Γράφει ο Δημήτρης Α. Ιωάννου 

Θα υπήρχε ποτέ περίπτωση να δικαιωθεί και να αθωωθεί για την πράξη του,, ακόμη και στην λιγότερο αναπτυγμένη κοινωνία του κόσμου, την πιο άγρια, την πιο καθυστερημένη πνευματικά και πολιτισμικά κάποιος ο οποίος θα είχε, για παράδειγμα, πέταξει ένα μικρό παιδί στους άγριους κροκόδειλους-που φυσικά θα το είχαν κατασπαράξει; Να αθωωθεί, δηλαδή, επικαλούμενος το επιχείρημα πως δεν ήταν αυτός που έκανε το κακό, αλλά τα άγρια, σαρκοβόρα ζώα; Δεν θα υπήρχε τέτοια περίπτωση πουθενά στην οικουμένη. Όσο άγρια και σκληρή και αν είναι η ζωή στον κόσμο ετούτο, κάτι παρόμοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί σε καμμία χώρα. Με την εξαίρεση φυσικά μίας και μοναδικής: της δικής μας. Όπου μπορεί κάποιοι να έχουν δολοφονήσει όχι έναν αλλά  57 ανθρώπους και παρ’ όλα αυτά όχι μόνο να παραμένουν ατιμώρητοι αλλά να συνεχίζουν να απολαμβάνουν την εξουσία που είχαν όταν διέπραξαν το έγκλημα, υβρίζοντας  και καταφρονώντας ταυτοχρόνως με χίλιους τρόπους όσους τους ζητούν να  λογοδοτήσουν, προσβάλλοντας ακόμα και την ίδια την μνήμη των αθώων νεκρών.  Και το χειρότερο από όλα είναι πως αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτή η σχετικά εκτεταμένη αριθμητικά  ομάδα θα παραμείνει στην εξουσία και θα εξακολουθήσει να νέμεται και να λέηλατεί την χώρα εξοντώνοντας ενδεχομένως και άλλους αθώους –  εξοντώνοντας μακροχρόνια, και  την ίδια την χώρα. Πράγμα που θα συμβεί διότι  η εξουσία της ομάδας αυτής στηρίζεται σε, και πηγάζει από, θεμελιώδεις, γενετικές αδυναμίες της ελληνικής κοινωνίας.

Αυτό που συνέβη στα Τέμπη δεν ήταν ατύχημα αλλά ήταν έγκλημα διότι δεν αποτέλεσε μία περίπτωση σύμπτωσης γεγονότων που είχαν ελάχιστη πιθανότητα να συμβούν. Αντιθέτως, επήλθε από μία αναπόφευκτη συρροή δυσλειτουργιών οι οποίες ήταν πάγιες και εγγενείς στο σύστημα των ελληνικών σιδηροδρόμων (με την μία και μοναδική γραμμή τους!), τις οποίες δυσλειτουργίες όμως όχι μόνο κανείς δεν ενδιαφερόταν να διορθώσει αλλά πιθανότατα οι “αρμόδιοι” διατηρούσαν και αναπαρήγαγαν σκοπίμως για την δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων δυνατοτήτων αθέμιτου πλουτισμού. Οι “αρμόδιοι”, δηλαδή, δεν ενδιαφέρονταν να επιλύσουν τα υπάρχοντα προβλήμαται για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον διότι όσοι ασχολούνται με την κλοπή και την λεηλασία του δημόσιου πλούτου και της δημόσιας περιουσίας που έχει τεθεί υπό ον έλεγχό τους είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχολήσεως ως προς αυτό και δεν τους περισσεύει χρόνος για οτιδήποτε άλλο.   Δεύτερον διότι το να υπάρχουν εκκρεμότητες λειτουργίας που παρατείνονται και μακροημερεύουν προσφέρει, πάντα, περισσότερες δυνατότητες για “άδηλες” διαπραγματεύσεις και ανταμοιβές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση που αφορά επιβατηγούς συρμούς οι οποίοι εισέρχονται σε τροχιές αντίθετης κατεύθυνσης, το πρόβλημα του αυξημένου κινδύνου θα μπορούσε να είχε εύκολα και αποτελεσματικά επιλυθεί. Και μάλιστα χωρίς κάν να έχουν εφαρμοσθεί τηλεδιοικήσεις και άλλα πολυσύνθετα συστήματα, τα οποία, στην Ελλάδα, στοιχίζουν αδιανόητα πολλά χρήματα και ενώ, συνήθως πληρώνονται στο πολλαπλάσιο του