Του Δημήτρη Σκουτέρη, Πολιτικού Αναλυτή

 

Οι πρώτες ημέρες της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ σημαδεύτηκαν από μια σειρά εκτελεστικών διαταγμάτων που άλλαξαν το τοπίο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ανάμεσα σε αυτά, η εντολή με τίτλο «Επανεξέταση και ευθυγράμμιση της αμερικανικής εξωτερικής βοήθειας» ξεχώρισε ως μια από τις πιο καθοριστικές. Αυτή η εντολή δεν αναθεώρησε απλώς την στρατηγική των ΗΠΑ, αλλά έθεσε σε κίνδυνο έναν από τους πιο ισχυρούς μηχανισμούς επιρροής της χώρας: το παγκόσμιο δίκτυο αλλαγής καθεστώτων, το οποίο για δεκαετίες χρηματοδοτήθηκε από την USAID και άλλους ομοσπονδιακούς φορείς, ΜΚΟ, επιχειρηματίες, πολυεθνικές.

Όσο και να μην το αποδέχονται οι ιδεολογικοί και πολιτικοί υμνητές της Δύσης, αυτή η ενέργεια του Τραμπ ξεδίπλωσε και αποκάλυψε-χάρις και στην ερευνητική δημοσιογραφία- ακόμα και με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το μέγεθος αλλά και την πληθώρα των Δυτικών παρεμβάσεων σε όλες σχεδόν τις χώρες. Πάντα βέβαια με το άλλοθι της υποστήριξης της «δημοκρατίας»-δυτικού τύπου θα προσθέταμε .

Η Παύση της Χρηματοδότησης και οι Άμεσες Επιπτώσεις.

Η εντολή του Τραμπ επέβαλε μια παύση 90 ημερών σε όλη την αμερικανική εξωτερική αναπτυξιακή βοήθεια της USAID, με εξαίρεση μόνο το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Αυτή η απόφαση είχε άμεσες και σοβαρές συνέπειες. Εκατοντάδες εργαζόμενοι της USAID τέθηκαν σε άδεια άνευ αποδοχών ή απολύθηκαν, ενώ πολλά «προγράμματα βοήθειας» σε όλο τον κόσμο διακόπηκαν. Οι αξιωματούχοι της USAID περιέγραψαν την κατάσταση ως «στρατηγική σοκ και δέους», με πολλούς να αισθάνονται αβέβαιοι για το μέλλον τους.

Η διακοπή της χρηματοδότησης δεν επηρέασε μόνο τους εργαζόμενους, αλλά και τους αποδέκτες της αμερικανικής βοήθειας. Στην Ουκρανία, για παράδειγμα, τα κορυφαία μέσα ενημέρωσης που είχαν «εμφανιστεί»  μετά το πραξικόπημα του Μαϊντάν, όπως το Hromadske, το Ukrinform και το Vox Ukraine, βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς την κύρια πηγή χρηματοδότησής τους. Το ίδιο συνέβη και σε άλλες χώρες, όπως η Νικαράγουα, όπου αμερικανοχρηματοδοτούμενοι φορείς αντιμετώπισαν οικονομική ασφυξία. Παρόμοια προβλήματα καλούνται κατά περίπτωση να διαχειριστούν και άλλες Δυτικές χώρες ως αποδέκτες των παραπόνων των εξωνημένων από την δύση πολιτικών-δημοσιογράφων-τοπικών ελιτ/συμμάχων της Δύσης κλπ.  Έτσι δέκτες παραπόνων εκτός των Αμερικανών είναι και οι κατοικοεδρεύοντες σε Μ. Βρετανία-Γαλλία-Γερμανία μηχανισμοί φανεροί και κρυπτόμενοι κλπ.

