Στόχος επιβίωσης του Μερτς το 30% των ψήφων, ανεβαίνει η ακροδεξιά AfD.
Αξιοσημείωτη πτώση για την προπορευόμενη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) και άνοδο για την ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) δείχνει το τελευταίο πριν από τις εκλογές «Πολιτικό Βαρόμετρο» του Ινστιτούτου Wahlen, για λογαριασμό του δεύτερου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ZDF. Υψηλό παραμένει το ποσοστό των αναποφάσιστων.
Αν και φαβορί στις εκλογές της Κυριακής, ο επικεφαλής των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών, Φρίντριχ Μερτς, αγωνιά για το αποτέλεσμα της κάλπης και για πιθανές εσωκομματικές γκρίνιες, σημειώνει η Deutsche Welle. Στις εκλογές της Κυριακής υπάρχει ένας μαγικός αριθμός που θα κρίνει το πολιτικό του μέλλον: O «καγκελάριος εν αναμονή» χρειάζεται τουλάχιστον το 30% των ψήφων. Ή ακόμα καλύτερα, 30% συν κάτι. Και αυτό, για δύο πολύ σοβαρούς και ουσιαστικούς λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι το «30% συν κάτι» ήταν ανέκαθεν ο «σκληρός πυρήνας» της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU). Ακόμα και στις δύσκολες εκλογές του 2009, εν μέσω χρηματοπιστωτικής κρίσης και με τους αναλυτές να μιλούν για «ιταλοποίηση» του πολιτικού σκηνικού, η Άνγκελα Μέρκελ είχε καταφέρει να επανεκλεγεί καγκελάριος με 33,8%. Μπορεί να ήταν το χειρότερο ποσοστό των Χριστιανοδημοκρατών από το 1949, αλλά αποδείχθηκε αρκετό για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP).
Αντιθέτως, στις εκλογές του 2021 ο επιρρεπής στις γκάφες, Άρμιν Λάσετ, είχε οδηγήσει τους Χριστιανοδημοκράτες στα «ιστορικά χαμηλά» του 24,1% (απώλειες -8,8% σε σχέση με τις εκλογές του 2017). Γι’ αυτό άλλωστε απομακρύνθηκε από την ηγεσία του κόμματος μέσα σε λίγες ημέρες, με τον σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς να διαδέχεται τελικά τη Μέρκελ στην καγκελαρία.
Σύμφωνα με γερμανικά δημοσιεύματα, τις τελευταίες ημέρες υπάρχει κάποιος «προβληματισμός» (για να μην πούμε ότι άρχισαν οι γκρίνιες), καθώς οι Χριστιανοδημοκράτες δύσκολα υπερβαίνουν το «ασφαλές κατώφλι» του 30%, ενώ την ίδια στιγμή η ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να «τσιμπάει» μία ή δύο μονάδες, πλησιάζοντας το 22%.
Η νέα δημοσκόπηση
Οι CDU/CSU καταγράφουν απώλειες, αλλά διατηρούν το σαφές προβάδισμά τους με ποσοστό 28% (-2), ενώ η AfD παραμένει δεύτερη και ενισχύεται, φθάνοντας στο 21% (+1). Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ακολουθεί με 16% και χωρίς μεταβολή των ποσοστών του, όπως και οι Πράσινοι με 14%. Η Αριστερά εξακολουθεί να αυξάνει τις δυνάμεις της και φθάνει στο 8% (+1), ενώ Φιλελεύθεροι (FDP) και Συμμαχία Ζάρα Βάγκενκνεχτ (BSW) ενισχύονται κατά μισή μονάδα, αλλά παραμένουν κάτω από το όριο του 5%, με 4,5%. Οι αναποφάσιστοι, τρεις μέρες πριν από τις εκλογές, ανέρχονται σε 27%. Παρόμοια ήταν η εικόνα και πριν από τις εκλογές του 2021, ωστόσο τότε η διαφορά μεταξύ πρώτου (SPD) και δεύτερου κόμματος (CDU/CSU) ήταν οριακή.
Με τα δεδομένα της δημοσκόπησης, ο μόνος πολιτικά ρεαλιστικός συνασπισμός θα ήταν εφικτός μεταξύ της Ένωσης και του SPD, με οριακή ωστόσο πλειοψηφία. Καθοριστικής σημασίας θα είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα κατορθώσουν τελικά να βρεθούν στην επόμενη βουλή, καθώς όσο περισσότερα είναι, τόσο περιορίζεται η πιθανότητα να αρκούν δύο κόμματα για τον σχηματισμό βιώσιμου κυβερνητικού συνασπισμού.