ακεραίου, δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Με τα ήδη υπάρχοντα, φτηνά, μέσα όπως είναι ή ράδιοεπικοινωνία και τα κινητά τηλέφωνα (που έχουν οι πάντες), και με κάποιες απλές εφαρμογές σε αυτά, θα μπορούσε πολύ εύκολα να δημιουργηθεί για την ανάγκη εισόδου των συρμών σε γραμμή αντίθετη φοράς, ένα πρωτόκολλο τριών ή τεσσάρων ανεξάρτητων, αλλά παράλληλων ενεργειών, η διεκπεραίωση των οποίων δεν θα απαιτούσε περισσότερο από 30 με 40 δευτερόλεπτα, ώστε με την διαδικασία της διασταύρωσης των ελέγχων, των    ενημερώσεων και των εγκρίσεων θα ήταν απολύτως ασφαλής ή είσοδος στην αντίθετη γραμμή. Μόνο που με την εύλογη και αυτονόητη ανάγκη  εφαρμογής, ενός παρόμοιου απλού συστήματος δεν ασχολήθηκε κανείς. (Και μάλλον ακόμη δεν έχει ασχοληθεί). Τα πολλά λεφτά βρίσκονταν στην μεγάλη επένδυση του 717 και η μάχη γινόταν, προφανώς, για το πως θα κατανεμηθούν εκεί τα “τυχερά”. Το περιστατικό των Τεμπών ήταν έγκλημα και όχι “ατύχημα” διότι το σύστημα δεν λειτουργούσε για να αποφευχθεί το δυστύχημα, αλλά  λειτουργούσε για να  επικρέμεται το ατύχημα ως διαρκής πιθανότητα προκειμένου να εξυπηρετούνται άλλες προτεραιότητες.

Ούτως ή άλλως, όταν έχεις περιορίσει τον δυνητικό έλεγχο αποτροπής ενός θανατηφόρα μεγάλου κινδύνου σε ένα μόνο σημείο, (ή και σε κανένα), είσαι ήδη δυνητικός εγκληματίας, είτε λόγω εγκληματικής ανικανότητας, είτε λόγω πρόθεσης. Ακόμη, όμως, και το γεγονός του “ανθρώπινου λάθους” που οφείλεται στο φαυλόβιο Νεοδημοκράτη σταθμάρχη ήταν “συστημικό” και όχι τυχαίο. Το σύστημα της λεηλασίας και της καταστροφής του δημόσιου πλούτου και των δημόσιων αγαθών έχει πολλούς αναβαθμούς. Στα πιό ψηλά επίπεδα γίνονται οι προγραμματισμοί και οι δρομολογήσεις, με τις κατάλληλες προετοιμασίες των προκηρύξεων, των μεγάλων έργων.  Στα μεσαία επίπεδα γίνονται οι υπερτιμολογήσεις των αγορών και οι υποτιμολογήσεις των παροχών. Και στα χαμηλότερα επίπεδα γίνονται οι απ’ ευθείας αναθέσεις, οι  προσλήψεις, οι προαγωγές και οι τοποθετήσεις των προϊσταμένων. Το σύστημα  είναι “συμπεριληπτικό” γιατί καλύπτει όλες τις σκάλες της κομματικής ιεραρχίας και του δολοφονικού πελατειακού κράτους. (Και, -αντανακλώντας την δομική παθογένεια, και την πολιτισμική καθυστέρηση της κοινωνίας μας-, είναι δύσκολο να αλλάξει, ειδικά μάλιστα όταν η πολιτική ηγεσία όχι μόνο ουδόλως ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο αλλά, αντιθέτως, αγωνίζεται για την διαιώνισή του μίας και από την ύπαρξή του αντλεί πλούτο και “κυβερνησιμότητα”). Συνεπώς ήταν νομοτελειακό ότι ο φαυλόβιος Νεοδημοκράτης που δεν είχε τις ικανότητες να εργαστεί  ούτε ως ποιμένας αγριαιγάγρων, θα τοποθετούνταν σταθμάρχης στον κομβικό για το δίκτυο σταθμό της Λάρισας. Και ήταν επίσης νομοτελειακό, και σχεδόν αναπόφευκτο, να βρεθεί,  – πιθανότατα μάλιστα όχι νηφάλιος, αλλά  “υπό την επήρεια”,-  εκείνη την μοιραία στιγμή στην πιό ακατάληλη θέση  και να τραβάει τους μοχλούς πέρα δώθε με την λογική  “όποιον πάρει ο χάρος”. Ακόμη και για τον λογο αυτόν λοιπόν, η μαζική ανθρωποθυσία δεν είναι “ατύχημα”, και δεν οφείλεται σε ένα “ανθρώπινο λάθος” όπως με πλήρη αναλγησία έσπευσε να δηλώσει ο πρωθυπουργός από την πρώτη στιγμή. ¨Ηταν