Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Παρατηρώ πώς προσπαθούν κυβέρνηση και αντιπολίτευση να τοποθετηθούν ύστερα από τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια για τα Τέμπη που αποτελούν σημείο καμπής για την πορεία της χώρας, με αυτήν την πλειοψηφική απαίτηση για δικαιοσύνη, αλήθεια και ένα κράτος που να μπορεί να εγγυηθεί στοιχειώδη αγαθά, όπως η ασφάλεια των συγκοινωνιών, να διατυπώνεται για πρώτη φορά τόσο συλλογικά και δυνατά, απαξιώνοντας όχι μόνο την κυβέρνηση, αλλά τους πολιτικούς θεσμούς σχεδόν στο σύνολο τους και στέλνοντας εκκωφαντικό μήνυμα με πολλούς -επιμένω- παραλήπτες.
Η κυβέρνηση δρομολογεί όπως όλα δείχνουν ανασχηματισμό. Και για άλλη μια φορά γίνεται λόγος για βαθιές αλλαγές, με τίποτα όμως να μην εγγυάται ότι δεν θα καταλήξουν, όπως και τις προηγούμενες φορές, σε ένα παιχνίδι από καραμπόλες σε σχέση με τη μετακίνηση κάποιων υπουργών σε άλλα υπουργεία από αυτά στα οποία βρίσκονται τώρα, άντε και με την είσοδο κάποιων «νέων προσώπων», με τη δεξαμενή ωστόσο να έχει σχεδόν στερέψει.
Μία από τα ίδια δηλαδή, άλλη μια απόδειξη ότι στην κυβέρνηση εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται πώς σκέφτεται η κοινωνία και ότι αυτό που ζητά προφανώς δεν είναι πλέον –και αυτή είναι η λέξη κλειδί, γιατί η κοινωνία φώναξε «ως εδώ»– αλλαγές προσώπων αλλά αλλαγές πολιτικής και μάλιστα με τρόπο που να αποτυπώνουν πραγματική συνειδητοποίηση των προβλημάτων και όχι απλώς διαχείριση της δυσαρέσκειας, μέχρι να περάσει η μπόρα και να επιστρέψουμε στο business as usual.
Αυτό δεν αφορά μόνο τον πρωθυπουργό, που προφανώς θέλει να εξαντλήσει τις δυνατότητες και τα περιθώρια να παραμείνει στη θέση του.
Αφορά εξίσου και όσους μέσα στην κυβερνητική παράταξη κρίνοντας κοντόφθαλμα και ωφελιμιστικά συναινούν ή σιωπούν, θεωρώντας ότι μια αλλαγή ηγεσίας μπορεί να έδινε καλύτερες προοπτικές στη Νέα Δημοκρατία και ποντάροντας, με δεδομένη την προβληματική κατάσταση του κράτους, στο ότι δεν θα αργήσει το συμβάν που θα επιταχύνει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Στην πραγματικότητα όμως κάνουν αυτή την επιλογή ακριβώς γιατί δεν μπορούν να προτείνουν μια διαφορετική κατεύθυνση ή πολιτική.
Από την πλευρά της, η αντιπολίτευση κινείται με έναν τρόπο που δείχνει ότι σε αυτό που κυρίως επενδύει είναι η ελπίδα ότι θα μπορέσει να έχει εκλογικά οφέλη από αυτή τη βαθιά κρίση εμπιστοσύνης που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης απλώς προσπαθεί να παρουσιάσει τη θέση ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελεί τη μόνη εναλλακτική, χωρίς αυτό να συμπληρώνεται από κάποιες πολιτικές και προγραμματικές εγγυήσεις ότι όντως έχει ένα επεξεργασμένο κυβερνητικό σχέδιο που θα μπορούσε να πάει τη χώρα σε μια διαφορετική κατεύθυνση.
Ο Σωκράτης Φάμελλος είναι ακόμη πολύ χαρούμενος που είναι αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε και αυτός έχει κάποιο πειστικό σχέδιο για το πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να πάνε σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Απλώς, βλέπει στον ορίζοντα εκλογικά οφέλη και ελπίζει ότι θα τα καρπωθεί.
