Που τους «λερώνει» στα μάτια της κοινωνίας και ο άτολμος ανασχηματισμός ανακύκλωσης προσώπων δεν μπορεί να σβήσει το στίγμα. Είναι κάτι πιο βαθύ αυτό που συντελείται στη κοινωνία, η οποία απαιτεί ουσιαστικές αλλαγές και ριζικές τομές με το μέχρι τώρα.
Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Τον τελευταίο καιρό όλοι παραδέχονται -ακόμη και όσοι αδυνατούσαν ή αρνούνταν να δουν τα ενεργά ρήγματα– ότι συμβαίνει στην κοινωνία κάτι πρωτόγνωρο. Οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη έχουν πρωτοφανή μαζικότητα και αντοχή και συγκεκριμένα αιτήματα φέρνοντας στο προσκήνιο αμιγώς πολιτικά θέματα ουσίας με την κραυγή «δεν έχω οξυγόνο».
Μια κοινωνία φαίνεται να ξυπνάει από το λήθαργο που βυθίστηκε μετά το «δόγμα του σοκ» που της επιβλήθηκε και να ανακαλύπτει ξανά τη συλλογική δράση -τη σημασία της οποίας με σπουδή φρόντιζαν διάφορά κέντρα να υποτιμούν-, να ορθώνει ένα νέο «εμείς» απέναντι στους εκπροσώπους της εξουσίας, προκαλώντας τους σύγχυση και αμηχανία.
Σε ομολογουμένως δύσκολη θέση ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε τον περιβόητο «ευρύ ανασχηματισμό» που τις προηγούμενες μέρες καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια να εμφανιστεί ως η λύση που καρτερούμε και η χειροπιαστή απάντηση της κυβέρνησης ότι έλαβε τα μηνύματα της κοινωνίας. Επιμένω ότι πρόκειται για απέλπιδα προσπάθεια αντιστροφής του κλίματος κυρίως γιατί το πρόβλημα δεν είναι τα πρόσωπα, αλλά το περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης πολιτικής, πράγμα που εμμονικά η κυβέρνηση αρνείται να κατανοήσει. Η ανακοίνωση των ονομάτων του νέου υπουργικού δεν συνοδεύθηκε από καμία ανακοίνωση για αλλαγή πολιτικής και άσκησης της διακυβέρνησης.
Βλέποντας όμως και τη λίστα με τα νέα ονόματα το εγχείρημα φαντάζει ακόμη πιο θνησιγενές αφού πρόκειται ουσιαστικά για ανακύκλωση των ίδιων προσώπων που έχουν ήδη δοκιμαστεί και ήδη -αρκετοί από αυτούς- κιόλας αποδοκιμαστεί, ενώ αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη ότι το εκκωφαντικό μήνυμα της κοινωνίας… δεν ελήφθη.
Η μείωση του μέσου όρου ηλικίας στο υπουργικό, ένα από τα διαφημιστικά φειγ βολαν που μοιράζει το Μαξίμου, δεν αποτελεί καμιά εγγύηση για πραγματική ανανέωση, ακριβώς γιατί περιορίζεται στην ημερομηνία γέννησης που γράφει η ταυτότητα, δεν αφορά ούτε φρέσκιες ιδέες, ούτε καν νέες πρακτικές, πόσο μάλλον νέες πολιτικές.
Το κυριότερο παθογόνο όμως είναι η διατήρηση στη θέση τους ή η αναβάθμιση υπουργών και στελεχών που προκάλεσαν την κοινωνία με τη στάση τους και τις δηλώσεις τους για την τραγωδία των Τεμπών και όχι μόνο. Οι αν μη τι άλλο ατυχείς και παντελώς ανακριβείς -όπως αποδεικνύεται- τοποθετήσεις του Γιώργου Φλωρίδη για το μπάζωμα στα Τέμπη και οι ανεπαρκείς μέχρι σήμερα χειρισμοί της Δικαιοσύνης, δεν ήταν προφανώς ισχυροί λόγοι για να χάσει την υπουργική καρέκλα του, ούτε οι κυνικές δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη που παραμένει ακλόνητος, και παρά το γεγονός ότι επί ημερών του το Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσεί βαριά.
Η τοποθέτηση του επίσης συχνά προκλητικού Μάκη Βορίδη στο υπουργείο Μετανάστευσης εντάσσεται προφανώς στις αλλαγές που έγιναν για τη διατήρηση των εσωκομματικών ισορροπιών, αλλά και το σφράγισμα της δεξιάς στροφής της κυβέρνησης.