ένα “”συστημικό” γεγονός που προκλήθηκε από τον συνολικό τρόπο λειτουργίας των σιδηροδρόμων, στην σημερινή ελληνική κοινωνία, υπό την συγκεκριμένη κυβέρνηση. (Και, δυστυχώς, όχι μόνο αυτή). Ήταν η συγκεκριμένη κυβέρνηση και το συγκεκριμένο κυβερνών κόμμα, που έριξαν τα νέα παιδιά βορά στα άγρια θηρία. Και τώρα ισχυρίζονται χωρίς ντροπή, χωρίς το παραμικρό αίσθημα ενοχής, -τόσο αυτοί όσο και οι εξωνημένοι κονδυλοφόροι που σιτίζονται από τα 230 εκατομμύρια ευρώ των κονδυλίων “επικοινωνίας και δημόσιας ενημέρωσης” του πρωθυπουργού- πως φταίνε τα “θηρία”,  (δηλαδή το “ανθρώπινο λάθος” και οι “διαχρονικές αδυναμίες” των σιδηροδρόμων και της Δημόσιας Διοίκησης!).

Είναι αλήθεια πως ο τρόπος αυτός άσκησης της εξουσίας δηλαδή η ενασχόληση του εκάστοτε κυβερνώντος συνασπισμού κατά κύριο λόγο με την λεηλασία του ισχνού εθνικού πλούτου δεν είναι κάτι νέο.  Ξεκινάει ουσιαστικά από τα μέσα του 19ου αιώνα με πιό συμβολική, ίσως, στιγμή την εισαγωγή του νόμου περι “ετεροχθόνων”. Και είναι, επίσης, αλήθεια πως από τότε μέχρι και τις ημέρες μας είναι η ίδια η σημερινή κυβερνητική παράταξη που τον περισσότερο καιρό βρίσκεται στην εξουσία, με διάφορα ονόματα και υπό διάφορες μορφές, ασκώντας κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητες της νομής, και της κατανομής, των ποικίλων προσόδων του πελατειακού κράτους. Καθόλου τυχαίο, συνεπώς, δεν είναι το γεγονός ότι επι των ημερών της ζήσαμε την πιο καταθλιπτική, την πιο φρικιαστική και την πιό αποτρόπαια στιγμή στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Μια στιγμή που αν καταφέρει να μακροημερεύει το ελληνικό εθνος, οι επόμενες γενεές θα την θυμούνται και θα την σκέπτονται πάντα με συντριβή και καταισχύνη. Πρόκειται για την στιγμή εκείνη κατά την οποία σύμπασα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με τα μέλη της όρθια, χειροκροτούσε και αποθέωνε μέσα στην Βουλή των Ελλήνων, των αρχιδήμιο και αρχιεκτελεστή των 57 αθώων ψυχών, για την  “απαλλαγή” του. Είναι προφανές, βέβαια, ότι εκείνη την στιγμή τα άθλια αυτά ανθρωποειδή δεν χειροκροτούσαν μόνο από υπερηφάνεια τον εκτελεστή των  57 αθώων ανθρώπων για την “ευθυβολία” του. Την ίδια στιγμή, χειροκροτώντας, πανηγύριζαν κιόλας την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι παρά το έγκλημα των Τεμπών, δεν επρόκειτο να υποστούν τις όποιες συνέπειες του και θα είχαν την δυνατότητα να συνεχίσουν ακώλυτα  την πρακτική της λεηλασίας και της δήωσης του εθνικού πλούτου. (Όπως και έγινε). Μόνο που ο καθένας ο οποίος θα έβλεπε αυτήν την εικόνα,  δεν θα μπορούσε παρά να διερωτηθεί: αν τέτοια είναι η πλειοψηφούσα κοινοβουλευτική ομάδα ενός εθνικού κοινοβουλίου τότε τι μέλλον μπορεί να έχει αυτή η χώρα ;  Αλλά και οι οπαδοί του κυβερνώντος κόμματος που δεν έκαναν εμετό και δεν αρρώστησαν με την συγκεκριμένη στιγμή, δεν είναι καλύτεροι. Πιστεύουν, και το λένε κατ’ ιδίαν και ιδιωτικώς αλλά απλά φοβούνται να το πουν, δημόσια και δυνατά πως αφού το κόμμα τους απολαμβάνει αυτήν την εκτεταμένη και διαχρονική ηγεμονία στην νεοελληνική πολιτική σκηνή τότε δικαιούται να χρεωθεί και μία μαζική ανθρωποκτονία, χωρίς να υποστεί τις συνέπειες αλλά και χωρίς να αναλάβει τις ευθύνες.

