Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο Κύπρου εξέτασε την έφεση της Eda Hancer κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας και εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση που είχε απορρίψει την προσφυγή της αιτήτριας για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας. Η υπόθεση εδράζεται στο άρθρο 109 του Νόμου περί Αρχείου Πληθυσμού, το οποίο προβλέπει την απόκτηση υπηκοότητας λόγω γέννησης ή καταγωγής, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης εισόδου ή παραμονής των γονέων στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Η εφεσείουσα, γεννημένη το 1978 στη Λευκωσία από Τουρκοκύπρια μητέρα και Τούρκο πατέρα, υπέβαλε αίτηση το 2004 για να αναγνωριστεί ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αίτηση της δεν εξετάστηκε ουσιαστικά, καθώς, σύμφωνα με τις Αρχές, δεν πληρούσε τα κριτήρια που είχε θεσπίσει το Υπουργικό Συμβούλιο το 2007, βάσει των οποίων επιτρέπεται η εφαρμογή της εξαιρέσεως στο άρθρο 109. Κατά την απάντηση των αρχών, η αίτηση της εντάχθηκε σε λίστα αναμονής για πιθανή μελλοντική ευνοϊκή επανεξέταση.
Η εφεσείουσα προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο, προβάλλοντας ότι η απόρριψη του αιτήματος παραβίασε συνταγματικά και διεθνή δικαιώματά της, και ιδίως την αρχή της ισότητας και το δικαίωμα στην ευρωπαϊκή υπηκοότητα. Υποστήριξε ότι η εξαίρεση του άρθρου 109, αν και διατυπώνεται ουδέτερα, πλήττει δυσανάλογα Τουρκοκυπρίους, καθώς σχετίζεται με την παράνομη είσοδο ή παραμονή των γονέων, στοιχείο που συνδέεται άρρηκτα με τα γεγονότα του 1974.
Το Δικαστήριο, σε πρώτο βαθμό, απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η εξαίρεση του άρθρου 109 και τα θεσπισθέντα κριτήρια δεν παραβιάζουν την αρχή της ισότητας ούτε εισάγουν έμμεση διάκριση. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αναγνώριση υπηκοότητας συνιστά έκφραση της κυριαρχίας του κράτους, υπόκειται σε διακριτική ευχέρεια, και δεν συνιστά δικαίωμα το οποίο γεννάται αυτοδικαίως ακόμη και σε περιπτώσεις εκπλήρωσης τυπικών προϋποθέσεων. Σημειώθηκε, δε, ότι η μόνη υποχρέωση της διοίκησης είναι να ενεργεί καλόπιστα, χωρίς να προκύπτει τέτοιο ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση.
Η έφεση επικεντρώθηκε στο ότι η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 109 και τα συνοδευτικά κριτήρια εφαρμογής της συνιστούν έμμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, με την εφεσείουσα να επικαλείται διεθνή νομολογία και νομοθεσία, περιλαμβανομένης της ΕΣΔΑ και του Πρωτοκόλλου 12. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι σχετικές θέσεις δεν είχαν προσδιοριστεί με την απαιτούμενη σαφήνεια και πληρότητα κατά το στάδιο της αρχικής προσφυγής, όπως απαιτεί ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού, γεγονός που καθιστούσε ανέφικτη τη δικαστική τους εξέταση σε δεύτερο βαθμό.
Παρά ταύτα, το Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση βασικών θέσεων που αναπτύχθηκαν, ειδικά σε σχέση με το δικαίωμα στην ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Έγινε παραπομπή στη νομολογία του ΔΕΕ (π.χ. υπόθεση Rottman) και του ΕΔΑΔ (υποθέσεις Genovese, Zeggai), οι οποίες ανέδειξαν ότι η πολιτογράφηση και η παραχώρηση υπηκοότητας εμπίπτουν στην κυριαρχική αρμοδιότητα κάθε κράτους, υπό τον όρο της καλόπιστης εφαρμογής των σχετικών κανόνων. Σημειώθηκε ότι η απόκτηση ευρωπαϊκής υπηκοότητας δεν είναι αυθύπαρκτο δικαίωμα, αλλά προϋποθέτει προηγούμενη αναγνώριση υπηκοότητας από κράτος μέλος.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η Αρχή της Ισότητας, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και τη Σύμβαση, δεν επιβάλλει αριθμητική ισότητα, αλλά απαγορεύει αυθαίρετες διακρίσεις, διασφαλίζοντας αναλογική μεταχείριση. Οι πρόνοιες του Νόμου κρίθηκαν ότι εντάσσονται στο θεμιτό πλαίσιο επιλογής πολιτών από την Κυπριακή Δημοκρατία και δεν συνιστούν αθέμιτη διάκριση, δεδομένου και του ιστορικού και πολιτικού πλαισίου που τις γέννησε – ιδίως της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής.