Η Ουκρανία: Ένα Παράδειγμα του Δικτύου Αλλαγής Καθεστώτων

Η Ουκρανία αποτελεί ένα από τα πιο εμφανή παραδείγματα της σημασίας της αμερικανικής χρηματοδότησης. Μετά το πραξικόπημα του 2014, οι ΗΠΑ επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια σε μέσα ενημέρωσης, ΜΚΟ και κρατικούς θεσμούς, με στόχο την ενίσχυση της δυτικής επιρροής και την αποδυνάμωση της ρωσικής παρουσίας. Το 90% των μέσων ενημέρωσης στη χώρα έφτασαν να εξαρτώνται  από αμερικανικές επιχορηγήσεις, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μαζικής Ενημέρωσης του Κιέβου.

Το Υπουργείο Πολιτισμού και Στρατηγικών Επικοινωνιών, καθώς και η Υπηρεσία του Αναπληρωτή Πρωθυπουργού για την Ευρωπαϊκή και Ευρωατλαντική Ολοκλήρωση – θεσμοί που δημιουργήθηκαν με στόχο την πολεμική προπαγάνδα κατά της Ρωσίας – συγκαταλέγονται επίσης στους αποδέκτες χρηματοδότησης της USAID, οι οποίοι πλέον ασφυκτιούν οικονομικά.

Η διακοπή της χρηματοδότησης προκάλεσε πανικό στην Ουκρανία. Ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι-συνηθισμένος να αρμέγει οικονομικά τις Δυτικές κοινωνίες- εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του στο Twitter/X, υπογραμμίζοντας ότι «κρίσιμα σημαντικά προγράμματα» έχουν ανασταλεί. Παρά τις υποσχέσεις του για εσωτερική χρηματοδότηση, η εκτεταμένη διαφθορά που επιδείνωσε την  οικονομική κατάσταση της χώρας καθιστά αδύνατη την κάλυψη του ελλείμματος.

Τι δεν τόλμησε να αναφέρει ο φιλοναζί Ζελένσκι:

Τα μυστικά σχέδια τρομοκρατικών επιθέσεων στα πρότυπα του ISIS που αποφάσισε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ προκειμένου να «βοηθήσει την Ουκρανία να αντισταθεί» .

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τον ενημερωτικό ιστότοπο Grayzone,  έγγραφα αποκαλύπτουν ότι μια ομάδα Στρατιωτικών Ακαδημαϊκών  πρότεινε στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ μια σειρά από ακραίες στρατηγικές για την Ουκρανία. Πρότειναν την χρήση  αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IEDs) όπως χρησιμοποιήθηκαν από Ιρακινούς αντάρτες μέχρι δολιοφθορές στη ρωσική υποδομή, αλλά  και προπαγάνδα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα «στο εγχειρίδιο του ISIS». Τα σχέδια αυτά εκπονήθηκαν υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου του Σεντ Άντριους στο Ηνωμένο Βασίλειο και ανατέθηκαν σε τρίτους για να εξασφαλιστεί «εύλογη άρνηση ανάμιξης».

Τα έγγραφα που διέρρευσαν και εξετάστηκαν από το «The Grayzone», δείχνουν πώς μια σκοτεινή διατλαντική ομάδα ακαδημαϊκών και επιχειρησιακών πρακτόρων στρατιωτικών και μυστικών υπηρεσιών σχεδίασε τρόπους ώστε οι ΗΠΑ να «βοηθήσουν την Ουκρανία να αντισταθεί», με σκοπό να «παρατείνουν» τον πόλεμο δια αντιπροσώπου «με σχεδόν οποιοδήποτε μέσο, εκτός από την άμεση ανάπτυξη αμερικανικών και Νατοϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία ή την επίθεση στη Ρωσία».

Οι επιχειρησιακοί αυτοί συνέταξαν τα πολεμικά τους σχέδια αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο του 2022 και τα παρέδωσαν απευθείας στον ανώτερο αρμόδιο αξιωματούχο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ στην κυβέρνηση Μπάιντεν. Οι προτεινόμενες επιχειρήσεις κυμαίνονταν από συγκεκαλυμμένες στρατιωτικές ενέργειες έως ψυχολογικές επιχειρήσεις τύπου τζιχαντιστών εναντίον Ρώσων αμάχων, με τους συντάκτες να υπογραμμίζουν: «Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τεχνικές από το εγχειρίδιο του ISIS».