Το 2019 κάποιοι είχαν την ψευδαίσθηση ότι μετά από δύο δεκαετίες όπου η ελληνική κοινωνία υπέπεσε σωρευτικά σε σειρά αδικαιολόγητων σφαλμάτων και παρασύρθηκε από απίστευτες παραισθήσεις και ακραίους παραλογισμούς, είχε έρθει πλέον η ώρα να επικρατήσουν η λογική και, κυρίως, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.  Έστω και αν την εξουσία ανέλαβε εκείνη η πολιτική δύναμη που είχε την μεγαλύτερη ευθύνη για την πρόσφατη χρεοκοπία της χώρας, θεωρήθηκε πως η πικρή εμπειρία της κρίσης θα  είχε γίνει, πλέον, γνώση και φρόνηση για όλους, κυβερνώντες και κυβερνωμένους. Αλλωστε, παρά τις ευθύνες της, η πολιτική αυτή παράταξη έμοιαζε η λιγότερο κακή συγκρινόμενη με όλους τους υπόλοιπους και τα πρόσφατα πεπραγμένα τους. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Αποδείχτηκε πως η ελληνική κοινωνία δεν συνειδητοποίησε ποτέ ποιός είναι ο δρόμος για την ευημερία, και από που περνάει. Το χειρότερο, όμως, είναι πως η πολιτική παράταξη  που ήρθε στην εξουσία, δηλαδή η  ίδια αυτή παράταξη που ήταν στην εξουσία τον περισσότερο χρόνο από την εποχή των “ετεροχθόνων” έως σήμερα, και είναι ταυτόσημη με την κακοδαιμονία, την καθυστέρηση και την χωλότητα της ελληνικής κοινωνίας,  τώρα πλέον ήταν επανδρωμένη με μία νέα γενιά μεταλλαγμένων στελεχών που δεν είχε κανείς ξαναδεί. Δηλαδή μία νέα γενεά στελεχών, σε όλα τα επίπεδα, που την χαρακτηρίζει πλέον ένα πραγματικά αδιανόητο πρότυπο  συμπεριφοράς. Πρόκειται για ένα συνολο ατόμων τα οποία δεν έχουν κανέναν από τους περιορισμούς και -έστω- τις ιδεοληψίες των παλαιοτέρων γενεών, ακόμα και εκείνων της δικής τους παράταξης.  Εν πρώτοις είναι άτομα τα οποία δεν διαθέτουν την παραμικρή ικανότητα να διοικήσουν, να οργανώσουν, να διαχειριστούν ή να διευθετήσουν-αυτά δηλαδή που υποτίθεται πως οφείλει να κάνει η εκάστοτε πολιτικά ιθύνουσα ομάδα μιας χώρας Το ότι, όμως, δεν έχουν την παραμικρή δυνατότητα διοίκησης, ούτως ή άλλως είναι κάτι που μάλλον δεν τους ενδιαφέρει και δεν τους στενοχωρεί καθόλου, αφού δεν θρέφουν παρόμοιες φιλοδοξίες. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η καθαρή, ωμή, ευθεία λεηλασία του δημόσιου πλούτου και τίποτε άλλο. Λεηλασία η οποία γίνεται με τον πλέον βάρβαρο και καταστροφικό τρόπο, δηλαδή με τον τρόπο εκείνου που κόβει μιά μηλιά  για να πάρει το ένα και μοναδικό της μήλο, που βρισκόταν στην κορυφή της. Για να μπορέσουν να σφετερισθούν και να καταχρασθούν ένα, καταστρέφουν, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, τουλάχιστον δέκα. Και αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά, και με τον πιό τραγικό και αντιπροσωπευτικό τρόπο,  στο έγκλημα των Τεμπών. Πρόκειται για το χειρότερο είδος λεηλασίας: ούτε οι Μογγόλοι του Τζέγκις Χαν δεν είχαν τόσο πολύ μεγάλο συντελεστή στην σχέση μεταξύ της γενικευμένης καταστροφής και του ιδίου οφέλους από την λεηλασία.

