Παρένθετη μητρότητα: – Οι «αναπαραγωγικές εξαγωγές» της χώρας μας συνεχίζονται και ο τουρισμός μητρότητας φέρνει χρήμα…

Η παρένθετη μητρότητα είναι ένα ζήτημα που προκαλεί έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις σε πολλές χώρες, με την Ελλάδα να είναι μία από τις χώρες που νομοθέτησαν το θέμα το 2002. Το επιχείρημα για τη νομοθεσία αυτή ήταν ότι η δυνατότητα για παρένθετη μητρότητα ενισχύει το δικαίωμα των ζευγαριών ή των ατόμων που επιθυμούν να γίνουν γονείς, αλλά δεν μπορούν βιολογικά να το κάνουν, να το πράξουν μέσω αυτής της διαδικασίας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα στην απόκτηση παιδιών είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα που θα πρέπει να προστατεύεται, ανεξαρτήτως των βιολογικών ή άλλων περιορισμών.

Ωστόσο, αυτό το ζήτημα εγείρει σοβαρές ηθικές ανησυχίες, ειδικά σχετικά με τη χρήση του σώματος της γυναίκας για αναπαραγωγικούς σκοπούς. Η νομοθεσία που επιτρέπει την παρένθετη μητρότητα έχει οδηγήσει σε προβληματισμούς για την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος, καθώς και για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες για τις γυναίκες που αναλαμβάνουν τον ρόλο της παρένθετης μητέρας. Πολλοί θεωρούν ότι η γυναίκα ενδέχεται να μετατρέπεται σε ένα «όχημα» για την αναπαραγωγή, με την ψυχολογική και σωματική της κατάσταση να παραβλέπεται ή να υποβαθμίζεται.

Επιπλέον, ο προβληματισμός σχετικά με την έλλειψη προτίμησης για την υιοθεσία παιδιών, αντί της επιλογής της παρένθετης μητρότητας, είναι έντονος. Γιατί, άραγε, δεν επιλέγουν πολλά ζευγάρια να υιοθετήσουν παιδιά που ζουν σε ιδρύματα και δεν έχουν οικογένειες; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα συνδέεται με την αναπτυσσόμενη κουλτούρα σε πολλές χώρες, όπου η απόκτηση παιδιών συνδέεται με προσωπικές επιθυμίες και ανάγκες, και όχι με την κοινωνική ή ηθική υποχρέωση να δώσει κάποιος ένα σπίτι σε ένα παιδί που το χρειάζεται. Το επιχείρημα του «το κάνω γιατί μπορώ» συνδυάζεται με τη νομική δυνατότητα που παρέχουν πολλές χώρες για την προώθηση της παρένθετης μητρότητας, αφήνοντας την ηθική διάσταση στην άκρη.

Η απόφαση της Ελλάδας το 2002 να νομοθετήσει την παρένθετη μητρότητα, όταν άλλες χώρες ακόμη δεν είχαν προχωρήσει σε αντίστοιχες νομοθεσίες, φαίνεται να συνδέεται με το όραμα του τότε κυβερνώντος κόμματος και τη συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Ο τότε υπουργός Υγείας Κώστας Στεφανής είχε διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας και ήταν σε θέση να αξιολογήσει τις ηθικές διαστάσεις αυτής της απόφασης. Παρά την προσπάθεια για εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της προσωπικής ελευθερίας, η νομοθέτηση αυτή έθεσε το βάθρο για την ανάπτυξη ενός νέου φαινομένου που συνδέεται με το «αναπαραγωγικό τουρισμό» και τις ηθικές ανησυχίες γύρω από την εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών.

Η αντίδραση απέναντι στη νομοθέτηση της παρένθετης μητρότητας δεν περιορίζεται μόνο στις φεμινίστριες ή σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά ενσωματώνει πολύ βαθύτερα και ευρύτερα ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που αγγίζουν το πανανθρώπινο πρόβλημα της εμπορίας ανθρώπων και της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος.