Το ISIS δεν ήταν η μόνη ομάδα που προτάθηκε ως πρότυπο για τον ουκρανικό στρατό. Η ομάδα πληροφοριών εισηγήθηκε επίσης τον εκσυγχρονισμό των IEDs, όπως εκείνα που χρησιμοποιήθηκαν από Ιρακινούς αντάρτες εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής, για μια πιθανή αντάρτικη δύναμη εντός της Ρωσίας, η οποία θα επιτίθεται σε σιδηροδρομικές γραμμές, εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής και άλλους πολιτικούς στόχους.

Πολλές από τις εισηγήσεις της ομάδας τέθηκαν σε εφαρμογή από την κυβέρνηση Μπάιντεν, κλιμακώνοντας επικίνδυνα τη σύγκρουση και παραβιάζοντας επανειλημμένα τις σαφώς δηλωμένες «κόκκινες γραμμές» της Ρωσίας.

Μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνονταν:

  • Εκπαίδευση Ουκρανών ομογενών στη χρήση αντιαρματικών και αντιαεροπορικών πυραύλων Javelin και Stinger.
  • Κυβερνοεπιθέσεις στη Ρωσία μέσω «πατριωτών χάκερ» με εύλογη άρνηση ανάμιξης.
  • Μαζική αποστολή μη επανδρωμένων μαχητικών αεροσκαφών (UCAVs) στο Κίεβο.
  • Παροχή «αντικαταστάσιμων μαχητικών αεροσκαφών» από «διάφορες πηγές».
  • Στρατολόγηση ξένων πιλότων και πληρωμάτων εδάφους για να πολεμήσουν σε αερομαχίες, όπως η ιστορική ομάδα Flying Tigers του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που σχηματίστηκε για να βοηθήσει την Κίνα ενάντια στην Ιαπωνία πριν την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο.

Το έγγραφο υπογράφτηκε από τέσσερις ακαδημαϊκούς με αμφιλεγόμενο παρελθόν:

  • Andrew Orr, διευθυντής του Ινστιτούτου Στρατιωτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Κάνσας.
  • Ash Rossiter, πρώην αξιωματικός της Βρετανικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και επίκουρος καθηγητής ασφάλειας στα ΗΑΕ.
  • Marcel Plichta, πρώην αναλυτής της Υπηρεσίας Πληροφοριών Άμυνας των ΗΠΑ (DIA).
  • Zachary Kallenborn, ερευνητής του Βασιλικού Κολλεγίου του Λονδίνου, με ειδίκευση στα drones, τα όπλα μαζικής καταστροφής και την ακραία τρομοκρατία.

Φαίνεται ότι η ομάδα καθοδηγούνταν από τον Marc R. De Vore, λέκτορα του Πανεπιστημίου Σεντ Άντριους, ο οποίος παρέδωσε το έγγραφο στον Col. Tim Wright, τότε διευθυντή για θέματα Ρωσίας στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ.

Προτάθηκε επιπλέον η χρησιμοποίηση της Ουκρανικής Διασποράς στο Μέτωπο καθώς και η στρατολόγηση νέων Ουκρανών ομογενών από τη Δύση και η εκπαίδευσή τους στη χρήση πυραύλων, όπως είχε γίνει με Ισραηλινούς φοιτητές στις ΗΠΑ το 1973. Επίσης η μυστική αξιοποίηση μισθοφόρων για επιθέσεις με drones.

Η ομάδα εισηγήθηκε την μαζική αποστολή τουρκικών drones Bayraktar TB2 και την μυστική χρησιμοποίηση μισθοφόρων για τον χειρισμό τους, ώστε να διατηρηθεί η επίσημη «ουδετερότητα» της Τουρκίας, ενώ στον σχεδιασμό συμπεριλήφθηκαν επιθέσεις τύπου αντάρτικου στη ρωσική υποδομή καθώς και η χρήση «μοντέρνων» IEDs σε ρωσικές σιδηροδρομικές γραμμές και εγκαταστάσεις, βασισμένα σε τεχνικές των Ταλιμπάν και των Ιρακινών ανταρτών.

