλημμυρίζουν με την πρώτη βροχή, με ταβάνια και σοβάδες να πέφτουν κάθε τρεις και λίγο, ή σε κοντέινερ ακατάλληλα και επικίνδυνα για την ασφάλεια τους. Επιπλέον, εκπαιδευτικά κενά, ακόμη και σε βασικά μαθήματα, παραμένουν ακάλυπτα και το αρμόδιο Υπουργείο, αντί για προσλήψεις, προχωρά σε υποχρεωτικές αναθέσεις υπερωριών και συγχωνεύσεις εκατοντάδων τμημάτων με αποτέλεσμα αυτά να είναι πολυπληθή.

Η απόφαση της κυβέρνησης να μετατρέψει 22 σχολεία σε Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία, με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Ωνάση, προκαλεί έντονες αντιδράσεις γιατί ελήφθη χωρίς διαβούλευση με τους άμεσα εμπλεκόμενους – γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς – και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως αυταρχική κίνηση που αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της δημόσιας εκπαίδευσης. Η ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η κυβέρνηση στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην κοινωνία: Δεν είναι ευθύνη και υποχρέωση της οργανωμένης πολιτείας να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία όλων των σχολείων με σύγχρονα προγράμματα σπουδών, με ασφαλείς και επαρκείς υποδομές, με το απαραίτητο εκπαιδευτικό προσωπικό και με την αναγκαία υποστήριξη ειδικών επιστημόνων». Επομένως, η επιχειρούμενη αποχώρηση του κράτους από τις συνταγματικές του υποχρεώσεις για τη στήριξη και ενίσχυση της δημόσιας δωρεάν παιδείας και η υποκατάστασή του από ιδιώτες δεν είναι τυχαία γιατί, αν ήθελε πραγματικά να εξασφαλιστούν χρήματα, θα προχωρούσε στην κατάργηση των φοροαπαλλαγών και άλλων προνομίων που απολαμβάνουν οι τελευταίοι. Τώρα, και καθεστώς φορολογικής ασυλίας έχει το συγκεκριμένο Ίδρυμα (κάθε δωρεά του εκπίπτει της φορολογίας ως το ποσό του 40% του συνολικού του εισοδήματος) και αναγορεύεται σε ευεργέτης που εθελοντικά και δήθεν άδολα προσφέρει τα χρήματά του. Ωστόσο, οι ίδιοι οι υπεύθυνοι του Ιδρύματος παραδέχθηκαν ότι θα έχουν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των δημόσιων σχολείων και τα σχέδια τους, που περιλαμβάνουν την αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, την κατάργηση των οργανικών θέσεων (άρα, εκατοντάδες εκπαιδευτικοί θα μπουν σε ένα καθεστώς αβεβαιότητας) και την ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των διδασκόντων, φανερώνουν μια συνολική αλλαγή στην κατεύθυνση της εκπαίδευσης, όπου η γνώση και η μόρφωση μετατρέπονται σε προϊόν προς πώληση με απώτερο σκοπό το κέρδος.