Η κριτική που ασκήθηκε από φεμινιστικές ομάδες, αν και σημαντική, είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Οι αντιδράσεις τους επικεντρώθηκαν στην εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος, κάτι που παραμένει μια κεντρική ηθική ανησυχία για τις φεμινίστριες, καθώς θεωρούν ότι το σώμα της γυναίκας μετατρέπεται σε εργαλείο για ικανοποίηση του προσωπικού εγωισμού άλλων, παραβιάζοντας τα δικαιώματα της γυναίκας να αποφασίζει για το σώμα της χωρίς να το χρησιμοποιούν άλλοι ως αντικείμενο. Αυτή η προβληματική συνδέεται με το ευρύτερο ζήτημα της ισότητας των φύλων και της αναγνώρισης της γυναίκας ως αυτόνομο και κυρίαρχο υποκείμενο της δικής της ζωής και επιλογών.

Ωστόσο, η κριτική που αφορά την εμπορία ανθρώπων, και συγκεκριμένα την «εμπορία μάνας και παιδιού», είναι εξίσου σημαντική και εστιάζει σε ένα πανανθρώπινο ζήτημα. Οι γυναίκες που προχωρούν σε διαδικασίες παρένθετης μητρότητας μπορεί να εκμεταλλεύονται οικονομικά ή κοινωνικά, ενώ τα παιδιά που γεννιούνται μέσω αυτής της διαδικασίας δεν αποκτούν πάντα την αναγκαία αναγνώριση ως αυτόνομες προσωπικότητες, παρά μόνο ως αντικείμενα αγοραπωλησίας.

Η εντύπωση που δημιούργησε η προβολή της αντίδρασης των φεμινιστριών είναι εν μέρει αποτέλεσμα της προσπάθειας να κατηγοριοποιηθούν οι αντιδράσεις αυτές ως απλώς «φεμινιστικό ζήτημα», το οποίο αποπροσανατολίζει από την κεντρική ηθική αντίφαση της παρένθετης μητρότητας: την εμπορική εκμετάλλευση του ανθρώπινου σώματος. Όπως παρατηρείς, η επικέντρωση στο φεμινιστικό κομμάτι της αντίδρασης μπορεί να λειτουργεί ως «αντιπερισπασμός», που αποδυναμώνει τη συζήτηση γύρω από τα ευρύτερα κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα που τίθενται από αυτήν την πρακτική.

Η παρένθετη μητρότητα είναι ένα ζήτημα που προκαλεί έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις σε πολλές χώρες, με την Ελλάδα να είναι μία από τις χώρες που νομοθέτησαν το θέμα το 2002. Το επιχείρημα για τη νομοθεσία αυτή ήταν ότι η δυνατότητα για παρένθετη μητρότητα ενισχύει το δικαίωμα των ζευγαριών ή των ατόμων που επιθυμούν να γίνουν γονείς, αλλά δεν μπορούν βιολογικά να το κάνουν, να το πράξουν μέσω αυτής της διαδικασίας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το δικαίωμα στην απόκτηση παιδιών είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα που θα πρέπει να προστατεύεται, ανεξαρτήτως των βιολογικών ή άλλων περιορισμών.

Ωστόσο, αυτό το ζήτημα εγείρει σοβαρές ηθικές ανησυχίες, ειδικά σχετικά με τη χρήση του σώματος της γυναίκας για αναπαραγωγικούς σκοπούς. Η νομοθεσία που επιτρέπει την παρένθετη μητρότητα έχει οδηγήσει σε προβληματισμούς για την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος, καθώς και για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες για τις γυναίκες που αναλαμβάνουν τον ρόλο της παρένθετης μητέρας. Πολλοί θεωρούν ότι η γυναίκα ενδέχεται να μετατρέπεται σε ένα «όχημα» για την αναπαραγωγή, με την ψυχολογική και σωματική της κατάσταση να παραβλέπεται ή να υποβαθμίζεται.