Ομάδα στην Ουκρανία που συγκροτήθηκε με χρηματοδότηση  της USAID, δυσφημούσε τον Πρόεδρο Τραμπ και τον Αντιπρόεδρο Vance ως “προπαγανδιστές υπέρ της Ρωσίας”

Οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν ομάδες που δυσφήμησαν τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, μέλη του Κογκρέσου και Αμερικανούς δημοσιογράφους, χαρακτηρίζοντάς τους ως “ξένους προπαγανδιστές”, ενώ παράλληλα εκπαίδευαν Ουκρανούς σε τεχνικές ψυχολογικών επιχειρήσεων (PSYOP).

Η Molfar, συστάθηκε και λειτούργησε χάρις στην αμερικάνικη βοήθεια. Το όνομα δεν είναι τυχαίο, στα ουκρανικά παραπέμπει στον μάγο-σαμπάνιο και αυτοπροσδιορίζεται ως υπηρεσία ανοικτών πηγών πληροφοριών (OSINT) που “συλλέγει λίστες εχθρών της Ουκρανίας για να οδηγήσει εγκληματίες πολέμου στη δικαιοσύνη”. Η ιστοσελίδα της είχε προηγουμένως κατονομάσει τόσο την USAID όσο και το US Civil Research and Development Fund (CRDF) ως “εταίρους” της.

Το 2022, ένας κατά δήλωσή του στο CNN εκπρόσωπος της Molfar κατηγόρησε τον Πρόεδρο Τραμπ για “ φιλο -Κρεμλινική” συμπεριφορά, επειδή “ο Τραμπ είπε ότι η Κριμαία είναι ρωσική, γιατί οι άνθρωποι εκεί μιλούν ρωσικά.” Επίσης η ιστοσελίδα της Molfar καταδίκασε τον Vance επειδή “σύγκρινε τη δημοκρατία της Ουκρανίας με το Αφγανιστάν” και επειδή δήλωσε ότι “παραμένει αντίθετος στη συνέχιση της χρηματοδότησης αυτού του πολέμου”. Ίσως το πιο προκλητικό για τους Ουκρανούς διαμορφωτές πληροφοριών ήταν η στάση του απέναντι στις φιλοδοξίες της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αφού: “Δήλωσε ότι η Ουκρανία δεν πρέπει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, διότι αυτό θα σήμαινε ουσιαστικά “την πρόσκληση του αμερικανικού έθνους να πάει σε πόλεμο”.”

Έκθεση που έφερε το λογότυπο της USAID και δημοσιεύθηκε ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου από το Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο Κυβερνοασφάλειας της Ουκρανίας (NCSCC), σημείωσε ότι η Molfar είχε βοηθήσει στην εκπαίδευση χιλιάδων κρατικών υπαλλήλων σε τεχνικές δυσφήμησης και είχε παράσχει οδηγίες στον κυβερνοπόλεμο – συμπεριλαμβανομένων τεχνικών ψυχολογικών επιχειρήσεων (PSYOP) – σε δημόσιους λειτουργούς με άμεση υποστήριξη από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.Η NCSCC, με τη στήριξη του U.S. Civil Research and Development Fund (CRDF Global) και του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, πραγματοποίησε τριήμερη διαδικτυακή εκπαίδευση με τίτλο “OSINT – Πληροφορίες μέσω ανοιχτών πηγών” σύμφωνα με την έκθεση.

Μαζί με κορυφαίους ερευνητές της ουκρανικής εταιρείας Molfar, πάνω από 2.000 δημόσιοι υπάλληλοι πραγματοποίησαν πρακτικές ασκήσεις σχετικά με: αναζήτηση σε ανοιχτές πηγές, αναζήτηση επαφών, χρήση Telegram bots, τεχνικές PSYOP ως μέθοδο πληροφορικού πολέμου, ανάλυση εικόνας και συλλογή πληροφοριών μέσω ανθρώπινων πηγών (HUMINT) ή κοινωνικής μηχανικής.