Όλα τα προβληματικά χαρακτηριστικά και οι ανεπάρκειες της παρούσας κυβερνητικής και κρατικής λειτουργίας, που αποτελούν και αντικείμενο σκωπτικών σχολείων και σαρκασμών, όπως τα περί του “επιτελικού κράτους” οφείλονται ακριβώς εκεί, δηλαδή στα χαρακτηριστικά της νέας γενεάς στελεχών της. Το ιδιόρρυθμο σύστημα διακυβέρνησης του “επιτελικού κράτους” , για παράδειγμα, πηγάζει από το γεγονός ότι στα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης υφίσταται πλήρης συνείδηση πως ο κομματικός στρατός που λυμαίνεται το κράτος σε όλα τα επίπεδα αδυνατεί, έστω και στοιχειωδώς -και ούτε ενδιαφέρεται κιόλας- να διευθύνει, να διαχειριστεί και να διευθετήσει τους τομείς της δικαιοδοσίας του, εφ’ όσον ασχολείται αποκλειστικά με την δραστηριότητα της λεηλασίας. Συνεπώς, τις στοιχειώδεις λειτουργίες θα πρέπει, έστω και οριακά, να τις καλύψει το “επιτελικό κράτος”, δηλαδή το στενό επιτελείο γύρω από την ηγεσία. Βεβαίως και το “επιτελικό κράτος” με την σειρά του, όπως είναι φυσικό, αποτυγχάνει – ενδεχομένως διότι και για το συγκεκριμένο επιτελείο η διοίκηση είναι. επίσης, μία δευτερεύουσα απασχόληση.

Εξ ίσου χαρακτηριστική, και προερχόμενη από την ίδια αιτία, είναι και η πλήρης αδυναμία της κυβέρνησης να προγραμματίσει ή να προβλέψει. Όταν συμβούν διάφορα συνταρακτικά γεγονότα που θα θορυβήσουν την κοινή γνώμη θα σπεύσει να δηλώσει πως θα νομοθετήσει σειρά αυστηρών και δραστικών μέτρων για να θεραπεύσει τα  συγκεκριμένα κοινωνικά δεινά που μόλις ανακάλυψε μέσα από την επικαιρότητα, έστω και αν με τα εν λόγω δεινά προηγουμένως, δεν είχε ασχοληθεί ποτέ. Αυτό, όμως, είναι το πιό κλασσικό σύμπτωμα των ανά τον κόσμο “αρπακτικών” πολιτικών κομμάτων όταν ασκούν την εξουσία. Σε γενικές γραμμές τα κανονικά -και όχι “αρπακτικά” – πολιτικά κόμματα- σε μεγάλο βαθμό επηρεάζονται από τα αιτήματα και τις προσδοκίες των μελών και της κομματικής τους βάσης, αιτήματα και προσδοκίες τα οποία, στην συνέχεια, όταν έρθουν στην κυβέρνηση, επιχειρούν να μετατρέψουν σε πολιτική στρατηγική και πολιτική πρακτική. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, της παρούσας κυβέρνησης στην Ελλάδα, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο διότι ο κομματικός μηχανισμός της δεν έχει άλλου είδους αιτήματα και άλλου είδους προσδοκίες εκτός από την νομή και την λεηλασία των προσόδων του πελατειακού κράτους: διορισμούς, τοποθετήσεις και προαγωγές, απ’ ευθείας αναθέσεις έργων, παροχέτευση κονδυλίων ΕΣΠΑ και ΤΑΑ και όλα τα συναφή  -και ούτω καθ’ εξής .

Αποτέλεσμα των πρακτικών και του χαρακτήρα του κυβερνώντος κόμματος είναι ότι τόσα χρόνια που έχουμε βγεί από την επιτήρηση και τα Μνημόνια και η Ελλάδα, υποτίθεται πως, είναι ελεύθερη να μεταρρυθμιστεί με τις δικές της δυνάμεις και να βαδίσει το δρόμο της ανάπτυξης και της ευημερίας τίποτα πραγματικά θετικό δεν έχει συμβεί.  Η λογιστική ανάπτυξη του ΑΕΠ που παρατηρείται, και που η κυβέρνηση διατρανώνει προς κάθε κατεύθυνση, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της είσπραξης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, που σύντομα  και αυτά θα πάψουν να υφίστανται (μαζί με την αύξηση των τουριστικών αφίξεων, που είναι παγκόσμιο φαινόμενο μετά τους περιορισμούς της πανδημίας, αλλά και πεπερασμένων προοπτικών για την ελληνική οικονομία). Τίποτα πέραν αυτού δεν υπάρχει. Ουδεμία αναβάθμιση της παραγωγικκής δυνατότητας  της χώρας έχει επέλθει ή φαίνεται στον ορίζοντα, αλλά και ουδεμία προσπάθεια θεραπείας των κοινωνικών δυσλειτουργιών που δυσχεραίνουν την ανάπτυξη και την ευημερία έχει αναληφθεί. Την στιγμή που διεθνώς, λόγω των τεκτονικών αλλαγών στην χωροθέτηση των παραγωγικών αλυσίδων αξίας και στις οδεύσεις του διεθνούς εμπορίου, υπάρχει κοσμογονία νέων επενδύσεων και ανάδυσης νέων παραγωγικών δομών,  (συμπεριλαμβανομένων των χωρών της γεωγραφικής γειτονίας μας),  η Ελλάδα παραμένει στην “άγονη γραμμή”,  έξω και μακρυά από κάθε επένδυση  και από κάθε παρόμοια διαδικασία.

