Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η επιβολή υψηλότατων δασμών επί της Κίνας, που σημαίνουν ουσιαστικά τη διακοπή του εμπορίου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, ισοδυναμούν με εξαπόλυση ενός πολέμου της Ουάσιγκτον κατά του «Μεσαίου Βασιλείου» (Empire du Milieu), ανάλογου, αλλά με οικονομικά αυτή τη φορά μέσα, του πολέμου που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ κατά της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Η ελάχιστη επιδίωξη του πολέμου αυτού είναι να ανακοπεί η οικονομική και επίσης στρατιωτική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας, που θέτει σε αμφισβήτηση, όπως και η επαναφορά της Ρωσίας και των πυρηνικών της όπλων στη διεθνή σκηνή, το μονοπώλιο της αμερικανικής και δυτικής κυριαρχίας στον πλανήτη, όπως πήγε να εγκαθιδρυθεί μετά τη διάλυση-αυτοκτονία της ΕΣΣΔ το 1991.
Η μέγιστη επιδίωξη είναι η διάσπαση της ενότητας των κοινωνικών δυνάμεων της Κίνας και του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος, η ανατροπή του καθεστώτος της σχεδιασμένης οικονομίας και, ει δυνατόν, ο κατακερματισμός της χώρας που συνιστά σήμερα τη μεγαλύτερη οικονομική απειλή για τη διεθνή παντοδυναμία του δυτικού καπιταλισμού.
Όπως συνέβη και με τον πόλεμο κατά της Ρωσίας, έτσι και στον πόλεμο κατά της Κίνας, η Ουάσιγκτον επιδιώκει να κερδίσει την υποστήριξη των άλλων κρατών του πλανήτη, ιδίως της Ευρώπης και της ανατολικής Ασίας. Η αμερικανική κυβέρνηση διευκρίνισε εξάλλου με σαφήνεια ότι τυχόν διαπραγματεύσεις με οποιαδήποτε χώρα για τους δασμούς δεν θα περιοριστεί στα οικονομικά θέματα. Για την κυβέρνηση Τραμπ, κάθε μείωση των δασμών προϋποθέτει ότι οι χώρες θα «ευθυγραμμιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τα θέματα οικονομίας και εθνικής ασφάλειας». Με άλλα λόγια πρέπει να διαλέξουν στρατόπεδο. Πας μη μεθ’ ημών καθ’ ημών.

Η ηγεσία των κρατών της Ευρωπαϊκής (κατ’ όνομα) Ένωσης, αποτελούμενη όχι από πολιτικούς, αλλά από πολύ χαμηλού επιπέδου άτομα, διεφθαρμένα και εξαρτημένα, «διορισμένα» στις θέσεις τους από τραπεζίτες, μοιάζει έτοιμη δυστυχώς να ακολουθήσει τυφλά την Αμερική στον πόλεμο κατά της Κίνας, όπως την ακολούθησε κατά της Ρωσίας. Μακάρι να διαψευστούμε και να αναδειχθούν νέες δυνάμεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο που να ακολουθήσουν μια πολιτική τύπου Ντε Γκωλ, αρνούμενες να υποταγούν στους καταστροφικούς και για τα ίδια τα ευρωπαϊκά συμφέροντα αμερικανικούς γκαγκστερικούς τυχοδιωκτισμούς.
Η ιδέα ενός άξονα Παρίσι-Βερολίνο-Μόσχα-Πεκίνο, που είχε κάποτε λανσάρει ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας Ντομινίκ ντε Βιλπέν, είναι πιθανώς η μόνη που δίνει μια διέξοδο στην Ευρώπη και στηρίζει την παγκόσμια ειρήνη. Θα μας πείτε ίσως ότι αυτά είναι παράλογα στις σημερινές συνθήκες. Παράλογα όμως δεν είναι αυτά, παράλογη είναι η πολιτική που σήμερα εφαρμόζει η Ευρώπη. Μόνο η επιστροφή στη φιλοσοφία του Ντε Γκωλ, του Μπραντ, του Πάλμε, του Μόρο, του Ανδρέα Παπανδρέου μπορεί να προσφέρει διέξοδο στη γηραιά ήπειρο.