Συνολικά, η USAID ανακοίνωσε ότι είχε διαθέσει τουλάχιστον  60 εκατομμύρια δολάρια για να “ενισχύσει την κυβερνοασφάλεια της Ουκρανίας”, σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης. Αντιλαμβάνεσθε γιατί επεφύλαξαν στον Ζελένσκι.  στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου τέτοια υποδοχή;

Η Molfar στοχοποιεί  και Αμερικανούς δημοσιογράφους

Ενώ δυσφημεί πολιτικούς ηγέτες των ΗΠΑ, η Molfar έχει στοχεύσει και αρκετούς Αμερικανούς δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων ο αρχισυντάκτης του The Grayzone, Max Blumenthal. Η Molfar είχε υποσχεθεί να τον εκθέσει ως Ρώσο πράκτορα σε εκατοντάδες επαφές στα μέσα ενημέρωσης. Ένα μαζικό email που έστειλε η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της Molfar, Daria Verbytska, κατηγόρησε ψευδώς τον Blumenthal ότι “προσαρμόζεται σε ρωσικές αφηγήσεις μετά από μαγική αύξηση εισοδήματος”, ενώ υποσχέθηκε να παραδώσει αναφορά για τα “κατά προσέγγιση έσοδά του, τις πηγές τους, ψευδή στοιχεία στο βιογραφικό του, συνεργασίες με άλλους προπαγανδιστές, αρνητικές διασυνδέσεις, οικογενειακές σχέσεις, επαφές, περιουσία και πρόσθετες πληροφορίες.” Η αναφορά της Molfar περιείχε τη διεύθυνση κατοικίας του Blumenthal, καθώς και τις διευθύνσεις μελών της οικογένειάς του και συνεργατών του.

Η USAID, συνεπώς, χρηματοδότησε μια επιχείρηση “doxxing” που έθεσε σε κίνδυνο Αμερικανούς πολίτες, απλώς και μόνο επειδή ασκούσαν κριτική στην ουκρανική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρηματοδότησε μια ουκρανική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών, η οποία δυσφήμησε τον Αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζ. Ντ. Βανς, τον Διευθυντή Αντιτρομοκρατίας των ΗΠΑ Τζο Κεντ και τον Βουλευτή Τόμας Μάσι ως «ξένους προπαγανδιστές της Ρωσικής Ομοσπονδίας».

Μέχρι σήμερα, η διαδικτυακή μαύρη λίστα που δημοσιεύθηκε από την ουκρανική ομάδα Molfar, η οποία χρηματοδοτείται από την USAID, χαρακτηρίζει τους Βανς, Μάσι και Κεντ ως «ξένους προπαγανδιστές» που ευθυγραμμίζονται με τη ρωσική κυβέρνηση και απαιτεί την «απομάκρυνσή τους από δημόσια αξιώματα, την επιβολή κυρώσεων και τη διεξαγωγή ερευνών για την προσωπική τους εμπλοκή σε εγκλήματα». Θράσος χιλίων πιθήκων ο Ζελένσκι.

Δυτικά Βαλκάνια: Το αμερικάνικο Δίκτυο Αλλαγής Καθεστώτων σε Κίνδυνο.

Στα Δυτικά Βαλκάνια, η USAID, το Εθνικό Κληροδότημα για τη Δημοκρατία (NED) – που έχει χαρακτηριστεί ως «βιτρίνα της CIA» – και τα Ιδρύματα Open Society του Τζορτζ Σόρος έχουν διεισδύσει σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής.