Επιπλέον, ο προβληματισμός σχετικά με την έλλειψη προτίμησης για την υιοθεσία παιδιών, αντί της επιλογής της παρένθετης μητρότητας, είναι έντονος. Γιατί, άραγε, δεν επιλέγουν πολλά ζευγάρια να υιοθετήσουν παιδιά που ζουν σε ιδρύματα και δεν έχουν οικογένειες; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα συνδέεται με την αναπτυσσόμενη κουλτούρα σε πολλές χώρες, όπου η απόκτηση παιδιών συνδέεται με προσωπικές επιθυμίες και ανάγκες, και όχι με την κοινωνική ή ηθική υποχρέωση να δώσει κάποιος ένα σπίτι σε ένα παιδί που το χρειάζεται. Το επιχείρημα του «το κάνω γιατί μπορώ» συνδυάζεται με τη νομική δυνατότητα που παρέχουν πολλές χώρες για την προώθηση της παρένθετης μητρότητας, αφήνοντας την ηθική διάσταση στην άκρη.

Η απόφαση της Ελλάδας το 2002 να νομοθετήσει την παρένθετη μητρότητα, όταν άλλες χώρες ακόμη δεν είχαν προχωρήσει σε αντίστοιχες νομοθεσίες, φαίνεται να συνδέεται με το όραμα του τότε κυβερνώντος κόμματος και τη συγκεκριμένη πολιτική ατζέντα. Ο τότε υπουργός Υγείας Κώστας Στεφανής είχε διατελέσει πρόεδρος της Επιτροπής Ηθικής και Δεοντολογίας και ήταν σε θέση να αξιολογήσει τις ηθικές διαστάσεις αυτής της απόφασης. Παρά την προσπάθεια για εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση της προσωπικής ελευθερίας, η νομοθέτηση αυτή έθεσε το βάθρο για την ανάπτυξη ενός νέου φαινομένου που συνδέεται με το «αναπαραγωγικό τουρισμό» και τις ηθικές ανησυχίες γύρω από την εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών.

Η αντίδραση απέναντι στη νομοθέτηση της παρένθετης μητρότητας δεν περιορίζεται μόνο στις φεμινίστριες ή σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά ενσωματώνει πολύ βαθύτερα και ευρύτερα ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που αγγίζουν το πανανθρώπινο πρόβλημα της εμπορίας ανθρώπων και της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου σώματος.

Η κριτική που ασκήθηκε από φεμινιστικές ομάδες, αν και σημαντική, είναι μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Οι αντιδράσεις τους επικεντρώθηκαν στην εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος, κάτι που παραμένει μια κεντρική ηθική ανησυχία για τις φεμινίστριες, καθώς θεωρούν ότι το σώμα της γυναίκας μετατρέπεται σε εργαλείο για ικανοποίηση του προσωπικού εγωισμού άλλων, παραβιάζοντας τα δικαιώματα της γυναίκας να αποφασίζει για το σώμα της χωρίς να το χρησιμοποιούν άλλοι ως αντικείμενο. Αυτή η προβληματική συνδέεται με το ευρύτερο ζήτημα της ισότητας των φύλων και της αναγνώρισης της γυναίκας ως αυτόνομο και κυρίαρχο υποκείμενο της δικής της ζωής και επιλογών.

Ωστόσο, η κριτική που αφορά την εμπορία ανθρώπων, και συγκεκριμένα την «εμπορία μάνας και παιδιού», είναι εξίσου σημαντική και εστιάζει σε ένα πανανθρώπινο ζήτημα. Οι γυναίκες που προχωρούν σε διαδικασίες παρένθετης μητρότητας μπορεί να εκμεταλλεύονται οικονομικά ή κοινωνικά, ενώ τα παιδιά που γεννιούνται μέσω αυτής της διαδικασίας δεν αποκτούν πάντα την αναγκαία αναγνώριση ως αυτόνομες προσωπικότητες, παρά μόνο ως αντικείμενα αγοραπωλησίας.

Η εντύπωση που δημιούργησε η προβολή της αντίδρασης των φεμινιστριών είναι εν μέρει αποτέλεσμα της προσπάθειας να κατηγοριοποιηθούν οι αντιδράσεις αυτές ως απλώς «φεμινιστικό ζήτημα», το οποίο αποπροσανατολίζει από την κεντρική ηθική αντίφαση της παρένθετης μητρότητας: την εμπορική εκμετάλλευση του ανθρώπινου σώματος. Όπως παρατηρείς, η επικέντρωση στο φεμινιστικό κομμάτι της αντίδρασης μπορεί να λειτουργεί ως «αντιπερισπασμός», που αποδυναμώνει τη συζήτηση γύρω από τα ευρύτερα κοινωνικά και ανθρωπιστικά ζητήματα που τίθενται από αυτήν την πρακτική.