Ποιος θα ερχόταν, άλλωστε, να επενδύσει σε μία χώρα που είναι τελευταία σε όλες τις διεθνείς συγκρίσεις και ιεραρχήσεις όσον αφορά τους δείκτες των αναπτυξιακών στοιχείων και είναι διεθνώς πρώτη μόνο στην διαφθορά και στην ανικανότητα του δημοσίου;   Ποιος σοβαρός ξένος επενδυτής θα ερχόταν να επενδύσει σε μία χώρα όπου, όπως αποκαλύφθηκε από το σκάνδαλο των παρακαλουθήσεων, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και το ίδιο το γραφείο του πρωθυπουργού αντί να παρακολουθούν τις επίβουλες για την εθνική μας ανεξαρτησία εξωχώριες δυνάμεις ανάλωναν την ισχύ τους για να παρακολουθούν οικονομικούς δημοσιογράφους οι οποίοι διορευνούσαν κάποιες φορολογικές παραβάσεις ενός μικροκακοποιού; Ο οποίος μικροκακοποιός όμως είχε υπό τον έλεγχό του όχι μόνο την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών αλλά και το ίδιο το γραφείο πρωθυπουργού. Ποιός  σοβαρός διεθνής επένδυτής, λοιπόν, θα έρθει  για να κάνει μία σοβαρή επένδυση που θα αναβαθμίσειτο παραγωγικό οικονομικό δυναμικό σε μία χώρα σαν την Ελλάδα όταν γνωρίζει πως ο κάθε μικροκακοποιός μέσα από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ή και το γραφείο πρωθυπουργού, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, εκβιάζοντάς τον ή καταστρατηγώντας τα δικαιώματά του στην επένδυσή του; Η απάντηση φυσικά είναι: κανείς. Εκεί που δεν υπάρχει Κράτος Δικαίου αλλά εξουσία μικρών και μεγάλων κακοποιών, αλητών και τραμπούκων κανένας σοβαρός διεθνής  επενδυτής δεν πλησιάζει.

Το έγκλημα των Τεμπών είναι η πιό δραματική και καταθλιπτική πλευρά της νοσηρής πραγματικότητας της σημερινής Ελλάδας. Και δυστυχώς αυτή η νοσηρή πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει. Μπορεί, βεβαίως, ο ελληνικός λαός σήμερα 28 Φεβρουαρίου του 2025 να πλημμύρισε τους δρόμους και τις πλατείες, σε όλες τις πόλεις της πατρίδας μας, στις  συγκεντρώσεις με το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης για τα θύματα των Τεμπών. Το έκανε αυτό γιατί για όλους είναι πραγματικά αβάσταχτη η σκέψη ότι αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά που ομόρφαιναν τον κόσμο με την ύπαρξή τους και είχαν όλη την ζωή μπροστά τους να τους χρωστάει ευτυχία και χαρά, χάθηκαν με τόσο άδικο και με τόσο σκληρό τρόπο. Και πέρα από αυτό ο κόσμος κινήθηκε, επίσης,  από ένα αίσθημα αυτοσυντήρησης γιατί όλοι αντιλαμβάνονται πως την επόμενη φορά εκεί μπορεί να είναι τα δικά τους παιδιά και πως σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατόν να αφήσουμε την κυβερνώσα κτηνωδία  να μας εξοντώσει όλους. Όμως η αλήθεια είναι πως όσο μακριά και να φτάσει η διαμαρτυρία και η αντίδραση του ελληνικού λαού, δεν θα υπάρξει δικαίωση για τους νεκρούς. Δεν θα υπάρξει δικαίωση γιατί στην Ελλάδα δεν υφίσταται Κράτος Δικαίου-δυστυχώς δεν μερίμνησε ή δεν κατάφερε η κοινωνία, μέσα από την ιστορική της πορεία να δημιουργήσει και να εδραιώσει κάτι τέτοιο.  Ελλείψει λοιπόν Κράτους Δικαίου αυτό που  ουσιαστικά ζητάμε σήμερα είναι οι θύτες να δικαστούν, να παραδεχτούν πως είναι δολοφόνοι, και να καταδικαστούν μόνοι τους.Δεν πρόκειται να το κάνουν.  Και αυτό γνωρίζουν πολύ καλά οι αργυρώνητοι και εξωνημένοι υπερασπιστές των δημίων όταν μετά τις μεγάλες συγκεντρώσεις ρωτούν με κτηνώδες θράσος “και τώρα τι προτείνετε;”.

