Του Αλέξανδρου Τάρκα, Εκδότη του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Θεωρείται αυτονόητη πλέον η προκήρυξη ανοιχτών διεθνών διαγωνισμών, χωρίς απευθείας αναθέσεις και προτιμητέους «εθνικούς προμηθευτές» στο 12ετές πρόγραμμα.
Οι εξαγγελίες της Κομισιόν για τα εξοπλιστικά προγράμματα των χωρών-μελών της Ε.Ε. (κοινό Ταμείο 150 δισ. €, μη υπολογισμός στο έλλειμμα των αμυντικών δαπανών μέχρι 1,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2025-2028 κ.ά.) διευκολύνουν και τον ελληνικό σχεδιασμό εν όψει της επικείμενης εξαγγελίας του 12ετούς προγράμματος ανανέωσης του υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Ασφαλώς, η αυταρέσκεια του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη ότι εισακούστηκαν οι δικές του προτάσεις είναι αβάσιμη. Το σκεπτικό και τα μέτρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πολύ διαφορετικά σε όλα, σχεδόν, τα σημεία τους. Πάντως, πρόκειται για θετική εξέλιξη που -υπό προϋποθέσεις- ίσως αναστρέψει την πορεία αμυντικής παρακμής μετά το σωρευτικό κληροδότημα των σκανδάλων της περιόδου Σημίτη (αναμφίβολα, έγιναν και πάρα πολλές σωστές αγορές εκείνη την εποχή) και της χρεοκοπίας του 2010.
Άλλωστε, τα δύο θέματα συνδέονται. Γιατί, μέχρι το 2009, σε όλα τα μέλη της Ε.Ε. οι αμυντικές δαπάνες δεν υπολογίζονταν -ως προς το έλλειμμα- κατά την υπογραφή του συμβολαίου προμήθειας κάθε συστήματος. Η καταγραφή γινόταν στα επόμενα έτη των σταδιακών πληρωμών, οριστικής παραλαβής και εξόφλησής του. Εξαιτίας αυτής της πρακτικής, η διόγκωση του ελλείμματος από τα δεκάδες συμβόλαια, που υπογράφηκαν από τον Ιούλιο του 1997 (εκσυγχρονισμός αεροσκαφών Phantom F-4E) ως τον Μάρτιο του 2003 (αγορά αρμάτων μάχης Leopard-2HEL), μεταφέρθηκε στην περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή (2004-2009).
Εκσυγχρονισμός
Ακολούθησε το σοκ της χρεοκοπίας που οι επιπτώσεις της, ως προς την εθνική άμυνα, καταγράφονται σε πολλά επίπεδα και θα παραμείνουν ορατές για πολλά χρόνια ακόμα. Για παράδειγμα, ο εκσυγχρονισμός των φρεγατών ΜΕΚΟ συζητείται επί 17 ολόκληρα χρόνια! Μοναδική εξαίρεση, κατά την περίοδο της χρεοκοπίας, ήταν η επίλυση της εκκρεμότητας των υποβρυχίων, το 2013-14, επί υπουργού Εθνικής Άμυνας Δημ. Αβραμόπουλου και ειδικού γραμματέα του υπουργείου (νυν γενικού γραμματέα) Αντ. Οικονόμου. Θετική ήταν και η απόφαση εκσυγχρονισμού των F-16 Block 52+ και 52+ Adv., μετά τη συνάντηση Τραμπ – Τσίπρα τον Οκτώβριο του 2017, αλλά η βιαστική υπογραφή συνοδεύτηκε από χρονοδιάγραμμα που δεν μπορούσε να υποστηρίξει, αξιόπιστα, η ΕΑΒ. Μετά το 2019 οι αγορές των φρεγατών FDI/Belharra και των μαχητικών Rafale ήταν επιβεβλημένες και χρησιμότατες, χωρίς να επιλύουν το ευρύτερο πρόβλημα της γερασμένης θωράκισης της χώρας.
Σε αυτό το δυσμενές πλαίσιο, οι αθέατες πτυχές του νέου αμυντικού περιβάλλοντος είναι, κυρίως, τέσσερις.
Πρώτα από όλα, οι προτάσεις της Κομισιόν δεν έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί και υιοθετηθεί επίσημα. Ως γνωστόν, ειδικά στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες». Επίσης, δεν αποκλείεται μεταγενέστερη διαφοροποίηση ορισμένων αποφάσεων έπειτα από πίεση των ισχυρών μελών. Είτε για πραγματικούς λόγους είτε με ποικίλα προσχήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν από την έκδοση των Συμπερασμάτων του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 6ης Μαρτίου 2025 η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει διαβεβαιώσεις για πρόσθετα μέτρα ως προς τη δημοσιονομική ευελιξία και για ισοβαρείς αναφορές στην προστασία όλων των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε. Τελικά, πρόσθετα μέτρα, επιπλέον του 1,5% του ΑΕΠ, ούτε ανακοινώθηκαν ούτε φαίνονται στον ορίζοντα. Για τα δε σύνορα, ρητή επισήμανση υπήρξε μόνο για τα ανατολικά και τους κινδύνους από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία. Ούτε καν έμμεση αναφορά στην απειλή κατά της Ελλάδας και της Κύπρου από την Τουρκία.
