Του Μανώλη Κοττάκη
Ο μεγάλος διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s έδωσε στην Ελλάδα ύστερα από μεγάλη καθυστέρηση την επενδυτική βαθμίδα. Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η αξιοπιστία του είχε δεχτεί σημαντικό πλήγμα την περίοδο της ελληνικής χρεοκοπίας, καθώς αιφνιδιάστηκε από τις εξελίξεις και εξετέθη ανεπανόρθωτα στη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Η ηγεσία του ήταν υποχρεωμένη να παρατηρήσει διά μακρόν την ελληνική οικονομία και να πειστεί για τους αριθμούς και τις προοπτικές της προκειμένου να βγάλει τα ελληνικά ομόλογα εντελώς από την κατηγορία «σκουπίδια». Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Οι κόποι και οι θυσίες του ελληνικού λαού, που συνεχίζονται ακόμη και σήμερα με βαριά έμμεση φορολογία, δικαιώνονται.
Το δώρο αυτό ωστόσο, που μπορεί να εξασφαλίσει μεγάλη ανάσα στην οικονομία της χώρας, συναρτάται με δύο αστάθμητους παράγοντες. Από τις γεωπολιτικές εξελίξεις που μπορεί να προκαλέσουν αστάθεια στην περιοχή και από τις σχέσεις της Ελλάδας, αμυντικές, εμπορικές και ενεργειακές, με τους στενούς συμμάχους της. Όσα χρόνια παρακολουθούμε το περιεχόμενο εκθέσεων διεθνών οίκων αξιολόγησης τέτοιες παράμετροι πρώτη φορά τίθενται: γεωπολιτική και συμμαχικές σχέσεις. Ωστόσο όλοι πλέον οι διεθνείς οίκοι για να μπορούν να παρακολουθούν με αξιοπιστία την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας έχουν συστήσει ειδικά τμήματα desk για τη γεωπολιτική, τα έχουν στελεχώσει με ειδικούς και εντάσσουν στην εξίσωση για τις προβλέψεις τους τις… αναλύσεις τους.
Αν τοποθετήσουμε την Ελλάδα στη μεγάλη εικόνα, πέραν της επιτυχίας της αυτής, την οποία μόνο μία φιλελεύθερη επαγγελματική κυβέρνηση της Ν.Δ. θα μπορούσε να επιτύχει -αυτό ας το αναγνωρίσουμε- και σε καμία περίπτωση κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τι θα διαπιστώσουμε; Θα διαπιστώσουμε ότι η κυβέρνηση προς τα έξω έχει καταφέρει να έχει κακές έως χείριστες σχέσεις και με τους δύο βασικούς γεωπολιτικούς παίκτες αυτής της περιόδου, την Αμερική και τη Ρωσία. Περίπου εχθρικές. Ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση. Και αντί να επιδιώκει την εξομάλυνσή τους, εκείνη με άστοχες διαρροές για τα bots και τα ρομπότ που παρεμβαίνουν στον ελληνικό δημόσιο βίο τις επιδεινώνει.
Η νέα κυβέρνηση επίσης προς τα μέσα συγκροτήθηκε, όπως διαβάζουμε στον κυριακάτικο Τύπο, με… δημοσκοπικούς όρους. Όχι με κριτήριο τι έχει ανάγκη η χώρα, τα διακυβεύματα και τα προβλήματά της, αλλά με βάση τα χαμηλά ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας στις ηλικίες των τριαντάρηδων και των σαραντάρηδων. Έτσι ο ανασχηματισμός προβλήθηκε ως ένα γενναίο άνοιγμα προς τις νεότερες ηλικίες, ενώ το μέγα ζήτημα είναι κρίσιμα γεωπολιτικά χαρτοφυλάκια, όπως των Εξωτερικών, της Ενέργειας και άλλα τα οποία ανατέθηκαν στο παρελθόν ή και τώρα σε πρόσωπα τα οποία δεν γνωρίζουν το αντικείμενο και θα αργήσουν πολύ να το μάθουν. Ο υπουργός Εξωτερικών πελαγοδρομεί τα τελευταία δύο χρόνια και ζητά καθοδήγηση από παλαιούς φίλους του καθηγητές πανεπιστημίου με κυβερνητική εμπειρία, τους οποίους έχει αναγάγει σε μέντορές του. Και ακροπατώντας, μόλις πέσει ο ήλιος, τρυπώνει στα γραφεία τους για να διδαχτεί… εξωτερική πολιτική. Ο νέος υπουργός Ενέργειας είναι δικηγόρος. Προφανώς και κάποια στιγμή θα μάθει το αντικείμενό του, αλλά η χώρα θα έχει χάσει πολύ χρόνο έως τότε. Ενώ ο υφυπουργός του έχει γνωστές απόψεις για θέματα κρατικής κυριαρχίας και γεωπολιτικής, οι οποίες συνδέονται ευθέως με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο. Εις βάρος δηλαδή των εθνικών μας συμφερόντων. Αν αναγνωρίζεις το ψευδοκράτος ως «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», τότε αναγνωρίζεις και τις θαλάσσιες ζώνες του και την ΑΟΖ του!