Η παύση της «αναπτυξιακής βοήθειας» θέτει σε κίνδυνο αμέτρητες θέσεις εργασίας και οργανώσεις που εξαρτώνται από αυτήν. Σύμφωνα με το Balkan Insight, ένα οργανισμό που έχει συνδεθεί με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, η διακοπή της χρηματοδότησης «έχει επηρεάσει άμεσα έναν μεγάλο αριθμό οργανώσεων στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία».

Από το 2020 έως το τέλος του 2024, η Ουάσιγκτον έχει διαθέσει 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια στα Δυτικά Βαλκάνια, χρηματοδοτώντας ΜΚΟ, κρατικούς θεσμούς και έργα που κυμαίνονται από τα «ανθρώπινα δικαιώματα» έως την «ενεργειακή αποδοτικότητα» με το Κοσσυφοπέδιο να κατατάσσεται πρώτο. Τώρα, όλα τα έργα έχουν παγώσει.  Η απόπειρα επηρεασμού των εξελίξεων στα Δυτικά Βαλκάνια από τις ΗΠΑ αποκαλύπτεται και από τον Ρίτσαρντ Γκρένελ, ειδικό απεσταλμένο του Ντόναλντ Τραμπ. Χαρακτήρισε ανησυχητικές τις δαπάνες της USAID στα Δυτικά Βαλκάνια. Σύμφωνα με τον ίδιο, δισεκατομμύρια δολάρια έχουν δοθεί σε ΜΚΟ για να προωθήσουν ειδικές πολιτικές σε αυτές τις χώρες.

Ο Γκρένελ, ισχυρίζεται ότι κατά την περίοδο 2020-2024 οι ΜΚΟ στην Αλβανία έχουν λάβει από τη USAID 189 εκατομμύρια δολάρια. Δυτικών Βαλκανίων. Κονδύλια  537 εκατομμυρίων δολαρίων που έχει λάβει το Κοσσυφοπέδιο τα τελευταία 4 χρόνια, σύμφωνα με τον Γκρένελ έχουν χρησιμοποιηθεί προς το συμφέρον ορισμένων πολιτικών προσώπων. Όπως και η Βοσνία – Ερζεγοβίνη με 402 εκατ. δολάρια., τα Σκόπια με 290 εκατ., η Σερβία με 209 εκατ. και το Μαυροβούνιο με 77 εκατ.

Στις περισσότερες εξ αυτών των χωρών της περιοχής είναι πολύ έντονη η ταυτόχρονη παρουσία της Μεγάλης Βρετανίας. Όπως έχει τεκμηριώσει το The Grayzone , το Λονδίνο «τρέχει» ένα πρόγραμμα ειδικού σκοπού γνωστό ως «Global Britain» στα Δυτικά Βαλκάνια. Έγγραφα που διέρρευσαν σχετικά με την προσπάθεια αποκαλύπτουν ότι αφορά τον ύπουλο επηρεασμό της σύνθεσης των τοπικών κυβερνήσεων και των νομικών και ρυθμιστικών περιβαλλόντων για την προώθηση των βρετανικών συμφερόντων, ενώ γεμίζει περιφερειακούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού μηχανισμού πληροφοριών, με επιλεγμένα περιουσιακά στοιχεία. Σύμφωνα με ένα αρχείο που διέρρευσε, η MI6 δεν ανέχεται την περιφερειακή αντίθεση στην ατζέντα της και αναπτύσσει άμεσα ενεργά μέτρα για να εξουδετερώσει την τοπική αντίσταση: «Σε περιβάλλοντα όπου τα κίνητρα των τοπικών ελίτ δεν ευθυγραμμίζονται με τους στόχους/αξίες [της Βρετανίας]… μπορεί να χρειαστεί μια προσέγγιση που θα συνετίσει και θα συμμορφώσει  τους πολιτικούς της ελίτ…».

