Του Παναγιώτη Λιάκου
Λίγο να ξύσει κάποιος την επιφάνεια της μουντής καθημερινότητας, λίγο να σχιστούν τα πέπλα του μετανεωτερικού μηδενισμού, λίγο να καταλαγιάσει ο θόρυβος της βουής των αναγκών τού φαίνεσθαι και λίγο να μιλήσει το «είναι» εντός μας και θα ανατείλει στον ορίζοντα της συνείδησής μας ένας αριθμός σκαλισμένος με μύθο, αίμα, πόνο, αγώνα, όνειρα και προσευχή: 1821.
Δεν υπάρχουν Έλληνες επί Γης που στα τέλη του Μαρτίου να μη δονείται το φυλλοκάρδι τους, σε άλλους λίγο και σ’ άλλους πολύ, από τη συχνότητα που εκπέμπει ο ιερός αγώνας της Εθνεγερσίας. Η επική προσπάθεια των προγόνων μας να αποδράσουν από τον οθωμανικό τάφο συγκινεί βαθιά, με ενστικτώδη, αταβιστικό τρόπο το εθνικό σώμα.
Κι είναι τέτοια η εσωτερική αντάρα που επικρατεί στον νου και στην καρδιά της κοινωνίας για την Επανάσταση του ’21, ώστε σε κάνει να αναρωτιέσαι πού είναι η έδρα της, πού φωλιάζει όταν δεν είναι η εποχή της, πού συντηρείται ο μύθος της και πού φουντώνει αυτό το αίσθημα της ανάγκης να την προσεγγίζουμε νοερά, έστω επετειακά, έστω ως υπενθύμιση του τι μπορούμε να καταφέρουμε και -πάνω απ΄ όλα- ποια είναι η αξία που επιδιώκουμε πάση θυσία και στην επιδίωξη της οποίας αφιερώνουμε τη ζωή και τον θάνατό μας: την Ελευθερία.
Το εστιακό σημείο της αθανασίας του 1821 υφίσταται ταυτόχρονα σε πολλά σημεία. Το εντοπίζει κάποιος σε αφηγήσεις των παππούδων, που άκουσαν από τους δικούς τους προγόνους ιστορίες δόξας και συντριβής, θρήνου και πολεμικής έκστασης. Υπάρχει στην ελληνική φύση. Κάθε ρυάκι και πλαγιά, κάθε βουνοκορφή και κάμπος, κάθε δάσος και ξερολιθιά, ποταμοί και πελάγη της πατρίδας είναι βουβοί μάρτυρες αγώνων και θυσιών παλικαριών, γυναικόπαιδων, γερόντων, κληρικών και λαϊκών, φτωχών και πλούσιων, δυνατών κι αποκαμωμένων, που πολέμησαν για το δικαίωμά τους να ορίζουν τη ζωή τους με μέτρο ελληνικό και μπούσουλα χριστιανικό.
Πάνω απ’ όλα, είναι η σάρκα μας η ίδια που ποτίζεται συνέχεια με τ’ αθάνατο κρασί του ’21 και μεθά από τον πόθο της να ηγηθεί ξανά της ευγενούς προσπάθειας του ανθρωπίνου είδους να παραγάγει πολιτισμό – όπως παρήγαγαν η αρχαία Αθήνα και η Βασιλεύουσα.
Το ’21 είναι αθάνατο γιατί πλάστηκε πάνω στο καλούπι του ονείρου∙ κι όνειρο για τους Έλληνες απανταχού της Γης είναι η Κωνσταντινούπολη. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το διαχρονικό όραμα είναι το Γένος μας κι ο εκλεκτός του Θεού που θα αξιωθεί να πάρει την Πόλη. Εκείνος που θα ξυπνήσει τον μαρμαρωμένο βασιλιά για να του πει ότι η Βασιλεύουσα είναι ελεύθερη. Το πρόσωπο που περιμένει αιώνες για να γεμίσει τα στήθη των Ελλήνων με το οξυγόνο της ελευθερίας, να δώσει νόημα ζωής σ’ αυτούς που κινδυνεύουν να τους καταπιεί η απελπισία του μηδενός. Αυτόν περιμένουν οι Ελληνες. Εκείνον που δεν θα μιλήσει σαν λογιστής και θα πει τόσα έχουμε, τόσα περιμένουμε και άλλα τόσα θα μας πάρουν. Η ράτσα μας, από την εποχή που απαγγέλλονταν τα έπη του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας, αρέσκεται να διασύρει όσους ισχυρίζονται ότι «τούτο είναι αδύνατο», «αυτό είναι τρελό», «ανεύθυνο να ζητούμε κάτι τέτοιο». Ετσι πορευτήκαμε στις χιλιετίες, τέτοιου είδους όνομα κάναμε στην «πιάτσα» του χρόνου, που περνά και μας προσπερνά. Οι κυνηγοί του ανέφικτου είμαστε οι Ελληνες.
Αποδέκτης της κληρονομιάς του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ήταν κι ο αρχιστράτηγος του Αγώνα Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος, αφηγούμενος στον Γεώργιο Τερτσέτη* τη συνάντησή του με τον Άγγλο πλοίαρχο Χάμιλτον, όταν ο δεύτερος του πρότεινε να συνθηκολογήσουν οι Ελληνες με τους Τούρκους, είπε:
«H επανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ᾿ όσες γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτον με ένα λαόν, οπού ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθεί ως τοιούτος, ούτε να ορκισθεί, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον Ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ᾿ ως σκλάβους. Μίαν φοράν, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθε ο Αμιλτον να με ιδεί· μου είπε ότι “πρέπει οι Ελληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν, και η Αγγλία να μεσιτεύσει”. Εγώ του αποκρίθηκα ότι “αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, Καπετάν Αμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Αλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε· η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα”. Με είπε: “Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;” – “Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά”. Ετζι δεν με ομίλησε πλέον».
Εκεί βρίσκεται η πηγή της αθανασίας του ’21. Στο πεπρωμένο μας, που θα το κάνουμε πράξη. Είτε το θέλουν κάποιοι είτε όχι.
*Τερτσέτη Απαντα, «Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα», εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, τόμος Γ’, σελ. 179.