Τέλος, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει καμία συνταγματική ή διεθνούς ισχύος διάταξη, και ότι το Κράτος ενήργησε εντός των ορίων της νόμιμης κυριαρχικής του εξουσίας. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι «στα πλαίσια, επομένως, της κυριαρχικής του εξουσίας, το Κράτος θέσπισε τον Νόμο και τα κριτήρια, τα οποία τελούν σε εύλογη σχέση αναλογικότητας και σε πλήρη, αντικειμενική, συνάρτηση με τις ιδιάζουσες συνθήκες που βιώνει η Κυπριακή Δημοκρατία και, ως εκ τούτου, ουδεμία αυθαίρετη διάκριση εισάγουν εις βάρος συγκεκριμένης ομάδας προσώπων. Συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται. Δεδομένου του καινοφανούς του θέματος, δεν επιδικάζονται έξοδα».
Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο: Όχι στην παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας σε παιδιά που γεννήθηκαν από μεικτούς γάμους μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων υπηκόων
Η ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας
Με αναφορές σε σκεπτικό σημαντικών αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), όπως, μεταξύ άλλων, την Cyprus v. Turkey (2001) ECHR ημερομηνίας 20.5.2001 και την Loizidou v. Turkey ημερομηνίας 18.12.1996, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο, επικύρωσε σήμερα την ορθότητα της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου να απορρίψει προσφυγή για μη παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας σε πρόσωπο που γεννήθηκε από μεικτό γάμο μεταξύ γονέα Τουρκοκύπριου και γονέα τουρκικής υπηκοότητας. Για να συνεχίσει αναφέροντας ότι τα κριτήρια του Υπουργικού Συμβουλίου δεν θέτουν αυθαίρετες διακρίσεις εις βάρος Τουρκοκυπρίων ή όσων γεννήθηκαν από Τούρκους γονείς, αλλά διασφαλίζουν ότι δεν νομιμοποιούνται καταστάσεις και ενέργειες παράνομες και ενάντιες στα συμφέροντα της Δημοκρατίας.
Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί την πρώτη απόφαση που εκδίδεται αναφορικά με τις αιτήσεις για εγγραφή ατόμων, που προέρχονται από μεικτούς γάμους μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων υπηκόων, ως Κύπριοι πολίτες.
Η επηρεαζόμενη, η οποία γεννήθηκε στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας από μητέρα Τουρκοκύπρια και πατέρα τουρκικής καταγωγής, και έχει και η ίδια την τουρκική υπηκοότητα, είχε υποβάλει αίτηση στο Υπουργείο Εσωτερικών για να εγγραφεί ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας βάσει καταγωγής. Το Υπουργείο Εσωτερικών προχώρησε σε μη εξέταση αίτησής της καθότι δεν ενέπιπτε στα κριτήρια που το Υπουργικό Συμβούλιο έχει καθορίσει, αφού ένας εκ των δύο γονέων της ενέπιπτε στην περίπτωση «όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οπουδήποτε εκ των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη». Ωστόσο η αίτησή της τέθηκε σε λίστα αναμονής, ώστε να εξεταστεί ευνοϊκά σε περίπτωση επέκτασης των κριτηρίων του Υπουργικού Συμβουλίου.