Αναφορικά με τους gay ενδιαφερόμενους, η νομοθέτηση της παρένθετης μητρότητας ως μέσο για την απόκτηση παιδιών για ομοφυλόφιλα ζευγάρια έχει πράγματι δημιουργήσει μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική συζήτηση. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι το ζήτημα αυτό δεν ξεκίνησε ή περιορίζεται μόνο στην κοινότητα των ομοφυλόφιλων, αλλά αγγίζει τη συνολική ανθρώπινη ανάγκη για αναπαραγωγή και γονική οικογένεια, η οποία έχει εξελιχθεί σε κοινωνικό δικαίωμα ή επιθυμία στον σύγχρονο κόσμο. Ο εγωισμός, η ανάγκη για προσωπική ικανοποίηση και η επιθυμία για έλεγχο πάνω στο αναπαραγωγικό σύστημα φαίνεται να είναι οι πρώτιστοι λόγοι που ώθησαν αυτή τη συζήτηση στη σύγχρονη κοινωνία, και όχι απαραίτητα οι επιθυμίες μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.

Η παρένθετη μητρότητα, λοιπόν, δεν αφορά μόνο τους gay ενδιαφερόμενους, αλλά και το ευρύτερο φαινόμενο του «αναπαραγωγικού τουρισμού» και της εμπορευματοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων και σωμάτων, που συνδέεται με βαθιές ανθρωπιστικές ανησυχίες για τη διατήρηση της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, ανεξαρτήτως της σεξουαλικής του κατεύθυνσης ή του κοινωνικού του status.

Οι αλλαγές στο νόμο

Να αναφέρουμε παρεμπιπτόντως ότι προχθές ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης δήλωσε πως με ειδική διάταξη στο πολυνομοσχέδιο με τις τροποποιήσεις του Αστικού Κώδικα, θα αποκλείεται η δυνατότητα να “προσλαμβάνουν” παρένθετη μητέρα τα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών ή οι μοναχικοί άνδρες, «γιατί η χώρα μας κοντεύει να καταντήσει κέντρο τράφικινγκ καθώς έρχονται ξένοι και πληρώνουν μεγάλα ποσά σε αλλοδαπές με σκοπό τη διακίνηση παιδιών». Οι άνδρες αποκλείσθηκαν και για το λόγο της παιδοφιλίας, η οποία πάντως δεν περιορίζεται σε αυτούς.

Πέραν όσων είπε ο υπουργός προχθές για τους αλλοδαπούς ή και τους Έλληνες που εκμεταλλεύονται την ελαστική εν προκειμένω ελληνική νομοθεσία για να “ναυλώνουν” γυναίκες προς κύηση για αλλότριους σκοπούς, υπάρχει η ουσία για το ηθικό υπόβαθρο της όλης νομοθεσίας που επιτρέπει την εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου σώματος -όχι μόνον της γυναίκας, αλλά και του παιδιού που θα γεννηθεί ως αποτέλεσμα οικονομικής συναλλαγής.

Η αρχή έγινε στις ΗΠΑ

Το όλο θέμα ξεκίνησε νομικά το 1980 από την υπαρξιακή εγωπάθεια του ανθρώπου που ήθελε οπωσδήποτε κάτι από το DNA τους στο παιδί που θα ανέτρεφε. Το υιοθετημένο, δεν του αρκούσε. Πλούσιοι ή και μικρομεσαίοι γονείς που ήθελαν έστω και εν μέρει “κάτι δικό τους” στο παιδί που θα “αποκτούσαν” έβρισκαν μια αναγκεμένη γυναίκα και στην ουσία την “νοίκιαζαν” για κάποιους μήνες, χρησιμοποιώντας για την κύηση είτε σπέρμα του πατέρα ως δότη είτε με εξωσωματική γονιμοποίηση ωαρίου της γυναίκας που ως έμβρυο εν συνεχεία εμφυτευόταν στην “παρένθετη” -όταν η γυναίκα είχε πρόβλημα στη δική της μήτρα. Στην Ελλάδα γίνεται εμφύτευση εμβρύου και απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί ωάριο της “ενοικιαζόμενης” γυναίκας, επειδή ο νομοθέτης έκρινε ότι αυτό θα έδινε περισσότερα δικαιώματα στην “ναυλωμένη” παρένθετη αλλά θα την συνέδεε και ψυχικά με το παιδί. Το σκεφτικό ότι μόνο το ωάριο είναι εκείνο που συνδέει την κυοφορούσα με το παιδί είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη άποψη.

