Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός αδυνατούν να κατανοήσουν το βάθος μιας συντελεσμένης αλλαγής στην κοινωνία.
Είναι ένα φυσιολογικό αντανακλαστικό στη ζωή, να πιστεύουμε ότι μπορούμε να διορθώσουμε τα πάντα, ότι προλαβαίνουμε και μπορούμε να κάνουμε «αυτά που πρέπει» ώστε η κατάσταση να επιστρέψει εκεί που ήταν ή ακόμη και να βελτιωθεί.
Μόνο που πολύ συχνά αυτό δεν ισχύει. Ούτε στη ζωή, ούτε στην πολιτική. Κυρίως γιατί ορισμένες φορές οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί είναι μη αναστρέψιμες.
Αυτό έχει συμβεί και στο πολιτικό τοπίο στη χώρα μας, μετά τις τεράστιες κινητοποιήσεις που ζήτησαν δικαιοσύνη και αλήθεια για την τραγωδία στα Τέμπη, αποτελώντας σημείο καμπής. Γιατί έχει ανοίξει ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Που πλέον δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση. Που πιστεύει ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η υπόθεση δεν έχει διερευνηθεί όπως πρέπει. Που θεωρεί ότι υπάρχουν μεγάλες και πραγματικές κυβερνητικές πολιτικές ευθύνες – και όχι απλώς «διαχρονικές ευθύνες» – που ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε οι αρμόδιοι υπουργοί έχουν αναλάβει.
Αυτή είναι μια κρίση αξιοπιστίας, μια κρίση εμπιστοσύνης που δεν έχει να κάνει απλώς με τη δυσαρέσκεια. Σε τελική ανάλυση, σχεδόν πάντα ο λαός είναι δυσαρεστημένος, αλλά αυτό δεν ρίχνει ποτέ κυβερνήσεις από μόνο του. Αυτό που ζούμε είναι μια συνθήκη όπου πλέον η πλειοψηφία της κοινωνίας αντιμετωπίζει με δυσπιστία την κυβέρνηση, όχι με βάση τη μία ή την άλλη πολιτική της απόφαση, αλλά θεωρώντας ότι διέρρηξε το ίδιο το κοινωνικό συμβόλαιο που είναι στη βάση της λειτουργίας της δημοκρατίας.
Και όταν έχουμε να κάνουμε με μια κρίση που αφορά τον πυρήνα της λειτουργίας της δημοκρατίας – όχι ως τυπικής διαδικασίας, αλλά ως ουσιαστικής σχέσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους πολίτες – αυτή δεν επιλύεται απλώς με κάποιες επιπλέον παροχές. Δεν αντιμετωπίζεται με αλλαγές προσώπων, ακόμη και εάν είναι «σαρωτικές». Δεν είναι υπόθεση μεγαλύτερης «αποτελεσματικότητας».
Είναι υπόθεση μιας μεγάλης δημοκρατικής αλλαγής, που θα αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διακυβέρνηση και θα δίνει μεγαλύτερη νομιμοποίηση στο πολιτικό σύστημα. Μιας αλλαγής που θα αποκαθιστά το κράτος δικαίου, τη νομιμότητα, την λογοδοσία όσων ασκούν εξουσία.
Και αυτή, πολύ απλά, δεν μπορεί να την κάνει ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του, όσο και εάν θέλουν να πιστέψουν ότι μπορούν μέσα στα δύο χρόνια που απομένουν μέχρι τις επόμενες εκλογές να «γυρίσουν το κλίμα».
Αυτό δεν αφορά απλώς μια «συναισθηματική» κατάσταση της κοινωνίας. Δεν αφορά ένα «κλίμα». Δεν είναι υπόθεση ενός «ψυχικού δεσμού» που πρέπει να αποκατασταθεί.
Γιατί όταν υπάρχει ένα «κλίμα» στην κοινωνία, αυτό δεν είναι ποτέ θυμικό. Και δεν είναι κάτι παροδικό. Αυτό που σήμερα η κυβέρνηση αντιμετωπίζει δεν είναι το κακό κλίμα για τα Τέμπη. Αυτό που βλέπει η κυβέρνηση – χωρίς να το συνειδητοποιεί πλήρως – είναι ότι η κοινωνία, μέσα από την τραγωδία των Τεμπών, πλέον πιστεύει πλειοψηφικά ότι το είδος της διακυβέρνησης που εκπροσωπεί η κυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει και σε τραγωδίες και σε απόπειρες συγκάλυψης. Μπορεί να μην είναι σε θέση να το διατυπώσουν και να το καταλαβαίνουν διαισθητικά, αλλά αντιλαμβάνονται ότι αυτό που είναι σήμερα στον πυρήνα του προβλήματος είναι ένα μοντέλο διακυβέρνησης και όχι απλώς μεμονωμένες ευθύνες, η εφαρμογή μιας στρατηγικής και όχι η αστοχία της, η υλοποίηση μιας πολιτικής και όχι η απουσία της.
Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα συνεχίσει να βιώνει τις επιπτώσεις μιας βαθιάς δυσαρμονίας ανάμεσα στη βούληση της κοινωνίας και το σύστημα διακυβέρνησης για αρκετό καιρό ακόμη. Τουλάχιστον, όσο δεν διαμορφώνονται οι όροι μιας εναλλακτικής πρότασης δημοκρατικής διακυβέρνησης που θα μπορούσε να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.