Του Παντελή Σαββίδη

 

Το φιάσκο της συνομιλίας ηγετικών στελεχών ασφαλείας των ΗΠΑ με την πρόσκληση και του αρχισυντάκτη του The Atlantic στην ομήγυρη δείχνει, βεβαίως, τον ερασιτεχνισμό της ομάδας του Τραμπ που τώρα μαθαίνει να κολυμπά στα βαθιά. Αποκάλυψε, όμως, και τη βαθιά απέχθεια των Αμερικανών προς την Ευρώπη και αυτό το συναίσθημα δεν διακατέχει μόνο τον σημερινό Αμερικανό πρόεδρο και τους ακολούθους του.

Θα θυμάστε την «ανθηρόστομη» Βικτόρια Νούλαντ και το τι είπε για τους Ευρωπαίους καθώς έδειχναν επιφυλάξεις σε ό,τι προετοίμαζε στην Ουκρανία στην αρχή της κρίσης: «Να πάει να γ… η Ευρώπη». Και δεν ήταν με τον Τραμπ.

Για όσους δεν παρακολούθησαν το γεγονός, ένας δημοσιογράφος, εν αγνοία του, προστέθηκε σε μια μυστική συνομιλία στο Signal, όπου συμμετείχαν ανώτατοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ – όπως ο Pete Hegseth (Πιτ Χέγκσεθ), ο John Ratcliffe (Τζον Ράτκλιφ), ακόμα και ο αντιπρόεδρος Vance (Βανς). Το περιεχόμενο; Άκρως εμπιστευτικές πληροφορίες για επικείμενες στρατιωτικές επιθέσεις στην Υεμένη, με στόχους, όπλα και χρονισμό.

Ο δημοσιογράφος αποκάλυψε ό,τι μπορούσε να αποκαλυφθεί χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο κρατικά μυστικά των ΗΠΑ αλλά από την παράθεσή του εξάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Ο αντιπρόεδρος Βανς είχε επιφυλάξεις για την επιχείρηση βομβαρδισμού των Χούθι αλλά είπε πως θα συνταχθεί με τις απόψεις του υπουργείου Άμυνας. «Ο πιο ισχυρός λόγος για να το κάνουμε είναι, όπως είπε ο POTUS, για να στείλουμε ένα μήνυμα» –POTUS είναι τα αρχικά του President Of The United States.

Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ο κ. Βανς, όταν έγινε η αποκάλυψη μέρους της συνομιλίας από τον δημοσιογράφο έσπευσε να τονίσει πως δεν διαφωνεί σε τίποτε με τον πρόεδρο Τραμπ ο οποίος έδωσε εντολή να συζητηθεί η διαδικασία βομβαρδισμού, όχι, προφανώς, εάν θα γίνει. Μην τον παρεξηγήσουν τον κ. Βανς του οποίου το μέλλον φαίνεται λαμπρό αλλά με τις ευλογίες του Τραμπ.

Το πιο ενδιαφέρον μέρος της συνομιλίας για την Ευρώπη είναι όταν ο αντιπρόεδρος Βανς  απηύθυνε μήνυμα στον υπουργό Άμυνας @Pete Hegseth: «Αν πιστεύεις ότι πρέπει να το κάνουμε, πάμε. Απλώς μισώ να σώζουμε πάλι την Ευρώπη.»

(Η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστηρίζει ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής επωφελούνται οικονομικά από την προστασία των διεθνών θαλάσσιων οδών από το αμερικανικό Ναυτικό.)

Ο Hegseth (υπουργός Άμυνας) απάντησε τρία λεπτά αργότερα: «VP: Συμφωνώ πλήρως με την απέχθειά σου για τους Ευρωπαίους που δεν πληρώνουν. Είναι ΑΘΛΙΟ. Αλλά ο Mike έχει δίκιο, είμαστε οι μόνοι στον πλανήτη (από τη δική μας πλευρά) που μπορούμε να το κάνουμε. Κανείς άλλος δεν πλησιάζει καν. Το ερώτημα είναι το timing. Νιώθω ότι τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή, δεδομένης της εντολής του POTUS να ξανανοίξουμε τις θαλάσσιες οδούς. Πιστεύω ότι πρέπει να προχωρήσουμε· αλλά ο POTUS έχει ακόμη 24 ώρες περιθώριο απόφασης.»

Αυτό, ίσως και χειρότερο, είναι το σημερινό επίπεδο των ευρωαμερικανικών σχέσεων τις οποίες η ηγεσία της Ευρώπης δεν θέλει να επιδεινώσει περαιτέρω. Αλλά οι Αμερικανοί έχουν δίκαιο ή προκαλούν προβληματισμό σε ένα σημείο: απολάμβαναν οι ευρωπαίοι την αμερικανική προστασία χωρίς να καταβάλλουν κανένα κόστος; Και αν είναι έτσι, γιατί οι Αμερικανοί να συνεχίσουν να τους προστατεύουν; Άλλο η περίπτωση του Ψυχρού Πολέμου κατά την οποία υπήρχε ορατός εχθρός (με τον οποίο η Ουάσιγκτον βρήκε τρόπο ισορροπίας) και άλλο η σημερινή παγκόσμια κατάσταση.