Δυστυχώς, ίσως είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.  Μπορεί να θεωρείται πλέον το κυβερνών κόμμα στην κοινή συνείδηση ένα κόμμα δολοφόνων, όμως έχει ψηφισθεί από το 41% των ψηφοφόρων, είναι το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, και πιθανότατα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό από  όσους συμμετείχαν στις εκδηλώσεις θα το ψηφίσουν ξανά. Θα το ψηφίσουν είτε γιατί δεν πείθονται από τις εναλλακτικές προτάσεις, είτε γιατί εκεί βρίσκεται ο βουλευτής τους στον οποίο θα προσφύγουν για να τους λύσει με μη θεσμικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο το πρόβλημα που τους έχει δημιουργήσει από άλλη πλευρά το ίδιο το  κυβερνητικό κόμμα με την ανικανότητά του και την διαφθορά του, είτε, γενικότερα, γιατί είναι αυτό που με τον πιό πειστικό τρόπο τους καλλιεργεί την ψευδαίσθηση πως μπορεί να τους εξασφαλίσει πως θα έχουν περισσότερες προσόδους από όσο εισόδημα μπορούν να δημιουργήσουν οι ίδιοι.  Θα το ψηφίσουν γιατί οι ηγεσίες δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά διαμορφώνονται, επιλέγονται και αναδεικνύονται από την ίδια την κοινωνία, επειδή ακριβώς εκφράζουν και προσωποποιούν τις κυρίαρχες ροπές της. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει πραγματική  εναλλακτική λύση οφείλεται στο ότι προκειμένου να εμφανιστεί μια νέα κοινωνική δυναμική και μία νέα, διαφορετική πολιτική δύναμη που θα μπορεί να αλλάξει πραγματικά την χώρα προϋποθεση είναι πως ο ίδιος ο ελληνικός λαός θα πρέπει πρώτα να πάψει σκέφτεται και να συμπεριφέρεται όπως τώρα. Όχι μόνο θα πρέπει να εγκαταλείψει τις δεισιδαιμονίες και τους παραλογισμούς καθώς και μορφές συμπεριφοράς που δίνουν δυνατότητα για αναρρίχηση και παραμονή στην εξουσία κυβέρνησεων και πολιτικών ηγεσιών όπως η σημερινή, αλλά θα πρέπει να κατανοήσει και κάτι πολύ σημαντικό: ότι προκειμένου να υπάρχει μία ευημερούσα και δίκαιη κοινωνία στην χώρα μας, οι πολίτες θα πρέπει να αποδεχθούν ότι απέναντι στα δικαιώματα που διεκδικούν και απολαμβάνουν θα πρέπει να θέσουν και αντίστοιχες  ισοβαρείς υποχρεώσεις και καθήκοντα που θα πρέπει να εκπληρώνουν προς την κοινωνία και το κοινωνικό σύνολο. Κάτι που οι Έλληνες πολίτες δεν το συνειδητοποίησαν ή έστω δεν το αποδέχτηκαν ποτέ,-αν ποτέ το άκουσαν από κάποιον πολιτικό ηγέτη η ιδεολογικό ταγό. Ο πολιτικός ηγέτης, ή ο πολιτικός σχηματισμός, όμως, που θα  προτείνει σήμερα κάτι παρόμοιο , και θα  ζητήσει  από τον ελληνικό λαό να το κάνει πράξη στην ζωή του και στην καθημερινότητά του δεν θα είναι δημοφιλής και δεν θα γίνει απόδεκτός. Κυρίαρχες πολιτικά είναι πάντα στην Ελλάδα οι δυνάμεις  που υπόσχονται λύσεις που θα  τις προσφέρουν έτομες χωρίς να χρειάζεται προσπάθεια  από την πλευρά του λαού να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται και τον τρόπο που συμπεριφεται Γι’ αυτό και το τελείως φυσιολογικό αποτέλεσμα πάντα είναι τραγωδίες που μας πληγώνουν αγιάτρευτα, εθνικές ήττες και καταστροφές, χρεοκοπίες για τις οποίες ισχυριζόμαστε πως δεν ξέρουμε που οφείλονται και ότι  είναι συνομωσία των ξένων εις βάρος μας, κοινωνική καθυστέρηση και δυστυχία. (Δεν είναι τυχαίο πως οι Έλληνες είναι, κατά δήλωσή τους, ο πιό δυστυχισμένος και καταθλιπτικός λαός του κόσμου).