Επισήμως το θέμα κινήθηκε στη Δύση το 1986, όταν μια Αμερικανίδα “προσελήφθη” για να γεννήσει ένα μωρό για λογαριασμό άλλων, όμως τελικά αρνήθηκε να τηρήσει τη συμφωνία. Η γυναίκα είχε μείνει έγκυος με εξωσωματική με το σπέρμα του ενδιαφερόμενου πατέρα. Τα δικαστήρια του Νιου Τζέρσεϊ δικαίωσαν  τότε την βιολογική μητέρα και κήρυξαν παράνομα και άκυρα τα ιδιωτικά συμφωνητικά που παρατύπως είχαν υπογραφεί με τους “γονείς”. Παρά ταύτα, επειδή το ίδιο δικαστήριο εν τέλει έκρινε την βιολογική μητέρα ως ακατάλληλη, ανέθεσε την επιμέλεια του νεογέννητου κοριτσιού στον βιολογικό πατέρα και στη σύζυγό του. Η μάνα δηλαδή έχασε τελικά το παιδί που γέννησε με όσα αυτό συνεπάγεται.

Το 1990 στην Καλιφόρνια, η “νοικιασμένη” για εννέα μήνες Άννα Τζόνσον αρνήθηκε κι εκείνη να δώσει το μωρό της στους υποψήφιους γονείς. Το ζευγάρι την μήνυσε για την επιμέλεια (Calvert v. Johnson) και το δικαστήριο δικαίωσε τους “εργοδότες” στους οποίους έδωσε τα γονικά δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό, όρισε ως νόμιμη μητέρα την “ενοικιάστρια” και όχι την μάνα που κυοφόρησε το μωρό. Σταδιακά αρκετές χώρες προχώρησαν σε νομικές ρυθμίσεις για το θέμα. Οι περισσότερες επιτρέπουν την “χρήση” μιας άλλης γυναίκας μόνον για αλτρουιστικούς λόγους και όχι επί πληρωμή, κάτι που φυσικά καταστρατηγείται, διότι ελάχιστες γυναίκες θα γεννήσουν το παιδί που θα πάρει κάποια άλλη (ή άλλος) χωρίς οι ίδιες να έχουν κάποιο (και μάλιστα υπολογίσιμο) οικονομικό όφελος.

Τα παιχνίδια με τις λέξεις

Στο παρελθόν υπήρχαν περιπτώσεις όπου εύποροι άνθρωποι, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες στην απόκτηση παιδιών, εύρισκαν γυναίκες για να φέρουν στον κόσμο παιδιά για λογαριασμό τους. Στον Μεσαίωνα, αυτή η πρακτική δεν θεωρούνταν παράλογη ή εξαιρετική, αλλά ένα “απλό πράγμα”. Σήμερα, όμως, φαίνεται να θεωρούμε αποδεκτό το να γινόμαστε, έστω και μέσω του νόμου, δούλοι του συστήματος. Αλλάζουμε την ορολογία για να αλλάξουμε σταδιακά και την ουσία των πραγμάτων. Δεν χρησιμοποιούμε τον όρο “νοικιασμένη” γυναίκα, αλλά προτιμάμε τον όρο “παρένθετη μητέρα”. Όμως, αυτό το υποτιθέμενο “ουδέτερο” παράγωγο της λέξης “παρένθεση” δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός ότι επηρεάζει αρνητικά τη μητρότητα, ένα από τα πιο ιερά στοιχεία στη ζωή της γυναίκας και της κοινωνίας, που θεμελιώνεται σε αρχές και αξίες με “κόκκινες γραμμές”.