Το δεύτερο σημείο ανησυχίας για την ελληνική πλευρά είναι ο τρόπος χρηματοδότησης της ευρωπαϊκής άμυνας, ειδικά υπό την πίεση της Γερμανίας. Η συμφωνία Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών για αναθεώρηση των συνταγματικών απαγορεύσεων ως προς το χρέος έχει αντίκτυπο και στις γερμανικές εθνικές δαπάνες και στις ευρωπαϊκές. Είναι άγνωστο πότε και πώς η νέα ηγεσία του Βερολίνου θα ανοίξει τα χαρτιά της για το ειδικό Ταμείο της Ε.Ε. με τα 150 δισ. ευρώ, αλλά ήδη διαμηνύει πως δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσχημα για την έκδοση ευρω-ομολόγου. Δηλαδή, απορρίπτεται η ελληνική προσδοκία για την έκδοση ομολόγων, επειδή η Γερμανία δεν έχει κανένα συμφέρον να επιβαρυνθεί με «κοινό χρέος» μαζί με τους άλλους εταίρους.
Παράλληλα, το τρίτο μείζον θέμα είναι η -οικονομική και τεχνολογική- πρόκληση της ανάμειξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σε μεγάλα προγράμματα. Σε μια εποχή που ακόμα και Γερμανοί αξιωματούχοι παραδέχονται, σε ανεπίσημες διπλωματικές συζητήσεις, ότι δεν έχουν άλλη λύση από το να στηριχθούν στα αμερικανικά F-35 και να αγοράσουν UAVs από τρίτες χώρες, γίνεται ακόμα πιο εμφανές σε πόσο δεινή θέση βρίσκονται οι κρατικές βιομηχανίες της Ελλάδας. Η ΕΑΒ, που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 κέρδιζε συμβόλαια ευρωπαϊκών και αραβικών χωρών και αργότερα κατασκεύαζε (δευτερεύοντα έστω) τμήματα των F-16, δεν μπορεί καλά καλά να υποστηρίξει τη συντήρηση των C-130 της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Τα δε Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ), το διάδοχο σχήμα των ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ, εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε συμπράξεις με την Τσεχία, έχοντας χάσει μεγάλες ευκαιρίες πωλήσεων στην Ουκρανία την προηγούμενη τριετία. Εξάλλου, το 2022 τα ΕΑΣ δεν εκτέλεσαν ένα «εύκολο» συμβόλαιο πυρομαχικών του αιγυπτιακού στρατού, με αποτέλεσμα να κηρυχθούν έκπτωτα. Όλα αυτά, σε πλήρη αντίθεση με το επιτυχημένο εμπορικό παρελθόν της ΠΥΡΚΑΛ που πουλούσε τα πυρομαχικά της και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του ισπανικού εμφυλίου του 1936-39, όπως και -ταυτόχρονα- στο Ιράν και το Ιράκ κατά τον πόλεμο του 1981-88. Εξαιρέσεις, με σίγουρες προοπτικές υλοποίησης συμβολαίων στην Ελλάδα και άλλα μέλη της Ε.Ε., αποτελούν το κραταιό αμυντικό σκέλος της Metlen Energy and Metals και η Intracom Defense, αν και η τελευταία δεν θεωρείται πια ελληνική εταιρία, αφού έχει εξαγοραστεί από την Israel Aerospace Industries.
Προστατευτισμός
Ως τέταρτο κεφαλαιώδες αμυντικό ζήτημα καταγράφονται οι ισορροπίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις αμυντικές βιομηχανίες τους. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει γίνει ήδη αποδέκτης των, ως επί το πλείστον, ρεαλιστικών επισημάνσεων της Ουάσινγκτον ότι ο υπερβολικός προστατευτισμός του Αμυντικού Βιομηχανικού Προγράμματος της E.E. (EDIP) υπονομεύει τη διαλειτουργικότητα του ΝΑΤΟ και θα αυξήσει το κόστος των ελληνικών εξοπλισμών. Η αμερικανική πλευρά υπογραμμίζει πως επιβάλλεται η συνεργασία Ε.Ε. – ΝΑΤΟ, απορρίπτοντας τα εμπόδια στις συμπράξεις μεταξύ των αμυντικών βιομηχανιών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Βέβαια, πάνω από τις τέσσερις αυτές πτυχές πλανάται και ένα νέφος αμφιβολίας ως προς την απαιτούμενη διαφάνεια. Θεωρείται αυτονόητη πλέον η προκήρυξη ανοιχτών διεθνών διαγωνισμών, χωρίς απευθείας αναθέσεις και προτιμητέους «εθνικούς προμηθευτές» στο 12ετές πρόγραμμα. Ουδείς δικαιούται να κάνει δίκη προθέσεων της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και το Μαξίμου οφείλει να γνωρίζει ότι δεν πρέπει να δώσει ούτε καν αφορμή για παρεξηγήσεις.