Μάλλον αντίθετη στην κοινή λογική και η επιλογή παραμονής υπουργών που δεν έχουν καμία απόδειξη επιτυχίας για το έργο που ανέλαβαν ή το μόνο δικό τους που λάμπει είναι η απουσία τους από τα σημαντικά. Οι εκπλήξεις με την επιστροφή καταρτισμένων τεχνοκρατών επίσης δεν δύνανται να σώσουν την παρτίδα αφού το μόνο που μπορούν να εγγυηθούν είναι η καλύτερη εφαρμογή της ίδιας όμως πολιτικής.
Η ζαριά δεν θα βγει στην κυβέρνηση, που επιμένει να μην συνειδητοποιεί ότι πλέον παραδοσιακές πρακτικές «αλλαγής της ατζέντας» ή «κατευνασμού» της κοινωνίας δεν αποδίδουν.
Το μόνο στο οποίο μπορεί να ποντάρει είναι στο να κερδίσει χρόνο παραμονής στην εξουσία, κυρίως γιατί και το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα, σε όλες τις παραλλαγές, δείχνει επίσης ανάστατο, αδυνατώντας να βρει πειστικούς τρόπους να απαντήσει σε μια δυναμική που αποτυπώνει κρίση εμπιστοσύνης απέναντι όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και σε όσα κόμματα έχουν ασκήσει εξουσία τα προηγούμενα χρόνια.
Μια αίσθηση κρίσης θεσμών επεκτείνεται.
Όλα αυτά γίνονται για τα Τέμπη αλλά όχι μόνο για τα Τέμπη.
Όπως συμβαίνει συχνά στην ιστορία ένα περιστατικό συγκεφαλαιώνει στα μάτια της κοινωνίας οτιδήποτε πηγαίνει στραβά.
Και όντως στα Τέμπη, ακολουθώντας τις ράγες μέχρι την τραγωδία και μελετώντας τις αντιδράσεις και τους μετέπειτα χειρισμούς βλέπεις όλες τις παθογένειες και τα κακώς κείμενα του κράτους. Την επικίνδυνα θολή γραμμή ανάμεσα στην ιδιωτικοποίηση και αποδιάρθρωση των υποδομών, την κακοδιαχείριση των δημόσιων επενδύσεων, την πρόκριση της κερδοφορίας ως αυτοσκοπού, τη σταδιακή υποχώρηση του κράτους από στοιχειώδεις υποχρεώσεις του, την απροθυμία της πολιτικής εξουσίας να αναλάβει πραγματικά την ευθύνη που της αναλογεί, αλλά και την αντιμετώπιση της δημοκρατίας ως κατά βάση πεδίου χειραγώγησης.
Για αυτό επιμένω ότι τα Τέμπη είναι σημείο καμπής για την πορεία της χώρας και μάλιστα μη αναστρέψιμο γιατί η τραγωδία ήταν ο καταλύτης για τη συνειδητοποίηση όλων των παραπάνω. Για αυτό η κοινωνία μιλά για έγκλημα, για το οποίο ούτε η αλήθεια έχει έρθει στο φως, ούτε δικαιοσύνη έχει αποδοθεί.
Τα Τέμπη ήταν η θρυαλλίδα που συμπύκνωσε όλες τις ανοιχτές πληγές και πυροδότησε όλες τις εστίες δυσαρέσκειας και οργής της ελληνικής κοινωνίας, που αισθάνεται ότι το μέλλον δεν είναι ακριβώς λαμπρό και ότι αυτό που, έστω με μειωμένες προσδοκίες ένα ποσοστό, επέλεξε ως «κανονικότητα» μετά το τραύμα των μνημονίων κρύβει μεγάλη επισφάλεια, αβεβαιότητα, ανησυχία και τελικά φόβο: για τη δουλειά, για τα πραγματικά εισοδήματα, για το κόστος ζωής, για την ποιότητα ζωής, για το μέλλον των παιδιών.