 

Σήμερα από πού κινδυνεύει η Ευρώπη; Από τη Ρωσία, λένε τα ευρωπαϊκά γεράκια. Πώς κινδυνεύει από τη Ρωσία είναι άγνωστο.

Πάντως, στην Ευρώπη άρχισαν να σκέφτονται πως σε διάστημα 5 με 10 ετών θα μπορέσουν να αναπτύξουν συμβατικές δυνάμεις ώστε να καλύψουν όσα σήμερα οι Αμερικανοί τους προσφέρουν. Το πυρηνικό οπλοστάσιο είναι άλλη υπόθεση. Προσφέρονται Γαλλία και Βρετανία να παράσχουν κάλυψη αλλά οι, λιγότερες από 300, πυρηνικές κεφαλές που διαθέτει κάθε δύναμη δεν αρκούν για στοιχειώδη προστασία.

Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία να μπει στο παιχνίδι και η Βρετανία αλλά επειδή δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επειδή το Λονδίνο ανέλαβε σχετική πρωτοβουλία με την συνάντηση στην οποία δεν προσκλήθηκε η Αθήνα, άρχισε να καθιερώνεται ένας παράλληλος όρος. Όχι, μόνο, άμυνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά γενικότερα άμυνα της Ευρώπης. Στην Ευρώπη ανήκει και η Βρετανία.

Φρόντισε, όμως, η Βρετανία να βάλει στην ευρωπαϊκή άμυνα και την Τουρκία διότι, όπως λέει ο Ερντογάν ευρωπαϊκή άμυνα δεν νοείται χωρίς την Τουρκία. Και οι Ευρωπαίοι δείχνουν προς το παρόν να το αποδέχονται.

Πρέπει να είναι κανείς αφελής να πιστεύει πως η Τουρκία θα πολεμήσει για την Ευρώπη. Δυνάμεις διατήρησης της ειρήνης θα προσφέρει, όπως και το Λουξεμβούργο. Αλλά σε πολεμική κρίση δεν θα παρέμβει.

Η Τουρκία, με τη σειρά της, προτείνει να βάλει στην ευρωπαϊκή άμυνα και άλλες χώρες που θεωρεί συμμαχικές της και έτσι διαμορφώνεται ένα πλαίσιο στην περιοχή το οποίο η Αθήνα, απλώς, το παρακολουθεί. Ως συνήθως.

Επειδή έχουν προσδιορίσει ως εχθρό τη Ρωσία, οι Βρυξέλλες εστιάζουν την άμυνά τους στις βαλτικές και σκανδιναβικές χώρες και το ενδιαφέρον εκεί επικεντρώνεται.

Στα δημοσιεύματα εμβληματικών ΜΜΕ της ηπείρου, όπως οι Financial Times δεν γίνεται καμιά αναφορά στις ελληνικές δυνάμεις που αυτήν την στιγμή θεωρούνται ο τρίτος καλά οργανωμένος και εξοπλισμένος στρατός του ΝΑΤΟ.

Παρά το δικτατορικό της καθεστώς η Τουρκία δεν απολαμβάνει, μόνο, της υποστήριξης της Ευρώπης αλλά πρωτίστως, των ΗΠΑ οι οποίες αναζητούν τρόπο να την προμηθεύσουν με τα αεροπλάνα F-35. Αλλά η Τουρκία δεν θέλει, απλώς, να αγοράσει αεροπλάνα. Θέλει να της δοθεί και η τεχνογνωσία των μηχανών τους για να κατασκευάσει το δικό της μαχητικό αεροπλάνο 5ης γενιάς. Και εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν.

Εκτός και αν ο θαυμασμός του Τραμπ προς τον Ερντογάν τον οδηγήσει να υπερβεί τις απαγορεύσεις. Πάντως, η στήριξη που παρείχε τις προηγούμενες ημέρες ο Τράμπ στην Τουρκία βοήθησε στο να αλλάξει η εικόνα της οικονομίας της στα διεθνή κέντρα.

 

Τέλος, σε δημοσίευμα του αμερικανικού ιστολογίου The Glomalist παρατίθενται μια σειρά κοινών στοιχείων του Τραμπ με τον Ερντογάν με την κατάληξη πως οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτουρκίζονται.

Το εάν θα εκτουρκιστούν ή όχι θα το δούμε στην πορεία αλλά σίγουρα το ιδεολογικό πλαίσιο που παρουσιάζει ο Τραμπ αποκλίνει από τη νεωτερικότητα και σε αρκετά συγκλίνει με εκείνο του Ερντογάν.

Έχουμε, λοιπόν, μια νέα επανάσταση ή μια αντεπανάσταση;

πηγή