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλα παραδείγματα, περιοριζόμαστε απλώς σε δύο που είναι πάρα πολύ κρίσιμα. Στην εσωτερική εικόνα θα πρέπει να προσθέσει κανείς και την κόπωση από την οποία έχουν καταληφθεί η κυβέρνηση και η ηγεσία της. Ενδεικτική της κόπωσης αυτής αυτή είναι η χρήση… λιμανίσιου λεξιλογίου από τον πρωθυπουργό στις κυβερνητικές συσκέψεις. Δεν το συνήθιζε. Ενδεικτικό της κόπωσης αυτής είναι ότι ο πρωθυπουργός πρώτη φορά στα έξι χρόνια της διακυβέρνησής του ένιωσε την ανάγκη να διορίσει αντιπρόεδρο, αντί αυτού, στο Μέγαρο Μαξίμου. Για κάποιον που συνήθιζε να μη μοιράζεται την εξουσία του με κανέναν αυτή είναι μία νέα κατάσταση, η οποία υπογραμμίζει και την ψυχολογική κατάσταση της κόπωσης.
Αυτή η κόπωση παραπέμπει σε ένα παλαιό σύνθημα της δεκαετίας του 2000 για το ΠΑΣΟΚ. «Ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν». Και με εκκρεμή σε ποινικό επίπεδο την υπόθεση των Τεμπών, η κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει πλέον σταθερό βηματισμό. Η ζωή της είναι καταδικασμένη σε διαρκείς εκπλήξεις. Τούτων δοθέντων και παρά τις διαψεύσεις, το μεγάλο ζήτημα είναι το «Μετά» που είχε γράψει κάποτε και ο Μίμης Ανδρουλάκης. Το «Μετά» για τη χώρα και το «Μετά» για την παράταξη.
Ο πρωθυπουργός βλέποντας την καμπύλη της καθόδου, που έχει αρχίσει από τις περιφερειακές εκλογές, συνεχίστηκε με τις ευρωεκλογές και κορυφώθηκε με τις μεγάλες διαδηλώσεις, προσπαθεί να διαμορφώσει το μέλλον του κοιτώντας προς την προεδρία του ευρωπαϊκού συμβουλίου. Αλλά η υπόσχεση που του έδωσε η Ούρσουλα δόθηκε υπό συγκεκριμένους διεθνείς συσχετισμούς και προϋποθέσεις. Τώρα είναι στον αέρα. Ακόμα κι έτσι όμως ο κύριος Μητσοτάκης δεσμεύει την εξωτερική πολιτική της χώρας και τη διεθνή θέση της με απόψεις υπέρ της Ουκρανίας για να μπορέσει να καταλήξει στον ευρωπαϊκό προορισμό του. Ακόμα μία φορά η καρέκλα είναι πάνω από τη χώρα.
Όσο για το «Μετά» για τη χώρα και για την παράταξη, έχουμε χρόνο να το συζητήσουμε. Σε αυτή τη φάση το κρίσιμο είναι να το συνειδητοποιήσουμε. Αυτή η Νέα Δημοκρατία μέσα στο 2025 διανύει τις τελευταίες της στροφές. Το δείχνουν πρώτη φορά και τα φιλικά της πρωτοσέλιδα, που μιλούν για σοκ δημοσκοπήσεων και διερωτώνται αν «το παιχνίδι γυρίζει». Δύσκολα γυρίζει. Game over. Οι επόμενοι 12 μήνες είναι συγκλονιστικά κρίσιμοι.