Ίσως γιατί αυτοί που ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια να εκπροσωπήσουν αυτή την «κανονικότητα» κατά βάση θεώρησαν ότι η δεκαετία του 2010 ήταν απλώς μια άτυχη στιγμή πριν ξαναπιάσουμε το προηγούμενο νήμα και επίσης θεωρούν – χωρίς ποτέ να το τεκμηριώσουν… – ότι όλα πήγαιναν καλά ήδη το 2014, αλλά μετά η κοινωνία έπαθε «παραφροσύνη». Παραβλέποντας ότι και τότε η κοινωνία ξεσηκωνόταν γιατί ένιωθε ότι έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια της, εξαιτίας πολιτικών αποφάσεων και στρατηγικών για τις οποίες ποτέ δεν ρωτήθηκε και γιατί πολύ απλά «μαζί δεν τα φάγαμε». Με αποτέλεσμα, τα «εγχειρίδια χρήσης» και οι «οδικοί χάρτες» που χρησιμοποιούνται για τη χάραξη πολιτικής τα τελευταία χρόνια να είναι όλο και περισσότερο πετυχημένες «συνταγές για την καταστροφή».
Στις τελευταίες μπορεί κανείς να προσθέσει διάφορα στιγμιότυπα των προηγούμενων χρόνων: από το τι σήμαινε για τη νεολαία η πρόταση για Πανεπιστημιακή Αστυνομία ή τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ή η κυνική προσπέραση και συγκάλυψη των υποκλοπών, ή όλες οι περιπτώσεις που η κοινωνία έβλεπε ταυτόχρονα υποδομές να καταρρέουν (π.χ. στα Δημόσια Νοσοκομεία) και υπουργούς να προσπαθούν να τη βγάλουν τρελή.
Ετσι γεννάται η αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι.
Η πορεία που έχει πάρει η χώρα σήμερα απογοητεύει βαθιά το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Γι’ αυτό και είναι βαθύ το αίτημα αλλαγής. Γιατί αφορά όχι απλώς μια «αλλαγή πολιτικής» αλλά μια αλλαγή στον πυρήνα του τρόπου που κυβερνάται και διοικείται αυτή η χώρα, μια αλλαγή στη σχέση της εξουσίας με τον πολίτη, μια αλλαγή στο τι όντως θεωρούμε ότι είναι δικαιοσύνη και τι σημαίνει σεβασμός αξιοπρέπειας για τον απλό άνθρωπο.
Διάγουμε μια κατάσταση που η διαχείρισή της υπερβαίνει τους κλασσικούς πολιτικούς χειρισμούς, τις τακτικές και τους καιροσκοπισμούς.
Όμως, την ίδια στιγμή καμιά πολιτική δύναμη δεν είναι σε θέση να προτείνει μια διαφορετική κατεύθυνση, μια πραγματική αλλαγή πορείας. Αντιθέτως, η αντιπολίτευση, σε όλες τις παραλλαγές, απλώς ελπίζει ότι θα καρπωθεί την οργή. Και κατά βάση αποτυγχάνει.
Και εδώ είναι ο κίνδυνος και η ευκαιρία.
Ο κίνδυνος είναι η ανάγκη για οξυγόνο, για δημοκρατία και δικαιοσύνη, να μείνουν αδικαίωτα αιτήματα. Με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει μια βαθύτερη απογοήτευση, που θα διαλύσει την τωρινή πραγματική ενότητα των ανθρώπων που κατεβαίνουν στον δρόμο για τα Τέμπη, θα τους κατακερματίσει, θα τους εξατομικεύσει και θα τους οδηγήσει στον κυνισμό, με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται με την ακροδεξιά να καραδοκεί.
Η ευκαιρία είναι να υπάρξουν εκείνες οι διεργασίες, πολιτικές αλλά και διανοητικές, σε επίπεδο όχι απλώς συνθημάτων αλλά ιδεών και προγραμμάτων που θα μπορούσαν να συναντηθούν με την αγωνία της κοινωνίας και να κάνουν αυτή την αγωνία και την οργή δημιουργική δύναμη. Και λέω ευκαιρία γιατί μετά από καιρό όλος αυτός ο κόσμος θέλει να πιστέψει ξανά, θέλει να ελπίσει ξανά και θέλει να βάλει πλάτη για να αλλάξουν τα πράγματα.
Αλλά χρειάζεται κάποιος να μιλήσει όντως στην καρδιά και στο μυαλό όλων αυτών των ανθρώπων, να τους εμπνεύσει, να τους δώσει γνώση και ερμηνευτικά εργαλεία, δηλαδή δύναμη, αλλά και να τους δώσει την εγγύηση ότι δεν θα τους διαψεύσει ή προδώσει.