Βεβαίως και οι Βρετανοί ξεκινάνε από την χειραγώγηση των μαζών, τον έλεγχο των ΜΜΕ. Κατά το The Grayzone συνέβαλλαν και αυτοί  στη σύσταση του  BIRN (Balkan Investigative Reporting Network), ένα εξόχως προπαγανδιστικό μέσο στα Βαλκάνια, το οποίο τελεί υπό την άμεση εποπτεία βρετανικής κυβερνητικής υπηρεσίας—την οποία το Reuters είχε κάποτε χαρακτηρίσει ως «μια επιδραστική ήπια δύναμη της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής»—που όμως φαίνεται να βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης μετά από μια σοβαρή ρήξη μεταξύ των εργαζομένων και της ηγεσίας του.

Ως κεντρική πλατφόρμα προπαγάνδας διαφόρων δυτικών κυβερνήσεων και ιδρυμάτων, το BIRN επιδίωξε να αναδιαμορφώσει την ταραχώδη περιοχή προς όφελος των ευρωπαϊκών και αμερικανικών συμφερόντων, δημοσιεύοντας πολλά «προϊόντα» για την επίτευξη αυτού του στόχου. Τώρα, όμως, ολόκληρη η αυτοκρατορία πληροφόρησης φαίνεται να κλονίζεται. Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα.

Η εμπλοκή των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στο BIRN

Το BIRN χρηματοδοτείται από ένα «σκοτεινό μίγμα» οργανισμών πληροφοριών και δυτικών πρεσβειών στην περιοχή. Διαρροές εγγράφων αποκαλύπτουν ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν περιορίστηκε μόνο στη χρηματοδότηση, αλλά μέσω των μυστικών υπηρεσιών της εκπαίδευε και καθοδηγούσε το BIRN μέσω του British Council (BC).

Το British Council, το οποίο ο διπλωμάτης Χάρολντ Μπίλεϊ είχε περιγράψει ως «μία από τις κύριες προπαγανδιστικές υπηρεσίες της Βρετανίας», είχε αναλάβει τον πλήρη έλεγχο του BIRN στο πλαίσιο ενός έργου του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου για την «ενίσχυση της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης στα Δυτικά Βαλκάνια». Ένα διαρρεύσαν έγγραφο αποκαλύπτει ότι η Βρετανία χρησιμοποίησε το πρόγραμμα για να εκπαιδεύσει δημοσιογράφους, να ελέγξει τη ροή της πληροφόρησης και να ενισχύσει φιλοδυτικά αφηγήματα. Το British Council σχεδίαζε ακόμα και τη δημιουργία ενός «εργαλείου αναφοράς για ενεργούς πολίτες», που θα επέτρεπε στο BIRN και άλλα βρετανικά ελεγχόμενα μέσα να συλλέγουν διαρροές και πληροφορίες από τους πολίτες.

Η Διευθύντρια κα Ντόμανοβιτς εμπλέκεται άμεσα σε αυτό το έργο, καθώς η σελίδα της στο LinkedIn αποκαλύπτει ότι από το 2019 έως το 2022, ήταν υπεύθυνη για τον «σχεδιασμό και την έρευνα» του συγκεκριμένου εργαλείου. Η Ντόμανοβιτς είναι υπότροφος Chevening, ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών για την εκπαίδευση και στρατολόγηση ξένων ηγετών. Σπούδασε στο Goldsmiths, University of London, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό όχι στη δημοσιογραφία, αλλά στο marketing και την τεχνολογία.

Διαρροές εγγράφων δείχνουν ότι το Chevening χρησιμοποιείται από τη Βρετανία για τη στρατολόγηση και καθοδήγηση δημοσιογράφων στις βαλκανικές χώρες. Στόχος του Λονδίνου είναι η δημιουργία «δικτύου γυναικών δημοσιογράφων στον τομέα της άμυνας και της διπλωματίας», οι οποίες θα λειτουργούν ως φιλοβρετανοί «influencers» στην περιοχή.

Γίνεται αντιληπτό πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος μιας πραγματικά ανεξάρτητης Ελλάδας, που επιτέλους πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες στήριξης της Ειρήνης, της ανάπτυξης (όχι της μεγέθυνσης), της ευημερίας και της ευδαιμονίας.

πηγή