Του Γιώργου Ουρανού, Γεωλόγου

 

Το θέμα του ανοίγματος του κεφαλαίου «Ελληνοτουρκική προσέγγιση», όπως φαίνεται από τις δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις στη γείτονα χώρα, μετατίθεται στις καλένδες, καθότι η κατάσταση του κυοφορούμενου τουρκικού «Εθνικού διχασμού» πολύ δύσκολα θα επιλυθεί και ακόμα πιο δύσκολα θα επουλωθούν οι πληγές που θα αφήσει πίσω του.

 

Οι θύελλες των Ελληνοτουρκικών

Ολόκληρος ο 20ός αιώνας χαρακτηρίστηκε από μεγάλες εντάσεις στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, που έφτασαν μέχρι και σε πολύνεκρους πολέμους. Οι συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών στις «αυγές του 1900», σηματοδοτήθηκαν από τις μεγάλες σφαγές Χριστιανών και Μουσουλμάνων στην Κρήτη τα χρόνια 1897 και 1898, που ήταν ακόμη υπό Οθωμανική κατοχή και που είχαν ως κατάληξη την απελευθέρωση της Κρήτης.

Η δεύτερη περίοδος έντασης και πολεμικών διενέξεων ήταν οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912–1913, που οδήγησαν και στην απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, αλλά και της Δυτικής Θράκης.

Η τρίτη περίοδος ήταν αφενός η ήττα της Τουρκίας με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η Μικρασιατική Εκστρατεία του 1919, που επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920. Όμως, δυστυχώς, η εκστρατεία αυτή κατέληξε δύο χρόνια μετά, το 1922, στη Μικρασιατική Καταστροφή και στην υπογραφή της νέας Συνθήκης της Λωζάνης τον Ιούλιο του 1923, που καθόρισε νέα σύνορα και το ξερίζωμα και την ανταλλαγή των πληθυσμών: των μεν Μουσουλμάνων από την Κρήτη και την Ανατολική Θράκη, των δε Χριστιανών από ολόκληρη τη Μικρά Ασία.

Η κάποια εξομάλυνση των σχέσεων των δύο χωρών, ας πούμε ότι επήλθε με την επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου ως πρωθυπουργού στην Άγκυρα τον Οκτώβριο του 1930 και την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού «Συμφώνου Φιλίας και Σταθερότητας» με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού.

Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες αναπτύχθηκαν ακόμα περισσότερο, όταν τον Σεπτέμβριο του 1933 υπέγραψαν από κοινού σύμφωνο στην Άγκυρα ότι αναλάμβαναν την εγγύηση των κοινών τους συνόρων.

 

Η λυκοφιλία

Έκτοτε, εγκαινιάστηκε η περίοδος, η οποία —και με μια δόση φαντασίας— θα την ονομάζαμε ως «η περίοδος της λυκοφιλίας» ανάμεσα στους δύο λαούς. Η περίοδος αυτή, που κράτησε τουλάχιστον μια 20ετία, χαρακτηριζόταν ως περίοδος ειρηνικής γειτνίασης των δύο λαών, με μικρής έντασης επεισόδια στρατιωτικής παρουσίας σε σημεία των παραμεθόριων περιοχών, από τον Έβρο ως και το Καστελόριζο. Αυτή η λυκοφιλία καθόριζε και τους αμυντικούς εξοπλισμούς και για τις δύο χώρες, οι οποίοι μάλιστα εκτινάχθηκαν σε δυσθεώρητα κόστη.

 

«Η Νύχτα των Κρυστάλλων» του Ελληνισμού της Πόλης

Σεπτεμβριανά 1955: Το ανθελληνικό πογκρόμ – «Η Νύχτα των Κρυστάλλων» του Ελληνισμού της Πόλης.