Άλλες φιγούρες και περσόνες της αντιπολίτευσης, πιστεύουν ότι έχουν καταφέρει να «καβαλήσουν το κύμα» της λαϊκής οργής, όμως η ρητορική, ενίοτε και η φωνασκία τους, απλώς συγκαλύπτει ότι και αυτές αντιμετωπίζουν την κοινωνία κυρίως ως εκλογικό ακροατήριο, προσπαθώντας να εργαλειοποιήσουν το φόβο και την αγανάκτησή της, χωρίς τίποτα να εγγυάται ότι δεν λειτουργούν απλώς ως βαλβίδα εκτόνωσης απολύτως βολική και «ασφαλής» για το σύστημα που υποτίθεται θέλουν να αλλάξουν.
Διαφορετική είναι η κατάσταση με το ΚΚΕ, που έχει βαθύτερη γνώση της κοινωνίας και πολύ μεγαλύτερο σεβασμό στην αγωνία του λαϊκού κόσμου, όμως την ίδια στιγμή έχει μια στρατηγική, «υπαρξιακή» σχεδόν, απόφαση ότι δεν θα επιδιώξει να κυβερνήσει, εκτιμώντας ότι δεν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για το είδος των μετασχηματισμών που απαιτούνται.
Όλα αυτά καθιστούν τον οπορτουνισμό το βασικότερο πολιτικό σύμπτωμα της περιόδου που διανύουμε.
Δηλαδή, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων απλώς ελπίζουν ότι θα εκμεταλλευτούν καιροσκοπικά τη συγκυρία, χωρίς να κάνουν τον κόπο να «διαβάσουν» την αγωνία της κοινωνίας, να ακούσουν τις ανάγκες της, να δουν πώς όλα αυτά μπορούν να μεταφραστούν σε έναν διαφορετικό και πιο αποτελεσματικό τρόπο διακυβέρνησης, αποτρέποντας και το να γίνει η λαϊκή οργή βορά στην ακροδεξιά.
Αυτό, άλλωστε, έχει να κάνει και με το πώς λειτουργούν τα κόμματα και οι αρχηγοί τους. Που έχουν χρόνια να πάνε σε ένα φοιτητικό αμφιθέατρο και να ακούσουν τους φοιτητές, ή σε ένα εργοστάσιο να συζητήσουν αρκετή ώρα με τους εργάτες, ή σε ένα καφενείο από αυτά που λειτουργούν ακόμη ως «Εκκλησία του Δήμου» και να κάτσουν ώρες και να ακούν, ή σε ένα ΚΤΕΛ σε μια μεγάλη διαδρομή. Και που το ίδιο ισχύει και για τους στενούς συνεργάτες ή τους συμβούλους τους. Με αποτέλεσμα, στην καλύτερη των περιπτώσεων απλώς να χαζεύουν λίγο τον παραμορφωτικό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης πιστεύοντας ότι έτσι καταλαβαίνουν «τι λέει ο κόσμος» και «τι θέλει ο λαός».
Και που βέβαια όταν συνεδριάζουν ή κάνουν συσκέψεις δεν πάνε παραπέρα από τη διαχείριση της δημοσιότητας και καθόλου δεν συζητούν προγράμματα και στρατηγικές. Χωρίς να παίρνουν μαθήματα από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφέρει να δυναμώσουν τη θέση τους και την κοινωνική επιρροή τους παρά το γεγονός ότι η κοινωνική απονομιμοποίηση της κυβέρνησης, επιμένω, ότι έχει ξεκινήσει εδώ και πολλούς μήνες με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών να στέλνουν από τότε σαφές μήνυμα.
Γι’ αυτό και μπορεί να λένε ότι ακούν την κραυγή της κοινωνίας για «οξυγόνο», όμως δεν φαίνεται ούτε να συνειδητοποιούν τι σημαίνει, ούτε είναι σε θέση να πείσουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή.
Και γι’ αυτό η αγωνία της κοινωνίας, η ανάγκη για αλήθεια, δημοκρατία, δικαιοσύνη θα συνεχίσει να μένει χωρίς ανταπόκριση.