Διαβάστε το κεντρικό θέμα της Εφημερίς Εστία
Τί ἀπήντησε ἡ Ἕνωσις Δικαστῶν καί Εἰσαγγελέων στήν Πρόεδρο τοῦ Ἀρείου Πάγου- Ὀξεῖα ἀντίδρασις τῆς Εἰσαγγελέως τοῦ ΑΠ στό προσκλητήριο γιά τόν διαδικτυακό τραμπουκισμό τοῦ ἀνακριτοῦ
ΣΕ ΕΥΘΕΙΑ σύγκρουση μέ τήν Πρόεδρο τοῦ Ἀρείου Πάγου κ. Ἰωάννα Κλάπα γιά τόν χειρισμό τῆς ὑποθέσεως τῶν Τεμπῶν ἔρχεται ἡ Ἕνωσις Δικαστῶν καί Εἰσαγγελέων. Ἡ κ. Κλάπα, μέ δήλωσή της, σέ ἀπάντηση πρός τήν κ. Μαρία Καρυστιανοῦ, ἀναφέρει ὅτι: «Ἡ διαφωνία, σέ νομική προσέγγιση καί ἑρμηνεία, δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ ἀπό ὁποιονδήποτε καί γιά ὁποιονδήποτε λόγο, μέ λοιδορία, ἀπειλητικές ἐκφράσεις, ὑποτίμηση, προσβολή καί καθύβριση τῶν θεσμῶν καί τῶν κανόνων, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἡ δημοκρατία καθορίζει τά πλαίσια λειτουργίας τῶν θεσμῶν». Ἐπιπροσθέτως, ἡ Εἰσαγγελεύς τοῦ Ἀρείου Πάγου κ. Γεωργία Ἀδειλίνη ἐπιλαμβάνεται τοῦ «διαδικτυακοῦ τραμπουκισμοῦ» μέ ἀφορμή τήν ἀνάρτηση εἰς βάρος τοῦ ἐφέτου ἀνακριτοῦ τῆς ὑποθέσεως τοῦ σιδηροδρομικοῦ δυστυχήματος τῶν Τεμπῶν, παρήγγειλε στόν προϊστάμενο τῆς Εἰσαγγελίας Πρωτοδικῶν Ἀθηνῶν κατεπείγουσα προκαταρκτική ἐξέταση γιά τήν διερεύνηση αὐτεπαγγέλτως διωκομένων ἐγκλημάτων.
Ἀπ’ ἐναντίας, ἡ Ἕνωσις Δικαστῶν καί Εἰσαγγελέων ἐμφανίζεται νά ταυτίζεται μέ τίς διαμαρτυρίες, ἀναφέροντας στήν σχετική ἀνακοίνωση πού ἐξέδωσε χθές ὅτι: «Τό ἀνθρώπινο ποτάμι πού κατέκλεισε τούς δρόμους ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πρίν λίγες ἡμέρες ζητῶντας τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἐκφράζει ἐνεργά ἕνα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα νά κάνουμε ἐλεύθερα καί ἀνεξάρτητα τό λειτούργημά μας χωρίς φόβο καί αὐτό γιά τή Δικαιοσύνη εἶναι δύναμη».
Ἀμέσως δέ ἀναφέρεται σέ διαχρονικές παθογένειες: «Οἱ δικαστές καί εἰσαγγελεῖς εἴμαστε οἱ πρῶτοι πού σέ κάθε εὐκαιρία ἀναδείξαμε τίς διαχρονικές παθογένειες τῆς κρατικῆς ὀργάνωσης, τίς ἐλλείψεις σέ ὑποδομές καί ἐκπαιδευμένο ἐπιστημονικό δυναμικό πού πρέπει νά ἐπικουρεῖ μόνιμα καί ἀξιόπιστα τίς δικαστικές ἀρχές».
Ὑπενθυμίζεται ὅτι στήν δήλωσή της ἡ κ. Κλάπα ἀφοῦ παραθέτει τά προβλεπόμενα ἀπό τήν νομοθεσία γιά τόν ὁρισμό ἐφέτου ἀνακριτοῦ, ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις: «Μέχρι σήμερα, πλεῖστες ἰδιαίτερα σοβαρές ὑποθέσεις ἀνατέθηκαν, νομοτύπως, σέ ἐφέτες ἀνακριτές. Ἐνδεικτικά, ἀναφέρονται: ἡ ἀνάκριση γιά τά ἐγκλήματα τῶν τρομοκρατικῶν ὀργανώσεων 17 Νοέμβρη καί ΕΛΑ, ἡ ἀνάκριση γιά τό Βατοπέδι, τά δομημένα ὁμόλογα, τά παραδικαστικά κυκλώματα, τήν ὑπόθεση τῆς SIEMENS, τήν ὑπόθεση τρομοκρατίας καί τήν ὑπόθεση τῆς ἐγκληματικῆς ὀργάνωσης τῆς ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, μέ ἀντίστοιχες ἀποφάσεις τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Ἐφετείου Ἀθηνῶν, τήν ὑπόθεση τῶν Ζωνιανῶν στήν Κρήτη, μέ ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Ἐφετείου Κρήτης καί, τελευταῖα, γιά τήν ὑπόθεση τῶν Τεμπῶν, μέ ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ Ἐφετείου Λάρισας».