Η περίοδος αυτή της «λυκοφιλίας» διαταράχθηκε βίαια τον Σεπτέμβριο του 1955. Τραγική ημερομηνία για τις σχέσεις των δύο χωρών αποτέλεσε η νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1955, όπου στην Κωνσταντινούπολη συνέβησαν τραγικότατα συμβάντα εις βάρος των Ελλήνων κατοίκων της Πόλης. Λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν: 73 εκκλησίες, 26 σχολεία, 27 φαρμακεία, 11 κλινικές, 3 εφημερίδες, 12 ξενοδοχεία, 21 εργοστάσια, 110 εστιατόρια και ζαχαροπλαστεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, 4.348 εμπορικά καταστήματα και 1.004 σπίτια. Χρειάστηκαν μόλις εννέα ώρες, κατά την «Ελληνική Νύχτα των Κρυστάλλων», που άρχισε στις 6 και ολοκληρώθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 1955, για να γίνουν ερείπια όλες αυτές οι δομές, που με κόπο και θυσίες είχαν χτίσει Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη.

Κάτι ανάλογο είχε συμβεί από τους Ναζί σε ολόκληρη τη Γερμανία και την Αυστρία το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου του 1938 κατά των Εβραίων κατοίκων. Το πογκρόμ που ακολούθησε —και που ονομάστηκε «Νύχτα των Κρυστάλλων»— είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές και, σε πολλές περιπτώσεις, να καταστραφούν 1.574 συναγωγές, πολλά εβραϊκά κοιμητήρια, πάνω από 7.000 καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους.

Αποτέλεσμα του πογκρόμ του ’55 ήταν οι 100.000 Έλληνες που ζούσαν εκείνη την περίοδο στην Πόλη να συρρικνωθούν σταδιακά και σήμερα, μόλις και μετά βίας, να ξεπερνούν τις 2.000.

 

Η Τουρκική εισβολή το ’74

Την περίοδο της δικτατορίας ’67–’74, το επίπεδο σχέσεων των δύο χωρών δεν διέφερε ιδιαίτερα από εκείνο της προηγούμενης περιόδου. Όμως, το αποκορύφωμα των συγκρουσιακών σχέσεων των δύο χωρών ήρθε 20 χρόνια αργότερα και ήταν η εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων τον Ιούλιο του ’74 στην Κύπρο και η κατάληψη του βόρειου τμήματος της Μεγαλονήσου.

 

Η Μεταπολίτευση και οι «πετρελαϊκές έρευνες»

Με την έλευση της Μεταπολίτευσης, ξεκινάει μια νέα περίοδος για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες καθορίστηκαν κυρίως από τις δήθεν έρευνες της Τουρκίας για πετρέλαιο από ερευνητικά πλοία στο Αιγαίο. Τόσο το σεισμογραφικό πλοίο ερευνών «Χόρα» το 1976, όσο και το «Σισμίκ» και το «Πίρι Ρέις» αργότερα, το 1987, υπήρξαν οι αφορμές για κάποια θερμά επεισόδια και εξίσου θερμές εκατέρωθεν δηλώσεις.

Μια νέα περίοδος στα Ελληνοτουρκικά εγκαινιάστηκε με την προσπάθεια για τη χάραξη μιας ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη σκλήρυνση της στάσης της χώρας μας απέναντι στη γείτονα. Οι σχέσεις κρατήθηκαν για πολλά χρόνια σε μια «ισορροπία τρόμου» με εκατέρωθεν επιφυλάξεις.

Η Ελλάδα, μάλιστα, κατάφερε και κατοχύρωσε έναντι των ΗΠΑ την ισορροπία 7/10 (7 για την Ελλάδα έναντι 10 για την Τουρκία) ως προς τις προμήθειες οπλικών συστημάτων από τις ΗΠΑ. Αργότερα, μάλιστα, τον Νοέμβριο του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Κύπριο πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού εξήγγειλαν και το «Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου» ως μια επίδειξη αποφασιστικότητας έναντι της Τουρκίας.

Με τις σχετικά ήπιες αυτές συνθήκες, φτάσαμε στην «κρίση των Ιμίων» τον Ιούνιο του ’96, όπου πραγματικά την τελευταία στιγμή απεσοβήθη το πολεμικό επεισόδιο.

 

Η τελευταία 20ετία

Από το ’96 και μετά, κατά την εκτίμησή μας, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις πέρασαν πια σε ένα άλλο επίπεδο. Σίγουρα υπήρχε μια τρέχουσα δυναμική κατάσταση εκ μέρους της Τουρκίας, με τις καθημερινές αεροπορικές παραβιάσεις του εναέριου εθνικού μας χώρου και τις ακαριαίες αναχαιτίσεις από την Πολεμική μας Αεροπορία.