Αναμφίβολα, οι λέξεις παίζουν καθοριστικό ρόλο στο να μεταβάλουμε τις αντιλήψεις μας και να ξεπερνάμε αυτές τις “κόκκινες γραμμές”. Διαφορετική ήταν η φόρτιση του όρου “χαράτσι” και διαφορετική του όρου ΕΝΦΙΑ, κάτι που απέδειξε η κυβέρνηση της ΝΔ όταν άλλαξε ξαφνικά τη λεξιλογία με τη βοήθεια των ΜΜΕ. Η λέξη “τρόικα” ή “δανειστές” είχε τελείως διαφορετική συναισθηματική φόρτιση από τον πιο αποστασιοποιημένο όρο “θεσμοί”, που προσπάθησε, με λιγότερη επιτυχία, να επιβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η αλλαγή των λέξεων επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αντιμετωπίζουμε διάφορες καταστάσεις και οι έχοντες εξουσία το γνωρίζουν πολύ καλά. Για το λόγο αυτό, σε θέματα όπως η “παρένθετη μητρότητα”, οι λέξεις δεν είναι καθημερινές και απλές, αλλά επιστημονικές και αφηρημένες, έτσι ώστε η διαδικασία της αγοράς ή ενοικίασης ανθρώπου να εξωραΐζεται μέσω ουδέτερων εκφράσεων και γενικών όρων.

Ενώ για αιώνες η γυναίκα χρησιμοποιούνταν ως μέσο αναπαραγωγής, φαίνεται ότι η γενιά μας έχει νομιμοποιήσει αυτήν την πρακτική, υποστηρίζοντας ότι “εφόσον συμβαίνει παράνομα, ας γίνει νόμιμο για να είναι ασφαλέστερο”. Η άποψη αυτή παρουσιάζει την ευκαιρία απόκτησης παιδιών ως δικαίωμα των ατόμων που δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδί φυσιολογικά, χωρίς να συνυπολογίζεται η ηθική διάσταση του ζητήματος. Με αυτή την αλλαγή, η υιοθεσία, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει λύση, παραμερίζεται ως επιλογή.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πολλές γυναίκες δηλώνουν ότι γίνονται παρένθετες μητέρες για συγγενείς τους, όπως η αδελφή τους, σε μια αληθινά αλτρουιστική ενέργεια, χωρίς οικονομικό κίνητρο αλλά με κίνητρο την αδελφική αγάπη. Ωστόσο, τέτοιες περιπτώσεις είναι πολύ περιορισμένες και αντιπροσωπεύουν μικρό ποσοστό του συνόλου. Μια περιορισμένη έρευνα στη Βρετανία έδειξε ότι μόνο το 10% των γυναικών που έγιναν παρένθετες μητέρες το έκαναν για συγγενείς τους, ενώ οι εκτιμήσεις των ειδικών τοποθετούν το ποσοστό αυτό μεταξύ 5% και 20%.

Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει αν αυτές οι πράξεις ανιδιοτελούς αγάπης καλύπτουν τα ηθικά ζητήματα που εγείρονται με τη νομιμοποίησή τους. Υπάρχει μια σύγκρουση αξιών: το δικαίωμα των ανθρώπων να αποκτούν παιδιά φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την αρχή ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προϊόν ή εμπόρευμα.

Παιδί προς πώληση

Η νομοθετική ρύθμιση του θέματος της παρένθετης μητρότητας ουσιαστικά μετατρέπει το παιδί σε εμπορεύσιμο αγαθό, καθώς, με την οικονομική συναλλαγή, δεν νοικιάζεται μόνο το σώμα της γυναίκας, αλλά στην ουσία αγοράζεται το «αποτέλεσμα» της συμφωνίας, δηλαδή το παιδί. Έτσι, το βρέφος για το νόμο αποκτά τη μορφή εμπορεύματος που περιλαμβάνεται σε μια οικονομική συναλλαγή. Από την άλλη, οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων επικαλούνται τη διάκριση αυτή ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεωρώντας ότι οι περιορισμοί στην παρένθετη μητρότητα παραβιάζουν τη προσωπική ελευθερία.