Στην ερώτηση για την απευθείας επιλογή καγκελάριου, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματoς (CDU) Φρίντριχ Μερτς συγκεντρώνει το 32% της προτίμησης (-1), ο υποψήφιος των Πρασίνων Ρόμπερτ Χάμπεκ το 21% (-3), ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς (SPD) το 18% (+1) και η υποψήφια της AfD Αλίς Βάιντελ το 14% χωρίς μεταβολή στα ποσοστά της. Επιπλέον, το 57% θεωρεί ότι ο Όλαφ Σολτς δεν κάνει καλά την δουλειά του, ενώ αντίθετη άποψη εκφράζει το 39%.
Ο Μερτς προτιμά SPD
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ο Μερτς αγωνιά για το «μαγικό 30%» είναι ότι με ένα τέτοιο ποσοστό θα χρειαζόταν, κατά πάσα πιθανότητα, μόνο έναν κυβερνητικό εταίρο στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Το είπε ξεκάθαρα σε πρόσφατο τηλεοπτικό ντιμπέιτ: «Στρατηγικός μου στόχος είναι να έχουμε ανοιχτές τουλάχιστον δύο επιλογές, αλλά τελικά να χρειαστούμε μόνο μία. Είτε τους Σοσιαλδημοκράτες, είτε τους Πράσινους». Πιο πιθανό σενάριο είναι μία νέα έκδοση, μετά την εποχή Μέρκελ, του «μεγάλου συνασπισμού» με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD).
Αλλά ο Μερτς, σε αντίθεση με τους ομοϊδεάτες του από το Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) στην Αυστρία, είχε την προνοητικότητα να μην αποκλείσει προεκλογικά ούτε μία πιθανή μετεκλογική συμμαχία με τους Πράσινους. Για το θέμα αυτό έφτασε ακόμα και στα όρια της σύγκρουσης με τον Μάρκους Ζέντερ, επικεφαλής του αδελφού κόμματος των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), ο οποίος αρχικά απέρριπτε κατηγορηματικά τη συνεργασία με τους Πράσινους, αλλά τις τελευταίες ημέρες δηλώνει με νόημα ότι απορρίπτει μία συνεργασία «με αυτούς τους Πράσινους».
«Αλιεύοντας» στη δεξαμενή του FDP
Σε τελική ανάλυση βέβαια, τα πάντα εξαρτώνται από το πόσα κόμματα θα μπουν στη Βουλή σε μία εποχή που το πολιτικό τοπίο στη Γερμανία εμφανίζεται εξαιρετικά κατακερματισμένο. Αυτό που σίγουρα θέλει να αποφύγει ο Μερτς είναι να αναζητήσει δύο ετερόκλητους κυβερνητικούς εταίρους. Πρόσφατο είναι το «παράδειγμα προς αποφυγή» του Όλαφ Σολτς, η τρικομματική κυβέρνηση του οποίου κατέρρευσε, γιατί δεν μπορούσε να συμβιβάσει τις διαμετρικά αντίθετες θέσεις Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων και μάλιστα σε μία εποχή που τα κρατικά ταμεία είναι σχεδόν άδεια (και προβλέπεται ότι στα επόμενα τέσσερα χρόνια δεν θα είναι πιο γεμάτα).
Θεωρητικά, οι Φιλελεύθεροι (FDP) είναι ο παραδοσιακός εταίρος της Χριστιανοδημοκρατίας. Γι’ αυτό η Άνγκελα Μέρκελ προσπαθούσε κατά καιρούς να πριμοδοτεί το FDP, ώστε να παραμένει ισχυρό (αλλά πάλι όχι και τόσο ισχυρό που να απειλεί τη δική της παντοδυναμία).
Ο Μερτς κινείται διαφορετικά. Προβάλλει την κατάρτισή του σε θέματα οικονομίας, με την οποία φιλοδοξεί να αλιεύσει ψήφους κατ’ εξοχήν στο «στρατόπεδο» των Φιλελευθέρων. «Ένα ποσοστό 4% για το FDP είναι τέσσερις μονάδες too much για το FDP», λέει κατά καιρούς. Και πράγματι, αυτή τη στιγμή οι Φιλελεύθεροι εμφανίζονται λίγο πιο κάτω από το 5% που προβλέπει ο εκλογικός νόμος για την εκπροσώπηση στην Ομοσπονδιακή Βουλή, αλλά με ανοδική τάση. Εάν μείνουν εκτός, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο Μερτς θα αρχίσει από θέση ισχύος τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, χωρίς να χρειάζεται τους «δύστροπους» Φιλελεύθερους. Διαφορετικά, τα πάντα είναι πιθανά.