Αργότερα, τις σχέσεις περιέπλεξαν οι ροές προσφύγων από την Τουρκία προς το Αιγαίο —κατάσταση την οποία χρησιμοποίησε η Τουρκία για να εκβιάζει τόσο τη χώρα μας όσο και την Ε.Ε. Τις σχέσεις επίσης επισκίασε η τάση αναθεωρητισμού που εγκαινίασε η Τουρκία, σε συνδυασμό με τις δηλώσεις των αξιωματούχων της για τη «Γαλάζια Πατρίδα», εννοώντας τις διεκδικήσεις τους στο Αιγαίο Πέλαγος.

Κρίσιμη χρονολογία ήταν το 2019, όπου τον Νοέμβριο υπέγραψαν με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης το λεγόμενο «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο» για τις θαλάσσιες ζώνες. Ακόμη, είναι κοινά παραδεκτό από τους ασχολούμενους με τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις ότι η περίοδος 2019–2022, έως και τις αρχές του 2023, ήταν από τις χειρότερες περιόδους των τελευταίων δύο δεκαετιών στις σχέσεις Ελλάδας–Τουρκίας.

Έκτοτε, και μάλιστα μετά την επανεκλογή του Προέδρου Ερντογάν το 2023, οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται σε καλύτερη θέση.

 

Το ζητούμενο και οι προσδοκίες

Έτσι, λοιπόν, σήμερα πια, διανύουμε μια περίοδο όπου οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε μια φάση ευνοϊκού κλίματος, που ίσως καλύτερο δεν έχουν φτάσει ποτέ έως σήμερα. Οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου έχουν ελαττωθεί αρκετά, οι ροές μεταναστών επίσης βρίσκονται σε σχεδόν μηδενικούς ρυθμούς και οι δηλώσεις των αξιωματούχων περί του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας σπανίζουν πλέον.

Αυτή, βέβαια, η σχετική «νηνεμία» ουδεμία ασφάλεια διάρκειας της ύφεσης προοιωνίζει, καθότι από την ιστορία έχουμε διδαχτεί πως, σε ό,τι αφορά τη γείτονα χώρα, τα πάντα ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Όμως, το τελευταίο διάστημα —τουλάχιστον όσον αφορά τους Έλληνες πολίτες— έχουν καλλιεργηθεί γόνιμες προσδοκίες για μια διευθέτηση των Ελληνοτουρκικών.

 

Ο ρόλος της κάθε οικείας Δημοκρατίας

Αυτό, τουλάχιστον για τη χώρα μας, είναι διευθετημένο σε ικανοποιητικό επίπεδο, καθότι από τις πολιτικές παρατάξεις του «συνταγματικού τόξου» υπάρχει μια σχετική ομοφωνία και μια κοινή στρατηγική. Σε αυτό, σίγουρα, έχει βοηθήσει και το προηγμένο πολιτικά επίπεδο στο οποίο έχει φτάσει η Δημοκρατία μας.

Εκτίμησή μας, όμως, είναι ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και με τη γείτονα χώρα, όπου η Δημοκρατία τους κρίνεται ότι βρίσκεται σε σχετική «αναπηρία». Η επιδιωκόμενη μονοκρατορία του Προέδρου Ερντογάν δεν αφήνει και πολλά περιθώρια ελεύθερης, πραγματικά, έκφρασης. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίζεται από έντονο αυταρχισμό και η λογοκρισία είναι χαρακτηριστική στα μέσα ενημέρωσης, όπως επίσης και η καταπάτηση των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών.

Έτσι, λοιπόν, πεποίθησή μας είναι ότι οι ελλείψεις τους αυτές στην εφαρμογή πραγματικών δημοκρατικών διαδικασιών επηρεάζουν τα μέγιστα τη διευθέτηση σημαντικών εθνικών θεμάτων και, συνεπώς, και εκείνων των Ελληνοτουρκικών σχέσεων.