Ωστόσο, η πραγματικότητα παραμένει ότι το παιδί δεν είναι απλώς αγαθό ή υπηρεσία που μπορεί να εγγυηθεί ή να προσφέρει το κράτος, αλλά είναι ένα ανθρώπινο ον με αναφαίρετα δικαιώματα. Στο παρελθόν, η ανθρωπότητα συμφώνησε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγοραστούν ή να πουληθούν, καθώς πέρασαν από την περίοδο του Μεσαίωνα και άρχισαν να καθιερώνουν αξίες που επαγρυπνούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αν και αυτή η παραδοχή έχει ξεχαστεί, οργανισμοί όπως η UNICEF επισημαίνουν ότι «η νομικά δεσμευτική σχέση μεταξύ της παρένθετης μητέρας και του γονέα, κατά την οποία η μεταφορά του παιδιού εξαρτάται από πληρωμή, συνιστά πώληση του παιδιού. Η ταυτότητα και οι οικογενειακές σχέσεις ενός παιδιού δεν είναι αντικείμενα προς πώληση».

Στο πλαίσιο της ελληνικής νομοθεσίας, ο αρχικός νόμος που θεσπίστηκε από τον Στεφανή προέβλεπε ότι τόσο η αιτούσα όσο και η παρένθετη μητέρα έπρεπε να είναι μόνιμοι κάτοικοι της Ελλάδας. Ωστόσο, με την τροποποίηση του 2014, η ανάγκη για μόνιμη κατοικία αντικαταστάθηκε με την απλή προϋπόθεση της προσωρινής διαμονής στη χώρα, επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη του λεγόμενου «αναπαραγωγικού τουρισμού». Αυτή η αλλαγή υποδεικνύει μια σημαντική μεταστροφή στην αντίληψη των νομοθετών, που, ενώ αρχικά είχαν απορρίψει τον αναπαραγωγικό τουρισμό, τελικά τον ενέκριναν.

Στην Ευρώπη, χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία έχουν αυστηρές απαγορεύσεις για την παρένθετη μητρότητα, ωστόσο, γυναίκες από αυτές τις χώρες που αναζητούν μια παρένθετη μητέρα, συνήθως ταξιδεύουν στο εξωτερικό, κυρίως στην Ουκρανία και πλέον στην Ελλάδα, για να πραγματοποιήσουν τη διαδικασία. Κατά την επιστροφή τους, το παιδί αναγνωρίζεται ως δικό τους και δεν αντιμετωπίζουν νομικές συνέπειες. Πριν από τον πόλεμο, η Ουκρανία ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά παρένθετης μητρότητας παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ, καθώς προσέφερε χαμηλότερες αμοιβές και λιγότερο αυστηρούς κανονισμούς.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της γερμανικής εφημερίδας Zeit, οι παρένθετες μητέρες που χρησιμοποιούνται από Γερμανούς στην Ελλάδα είναι συχνά γυναίκες Ρομά με πολύ χαμηλό εισόδημα, ενώ επίσης προσελκύονται γυναίκες από άλλες βαλκανικές χώρες. Κάθε παρένθετη μητρότητα στη χώρα μας αποφέρει συνήθως από 70.000 έως 100.000 ευρώ σε μια ελληνική κλινική. Σήμερα, έρευνες στο διαδίκτυο αποκαλύπτουν πακέτα για “γονείς” που προσφέρουν φτηνές λύσεις, με τιμές από 13.500 έως 53.000 ευρώ, με την Ελλάδα να παραμένει κορυφαίος προορισμός στην Ευρώπη για τέτοιου είδους υπηρεσίες, ενώ χώρες όπως η Γεωργία αναδεικνύονται σε ελκυστικούς προορισμούς για την Ασία. Οι «αναπαραγωγικές εξαγωγές» της Ελλάδας συνεχίζονται, με τον τουρισμό μητρότητας να συνιστά ένα οικονομικά κερδοφόρο φαινόμενο.

της Όλγας Μαύρου