Απότοκο της απόφασης αυτής ήταν η επηρεαζόμενη να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο. Στην προσφυγή της, μεταξύ άλλων, παραπονείτο για τη μη συμπερίληψη περιπτώσεων όπως η δική της στις περιπτώσεις εκείνες για τις οποίες το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει να αποδώσει την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας. Πρόβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο εισάγουν διακρίσεις εθνοτικής καταγωγής κατά παράβαση της αρχής της ισότητας καθώς, με βάση τον ισχυρισμό της, το κριτήριο του Υπουργικού περί νομιμότητας της εισόδου ή παραμονής των γονέων, έμμεσα πλήττει, με δυσανάλογο τρόπο, τους Τουρκοκύπριους και στερεί την ιδιότητα του Ευρωπαίου πολίτη κατά παράβαση του Δικαίου της Ένωσης. Επιπρόσθετα, πρόβαλε ισχυρισμούς ότι η απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών αντίκειται άρθρων του Συντάγματος. Το Διοικητικό Δικαστήριο εξετάζοντας την προσφυγή, έκρινε, συνοπτικά, ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, ούτε εισάγεται οποιαδήποτε δυσμενής διάκριση εις βάρος της επηρεαζόμενης από την επιφύλαξη του νόμου και τα θεσπισθέντα κριτήρια του Υπουργικού Συμβουλίου, και προχώρησε σε επικύρωση της απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών, με την επηρεαζόμενη να ασκεί έφεση.
Συνακόλουθα, κύριο σημείο που το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εξέτασε στην υπόθεση αυτή, ήταν κατά πόσον, με βάση τα κριτήρια που το Υπουργικό Συμβούλιο έχει θέσει για παραχώρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και ειδικότερα το Άρθρο 109 του Συντάγματος. Επί τούτου, το Δικαστήριο σημειώνει στη σημερινή απόφασή του:
«Τόσο το άρθρο 109 του Συντάγματός διά της επιφύλαξής του όσο και τα κριτήρια [του Υπουργικού Συμβουλίου], δεν θέτουν αυθαίρετες διακρίσεις εις βάρος Τουρκοκυπρίων ή όσων γεννήθηκαν από Τούρκους γονείς. [Τουναντίον], διασφαλίζουν ένα εύλογο και θεμιτό πλαίσιο παραχώρησης υπηκοότητας, δοθέντων των καταστάσεων και συνθηκών που δημιούργησαν τα γεγονότα του 1974, ως απόρροια της τουρκικής εισβολής και της, μέχρι σήμερα, κατοχής εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γεγονότα και συνέπειες που αναγνωρίζονται, μεταξύ άλλων, και μέσα από το σκεπτικό αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Για να συνεχίσει σε άλλο σημείο αναφέροντας ότι: «Η επιφύλαξη του επιβάλλει την υποχρέωση τήρησης του Δικαίου της Ένωσης δεν θίγει την αρχή του διεθνούς δικαίου που έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο […], κατά την οποία τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να καθορίζουν τις προϋποθέσεις κτήσης και απώλειας της ιθαγένειας, αλλά θέτει την αρχή ότι, όταν πρόκειται για πολίτες της Ένωσης, η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με γνώμονα το δίκαιο της Ένωσης, εφόσον αφορά στα δικαιώματα που απονέμει και προστατεύει η έννομη τάξη της Ένωσης.»
Συνακόλουθα, «Το Κράτος δεν έχει υποχρέωση να ικανοποιεί το οποιοδήποτε υποβληθέν αίτημα για παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας. Η παραχώρηση της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη και της κυπριακής υπηκοότητας αποτελεί διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και έκφραση του κυρίαρχου δικαιώματος του Κράτους. Εξουσία, με την οποία περιβάλλεται για να επιλέγει τους πολίτες του και αποτελεί έκφραση της κυριαρχίας του, αναγνωρισμένη τόσο από το Σύνταγμα όσο και από διεθνείς συμβάσεις. Το δικαίωμα είναι απόλυτο, με μόνη υποχώρηση στο δικαίωμα αυτό, να διέπεται από επίδειξη καλής πίστης.»
Για να καταλήξει το Δικαστήριο ότι, «Στο πλαίσιο, επομένως, της κυριαρχικής εξουσίας του, το Κράτος θέσπισε τον Νόμο και τα κριτήρια, τα οποία τελούν σε εύλογη σχέση αναλογικότητας και σε πλήρη, αντικειμενική, συνάρτηση με τις ιδιάζουσες συνθήκες που βιώνει η Κυπριακή Δημοκρατία και ως εκ τούτου, ουδεμία αυθαίρετη διάκριση εισάγουν εις βάρος συγκεκριμένης ομάδας προσώπων.»
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν η Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κα Γιάννα Χατζηχάννα και η Δικηγόρος της Δημοκρατίας κα Νικολέττα Νικολάου.
Διαβάστε επίσης: Κρίσιμη απόφαση Ανωτάτου για έφεση σε υπόθεση μεικτών γάμων