Το πιο πιθανό είναι πως στις επόμενες εκλογές η ΝΔ θα επανεκλεγεί, έστω και με μικρότερη πλειοψηφία και με μεγαλύτερες δυσκολίες στον σχηματισμό κυβέρνησης και στην διακυβέρνηση. Και, σαν τον σκορπιό στον Αισώπειο μύθο,  θα συνεχίσει δυστυχώς το καταστροφικό έργο της εξόντωσης του ελληνισμού,-γιατί αυτή είναι η φύση της. Με την ελληνική κοινωνία να συνεχίσει και αυτή να αποδέχεται με παθητικότητά και εθελοτυφλία την προΪούσα παρακμή της. Η κυβερνώσα παράταξη είναι ο κατοπτρικός αντίποδας της πραγματικότητας των πολιτών: ο ψηφοφόρος που απευθύνεται στον φαύλο βουλευτή, στον φαύλο κομματάρχη για να πετύχει κάτι αθέμιτο και αντικανονικό ουσιαστικά είναι το στήριγμα εκείνου που λυμαίνεται το κράτος και λεηλατεί την κοινωνία. Γι’ αυτό και οι εξωνημένοι κονδυλοφόροι της κυβέρνησης λυσσομανούν εναντίον των μεγάλων συγκεντρώσεων. Θέλουν πολύ να πουν την αλήθεια στους διαμαρτυρόμενους αλλά δεν μπορούν. Θέλουν να πουν δηλαδή σε όλον αυτόν τον κόσμο: “όταν μας στηρίζατε και μας φέρνατε στην εξουσία, επειδή σας υποσχεθήκαμε άκοπη ευημερία χωρίς την παραμικρή προσπάθεια από την πλευρά σας να αλλάξετε και να γίνετε καλύτεροι, δεν μπορεί να μην ξέρατε και να μην καταλαβαίνατε πως αναπόφευκτα υπάρχει και ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσετε. Τι θέλετε, λοιπόν, τώρα;”. Γι’ αυτό κανένας ή σχεδόν κανένας δεν θα καταδικαστεί και δεν θα τιμωρηθεί για το έγκλημα των Τεμπών και αύριο παλι οι περισσότεροι από αυτούς θα είναι στις θέσεις τους, χειροκροτώντας ίσως και αποθεώνοντας νέους αρχιδήμιους. Το χειρότερο από όλα, όμως, είναι πως πολύ λίγοι από εμάς θα αλλάξουμε την συμπεριφορά μας στα επόμενα χρόνιαι. Η καθοδική πορεία της χώρας θα συνεχισθεί με διάσπαρτες τραγωδίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, με ήττες, καταστροφές και συνεχή παρακμή και εντροπία. Έτσι πεθαίνουν τα έθνη, και έχουν πεθάνει πολλά στην διάρκεια της Ιστορίας. Υπήρχαν πάντα, και πριν την Νεωτερικότητα, διαδικασίες εθνογενέσεων και εθνοκαταστροφών. Η Ελλάδα πέρασε την εθνογένεση καιρό πριν, και τώρα βρίσκεται στην διαδικασία της εθνοκαταστροφής. Και αυτό είναι το πιο σκληρό από όλα για την μνήμη εκείνων που χάθηκαν στα Τέμπη. Η μόνη δικαίωσή τους θα ήταν να τιμωρηθούν οι ένοιχοι, όχι για λόγους εκδίκησης, αλλά για να είναι αυτό η αρχή μίας νέας πορείας της χώρας προς την αναγέννησή της.  Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Ίσως μαζί με τα παιδιά στην κοιλάδα των Τεμπών,, να πέθανε και η Ελλάδα.

ΠΗΓΗ