Πίσω από τις κυβερνητικές θριαμβολογίες για τα ”αυτόνομα” Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία κρύβεται σκόπιμα η κατηγοριοποίηση των σχολείων: σε αυτά που θα ενισχύονται στοχευμένα με κάθε μέσο γιατί θα βγάζουν τα στελέχη εκείνα που θα πλαισιώνουν τα ανώτερα ερευνητικά, οικονομικά, πολιτικά, κρατικά κλιμάκια και στα άλλα, αυτά των λαϊκών στρωμάτων, το πρόγραμμα των οποίων θα επικεντρώνεται σε επιφανειακές γνώσεις και δεξιότητες για φτηνό εργατικό δυναμικό. Έτσι, όμως, δεν δίνονται ίσες ευκαιρίες σε όλους. Από τη στιγμή που η διαδικασία της εισαγωγής στα Δημόσια Ωνάσεια Σχολεία θα γίνεται με όρους κυρίαρχα εξεταστικούς, αυτομάτως μαθητές περιοχών με υψηλά ποσοστά οικονομικής ανέχειας και κοινωνικού αποκλεισμού θα έχουν ελάχιστες πιθανότητες να ανταγωνιστούν παιδιά πλουσίων, και μάλιστα από όλη την Περιφέρεια, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί οι νέοι θα πρέπει να αναζητήσουν θέση σε ένα άλλο σχολείο, ακόμα και εκτός της περιοχής τους, το οποίο θα αντιμετωπίζει ήδη συσσώρευση μαθητικού πληθυσμού και περαιτέρω υποβάθμιση. Επίσης, η θεσμοποίηση αυτή της ανισότητας στη διαχείριση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας θα διαμορφώσει συνθήκες γιγάντωσης μιας νέας βιομηχανίας φροντιστηρίων. Ήδη, κάποια από αυτά έχουν έτοιμα τα πακέτα προετοιμασίας, με τα αζημίωτο φυσικά. Τι να κάνουμε όμως; Όπως είπε και ο Πρωθυπουργός: «μια κοινωνία χωρίς ανισότητες είναι αντίθετη στην ανθρώπινη φύση…».

Ο κίνδυνος «έμμεσης ιδιωτικοποίησης» του δημόσιου σχολείου είναι ορατός. Μετά την εισαγωγή του θεσμού του Διεθνούς Απολυτηρίου (International Baccalaureate, ΔΑ-IB) που άνοιξε την πόρτα για την καλλιέργεια επιπλέον ταξικών διακρίσεων αφού οι κάτοχοί του θα εισάγονται όχι μόνο στα ιδιωτικά πανεπιστήμια αλλά και στα δημόσια ΑΕΙ χωρίς τις συμπληγάδες των πανελληνίων εξετάσεων, έρχεται τώρα η δημιουργία των Ωνάσειων Σχολείων να κλιμακώσει την αποδόμηση της δημόσιας εκπαίδευσης. Η επιχειρηματική δραστηριότητα, και με την βοήθεια του κράτους, επιδιώκει να δημιουργήσει ένα σχολείο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του εαυτού της, του ανταγωνισμού, του ατομισμού, της υποταγής των πάντων στους στόχους των κερδών της. Το ερώτημα που εγείρεται είναι: κατά πόσο μια τέτοια χρηματοδοτική παρέμβαση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εισόδου και άλλων ιδιωτικών φορέων σε δημόσιους εκπαιδευτικούς θεσμούς, χωρίς σαφή καθορισμό κανόνων; Θα μπορούσαν οι φορείς αυτοί να είναι θρησκευτικού ή πολιτικού χαρακτήρα, επηρεάζοντας το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης;

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η αναβάθμιση των σχολείων είναι επείγουσα. Όμως, επείγει και η προστασία του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Τυχόν αλλαγές πρέπει να σέβονται: 1) την εντοπιότητα ώστε να παραμένει υψηλό το ποσοστό μαθητών από την περιοχή, 2) την κοινωνική δικαιοσύνη: ολόπλευρη και ουσιαστική μόρφωση για όλα τα παιδιά και όχι μόνο για τα λίγα και τα εκλεκτά και 3) την αυστηρή δημόσια εποπτεία διασφαλίζοντας ένα ενιαίο δωδεκάχρονο δημόσιο σχολείο με μόνιμο και σταθερό εκπαιδευτικό προσωπικό, με δομές που θα υποστηρίζουν τις ανάγκες των μαθητών μας (εργαστήρια, χώροι άθλησης), με γενναία χρηματοδότηση (για συντήρηση, επισκευή, ή ακόμα και κατασκευή νέων σχολικών κτιρίων), και, τέλος, με παιδαγωγική ελευθερία που δεν θα στερεί από κανένα παιδί, ανεξαρτήτως των μαθησιακών ή αναπηρικών του αναγκών, την χαρά, την δημιουργία, την γνώση.

Τασούλα Γεωργιάδου – Μέλος του Νέου Εθνικά Ενιαίου Πολιτικού Σχηματισμού ΠΡΩΤΑ Η ΕΛΛΑΔΑ

πηγή