Καταλήγει δέ ὡς ἑξῆς:
«Πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ὅτι μέχρι σήμερα οὐδείς θεσμικός παράγων ἀμφισβήτησε τήν ἐγκυρότητα τῆς ἀνωτέρω διαδικασίας. Ἀντίθετα, συνήγοροι καί ἐμπλακέντες διάδικοι ἐξέφραζαν τήν ἐμπιστοσύνη σέ πρόσωπα μείζονος ἐμπειρίας καί νομομάθειας, ἤτοι σέ ἀνώτερους δικαστικούς λειτουργούς.
Διαφωνίες, ἀσφαλῶς, μποροῦν νά ἐκφραστοῦν, θεσμικά, γιά δικαστικές ἀποφάσεις ἤ δικαστικές ἐνέργειες καί δράσεις. Ὁ σχολιασμός, ἄλλωστε, δικαστικῶν ἀποφάσεων εἶναι οὐσιῶδες στοιχεῖο λειτουργίας τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ἡ διαφωνία, ὅμως, σέ νομική προσέγγιση καί ἑρμηνεία δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ ἀπό ὁποιονδήποτε καί γιά ὁποιονδήποτε λόγο, μέ λοιδορία, ἀπειλητικές ἐκφράσεις, ὑποτίμηση, προσβολή καί καθύβριση τῶν θεσμῶν καί τῶν κανόνων, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἡ δημοκρατία καθορίζει τά πλαίσια λειτουργίας τῶν θεσμῶν. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ρήξη μέ τούς θεσμούς πλήττει καίρια τή δημοκρατία καί μάλιστα πενῆντα χρόνια μετά τήν ἀποκατάστασή της. Σέ κάθε περίσταση, ὅμως, ὁ δικαστής ὀφείλει νά συνεχίσει νά δεσμεύεται μόνον ἀπό τό νόμο καί τή συνείδησή του, ἐξοπλισμένος ἀπό τό Σύνταγμα μέ τίς ἐγγυήσεις τῆς λειτουργικῆς καί προσωπικῆς ἀνεξαρτησίας».
Ἀπό τήν πλευρά της, ἡ Ἕνωσις Δικαστῶν καί Εἰσαγγελέων στήν ἀνακοίνωσή της ἀναφέρει:
«Συνειδητά ἐπιλέξαμε ὅλο τό προηγούμενο διάστημα νά μήν ἐμπλακοῦμε στή δημόσια συζήτηση γύρω ἀπό τή δικαστική διερεύνηση τῆς ὑπόθεσης τοῦ δυστυχήματος τῶν Τεμπῶν. Μέσα στόν χείμαρρο πληροφοριῶν πού διοχετεύονται καθημερινά ἀπό τά ΜΜΕ, στό ὁμιχλῶδες τοπίο τῶν ἀποκαλύψεων καί τῶν ντοκουμέντων, στήν κοινωνική ἔνταση πού συνοδεύει τό τραγικότερο δυστύχημα τῶν τελευταίων ἐτῶν καί ἀποτελεῖ πλέον βασικό πεδίο πολιτικῆς ἀντιπαράθεσης, μέ τήν δικαστική ἔρευνα νά βρίσκεται σέ ἐξέλιξη, ἐλλοχεύει πάντα ὁ κίνδυνος ἡ προσπάθειά μας γιά ἐνημέρωση νά παρερμηνευτεῖ εὔκολα καί νά μήν τύχει θετικῆς ἀνταπόκρισης. Ἀναλαμβάνοντας τόν κίνδυνο αὐτό, κρίνουμε ὡστόσο ἀναγκαία μιά τοποθέτηση, ἔστω στή μορφή τῆς γενικότητάς της, ἀφοῦ οὔτε δικαιούμαστε νά γνωρίζουμε στοιχεῖα τῆς δικογραφίας, οὔτε ἐπιθυμοῦμε νά ἐπηρεάσουμε τήν πορεία τῆς ὑπόθεσης.
Στό ὄνομα τῶν ἀδικοχαμένων ἐπιβατῶν τῆς ἁμαξοστοιχίας, τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού διψάει γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν, πού ἀμφισβητοῦνται ἔντονα ἀπό τήν κοινωνία ὡς πρός τήν ἀποτελεσματικότητά τους, τῆς Δικαιοσύνης, πού ὑποστασιοποιεῖται μέ τό κῦρος τῶν ἀποφάσεών της, αἰσθανόμαστε βαρύ τό χρέος πού πέφτει στούς ὤμους μας. Ἡ ἀπαίτηση γιά ἀπονομή Δικαιοσύνης πού γιά ἑκατομμύρια πολῖτες εἶναι αἴτημα, γιά ἐμᾶς εἶναι καθῆκον.