 

Ο τουρκικός εθνικός πολιτικός διχασμός

Ειδικά σήμερα, μετά τα τελευταία γεγονότα της σύλληψης του Δημάρχου Κωνσταντινούπολης, η Δημοκρατία στην Τουρκία εισέρχεται σε μια ακόμη μεγαλύτερη περιδίνηση. Η έλλειψη εμπιστοσύνης του λαού, τόσο στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης όσο και στα σώματα ασφαλείας και στις υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας, αποτελούν πλέον μια παγιωμένη κατάσταση.

Μάλιστα, σήμερα, όπου διοργανώνονται γιγαντιαίες διαδηλώσεις κατά των κυβερνητικών πολιτικών επιλογών, η χώρα οδηγείται, με μαθηματική ακρίβεια, σε έναν πολιτικό και κοινωνικό διχασμό, με απρόβλεπτες συνέπειες. Και το πλέον δυσάρεστο είναι ότι οι εντάσεις αυτές δεν κρίνεται ότι θα είναι προσωρινές, καθότι είναι γνωστό ότι κάθε τι που τραυματίζει τη Δημοκρατία απαιτεί κατόπιν πολύ χρόνο για να επουλωθεί, και χωρίς να είναι σίγουρο ότι αυτό τελικά θα επιτευχθεί.

 

Τα διλήμματα

Το πρώτο δίλημμα είναι ότι, σε μια τέτοια κατάσταση, η κοινή γνώμη απασχολείται πολύ με την καθημερινότητα των πολιτών, με τα θέματα καταπάτησης των δημοκρατικών θεσμών και την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Έτσι, δεν μένει ικανός χρόνος για να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος, κυρίως στους κοινωνικούς φορείς, στους πανεπιστημιακούς κύκλους, αλλά και στα κόμματα, για τη διαμόρφωση θέσεων απέναντι σε κορυφαία εθνικά θέματα.

Το δεύτερο δίλημμα έρχεται ως συνέχεια του πρώτου, όπου η συγκρουσιακή πολιτική και κοινωνική κατάσταση, που κυριαρχεί ανάμεσα στους πολιτικούς σχηματισμούς, εξανεμίζει τα περιθώρια ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες πολιτικές συναινέσεις, οι οποίες είναι εντελώς απαραίτητες για να διαμορφωθεί μια ενιαία εθνική στρατηγική.

Γιατί χωρίς την ενιαία αυτή στρατηγική, δεν υπάρχει η δυνατότητα διευθέτησης κορυφαίων εθνικών θεμάτων, όπως είναι και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις.

 

Στις καλένδες

Άρα, το θέμα του ανοίγματος του κεφαλαίου «Ελληνοτουρκική προσέγγιση», όπως φαίνεται από τις δυσμενείς πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις στη γείτονα χώρα, μετατίθεται στις καλένδες, καθότι η κατάσταση αυτή του κυοφορούμενου «εθνικού διχασμού» πολύ δύσκολα θα επιλυθεί και ακόμη πιο δύσκολα θα επουλωθούν οι πληγές που θα αφήσει πίσω του.

Και αυτό, τουλάχιστον για τη χώρα μας, αποκτά μέγιστη σημασία, λόγω του ότι —όπως έχει διαφανεί— η Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα γεωπολιτική κατάσταση, εφόσον θα καταστεί ενεργειακός κόμβος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με ενεργειακές διασυνδέσεις με την Κύπρο, το Ισραήλ αλλά και την Αίγυπτο.

Μάλιστα, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις των ενεργειακών επιχειρηματικών κολοσσών, η Ελλάδα θα βρεθεί σε ακόμη ευνοϊκότερη θέση, λόγω του ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για πολύ μεγάλα ενεργειακά αποθέματα φυσικού αερίου στις περιοχές νότια και δυτικά της Κρήτης.

Όμως, για να τύχουν αυτές οι ενεργειακές πηγές απρόσκοπτης και ανεμπόδιστης εκμετάλλευσης, είναι απαραίτητο να υπάρχει εγγυημένο, ασφαλές περιβάλλον στην περιοχή.

Αυτό, σίγουρα, είναι πια για τη χώρα μας το ισχυρό διακύβευμα, το οποίο καλούνται οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας να διασφαλίσουν με περισσή σιγουριά, γιατί αυτό θα εγγυηθεί το μέλλον του λαού μας!

πηγή