Τό ἀνθρώπινο ποτάμι πού κατέκλεισε τούς δρόμους ὅλων τῶν ἑλληνικῶν πόλεων πρίν λίγες ἡμέρες ζητῶντας τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ἐκφράζει ἐνεργά ἕνα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα νά κάνουμε ἐλεύθερα καί ἀνεξάρτητα τό λειτούργημά μας χωρίς φόβο καί αὐτό γιά τή Δικαιοσύνη εἶναι δύναμη.
Οἱ δικαστές καί εἰσαγγελεῖς εἴμαστε οἱ πρῶτοι πού σέ κάθε εὐκαιρία ἀναδείξαμε τίς διαχρονικές παθογένειες τίς κρατικῆς ὀργάνωσης, τίς ἐλλείψεις σέ ὑποδομές καί ἐκπαιδευμένο ἐπιστημονικό δυναμικό πού πρέπει νά ἐπικουρεῖ μόνιμα καί ἀξιόπιστα τίς δικαστικές ἀρχές. Ἐπιδιώξαμε τήν λειτουργία τῆς δικαστικῆς ἀστυνομίας ὄχι γιά νά δημιουργηθεῖ ἕνα ἐπί πλέον ἔνστολο προσωπικό ἀστυνομικῶν καθηκόντων, ὅπως ἔγινε, ἀλλά γιά νά στελεχωθεῖ μέ προσωπικό πραγματογνωμόνων διαφόρων ἐπιστημονικῶν πεδίων, πού θά προσεγγίζει τοὐλάχιστον τόν εὐρωπαϊκό μέσο ὅρο σέ ταχύτητα, σέ εὐελιξία καί σέ ἐπάρκεια. Μέ τίς παθογένειες αὐτές εἴμαστε καθημερινά ἀντιμέτωποι καί αὐτές καλοῦνται νά ἀντιμετωπίσουν σέ ὑπερθετικό βαθμό οἱ δικαστές πού ἐρευνοῦν τήν ὑπόθεση, ὅπως καί στή συνέχεια καί αὐτοί πού θά κληθοῦν νά τή δικάσουν.
Παράλληλα, ἔχουμε ἀποδείξει ὅτι πρῶτοι ἐμεῖς ἐπιδιώκουμε σταθερά τήν θωράκιση τῆς ἀνεξαρτησίας μας καί τήν ἀποσύνδεση ἀπό ὁποιαδήποτε συσχέτιση μέ τήν ἐκτελεστική ἐξουσία, ζητῶντας τόσο ἀπαγόρευση κατάληψης δημοσίων θέσεων ἀπό δικαστικούς λειτουργούς πού ἀφυπηρετοῦν ἀπό τό Σῶμα, ὅσο καί τήν ἀλλαγή τοῦ τρόπου ἐπιλογῆς τῆς ἡγεσίας μέ συνταγματική ἀναθεώρηση.
Ἐπανειλημμένα δέ ἀποκρούσαμε κάθε εἴδους ὑποδείξεις πρός τούς δικαστικούς λειτουργούς, ἀνεξαρτήτως προέλευσης ἤ ἰσχύος, ἐνῷ στό παρελθόν, ἀντιλαμβανόμενοι τήν σημασία πού θά ἔχει ἡ περιφρούρηση τῆς δικαστικῆς μας ἀνεξαρτησίας γιά τήν οὐσία καί τήν εἰκόνα τῆς Δικαιοσύνης, δέν διστάσαμε νά ἐκφράσουμε δημόσια τή διαμαρτυρία μας γιά τήν μέ ἀριθμό πρωτ. 1204/06.03.2023 ἐπιστολή τοῦ Πρωθυπουργοῦ πρός τόν τότε Εἰσαγγελέα τοῦ ΑΠ, πού περιλάμβανε δημόσιες ὑποδείξεις σχετικά μέ τή διερεύνηση τοῦ δυστυχήματος τῶν Τεμπῶν, ἐκτιμῶντας ὅτι συνιστοῦσε “εὐθεῖα παραβίαση τῆς ἀρχῆς τῆς διάκρισης τῶν ἐξουσιῶν καί ἔμμεση ὑπονόμευση τοῦ κύρους τῆς Δικαιοσύνης”.
Οἱ πολῖτες μποροῦν νά εἶναι βέβαιοι λοιπόν ὅτι ἡ Δικαιοσύνη θά ἀνταποκριθεῖ στό δίκαιο κοινωνικό αἴτημα γιά ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας, ὄχι γιατί ζεῖ σέ ἕναν οὐτοπικό κόσμο πού δέν ὑπάρχουν ἰσχυρά συμφέροντα, ὄχι ἐπειδή δέν ὑπάρχουν πολιτικές ἐπιδιώξεις, ὄχι ἐπειδή αὐτή ἡ ὑπόθεση δέν ἀντανακλᾶ χρόνιες παθογένειες τοῦ πολιτικοοικονομικοῦ μας συστήματος, ἀλλά ἀκριβῶς γιατί θεσπίστηκε γιά νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ πέρα ἀπό ὅλα αὐτά».