Η εξωτερική και στρατιωτική πολιτική του Τραμπ
Σε μια σειρά από άρθρα, πριν καν ανακοινωθούν οι δασμοί Τραμπ, εξετάσαμε την εξωτερική και στρατιωτική πολιτική του Αμερικανού προέδρου (δείτε επίσης εδώ). Οι αντιφάσεις της τραμπικής πολιτικής συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η επιδίωξη του Τραμπ, της μερίδας του μεγάλου Κεφαλαίου που έχει συσπειρωθεί πίσω του και του κ. Νετανιάχου είναι μια στρατηγική αναδίπλωση. Συνειδητοποιούν ότι η Δύση δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τις επιδιώξεις που είχε όταν προκαλούσε και συμμετείχε στον πόλεμο στην Ουκρανία, δηλαδή την ανάκτηση του Ντονμπάς και της Κριμαίας, την ανατροπή του ρωσικού καθεστώτος και το διαμελισμό της Ρωσίας. Η συνέχιση του πολέμου απορροφά σημαντικές δυνάμεις από άλλα «μέτωπα» και ταυτόχρονα ενισχύει τις τάσεις απεξάρτησης του Νότου της ανθρωπότητας από τη «συλλογική Δύση» και ιδιαίτερα το δολλάριο, βασικό εργαλείο αναχρηματοδότησης της αμερικανικής οικονομίας.
Θέλουν επομένως οι δυνάμεις αυτές να κλείσουν το ουκρανικό κεφάλαιο με τις μικρότερες δυνατές ζημιές αλλά και κέρδη (σπάνιες γαίες) και να επικεντρωθούν στον πόλεμο κατά της Κίνας, που αποτελεί τον ισχυρότερο οικονομικό και τεχνολογικό αντίπαλο της Δύσης, πόλεμο που εξαπέλυσαν ήδη τις προηγούμενες μέρες, χωρίς καν να περιμένουν να επέλθει ειρήνευση στην Ουκρανία.

Δεν έκρυψαν άλλωστε ότι αυτές είναι οι επιδιώξεις τους. O ίδιος ο αντιπρόεδρος του Τραμπ, ο Τζ. Ντ. Βανς (που είχε πει ότι ο Τραμπ είναι ο «Χίτλερ της Αμερικής» προτού προσχωρήσει στο στρατόπεδό του!), έχει εξηγήσει ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος θα κλείσει το ουκρανικό, ώστε να συγκεντρωθεί στην Κίνα, ενώ δεν παρέλειψε να εξηγήσει ότι θα ασχοληθεί και με το Ιράν.
Ενόψει του πολέμου με την Κίνα οι τραμπικοί θέλουν βεβαίως να εξασφαλίσουν τα «μετόπισθέν» τους στην αμερικανική ήπειρο, ενώ ο Νετανιάχου, βασικό πρόσωπο πίσω από την επανεκλογή Τραμπ, επιδιώκει να «καταπιεί», με τη βοήθεια του Τραμπ, ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, της Κεντρικής Ασίας και πιο μακριά της Κίνας. Ήδη, η καταληφθείσα από την Τουρκία και την Αλ Κάιντα Συρία, με τη συνενοχή Δύσης και Ισραήλ, αποτελεί μια θαυμάσια βάση για την εξαπόλυση επιθέσεων σε όλη την Ευρασία. Όχι τυχαία, ο Τραμπ συνεχάρη τον Ερντογάν γιατί κατάφερε κάτι που έκανε κανείς επί 2000 χρόνια, δηλαδή να καταλάβει τη Συρία, με τη βοήθεια των τζιχαντιστών. Συγχαρητήρια που δείχνουν και την ποιότητα των σημερινών ηγεσιών των ΗΠΑ και της Τουρκίας (βεβαίως και του Ισραήλ, που κλιμακώνει τώρα μια γενοκτονία στην Παλαιστίνη, γενοκτονία που δεν διαλύει μόνο τους Παλαιστινίους, αλλά διαβρώνει την ηθική βάση όλης της ανθρωπότητας, όσο δεν κινείται αποτελεσματικά για την διακόψει).
Θέλουν ασφαλώς, το μπλοκ περί τον Τραμπ (και τον Νετανιάχου) και να διαλύσουν τις συμμαχίες της Ρωσίας με το Ιράν, την Κίνα, τη Βόρειο Κορέα, τους BRICS, όπως και οποιαδήποτε ιδέα αντικατάστασης του δολαρίου. Θα ήθελαν ίσως να επαναλάβουν την απάτη της αμερικανοσοβιετικής προσέγγισης του 1989, με συγκολλητική ουσία όχι τώρα τη δήθεν δημοκρατία και ευημερία, που ξέρουμε που κατέληξε, αλλά τον «πατριωτισμό» και τον «εθνικισμό». Μόνο που ο αμερικανικός «πατριωτισμός» και εθνικισμός («Πρώτα η Αμερική») είναι ένας αυτοκρατορικός πατριωτισμός και εθνικισμός που αποβλέπει στην παγκόσμια επικράτηση των ΗΠΑ, απαραίτητη για την επιβίωση του αμερικανικού καπιταλισμού. Ο ρωσικός πατριωτισμός και «εθνικισμός» είναι μία κυρίως αμυντική αντίδραση, απέναντι στη διαρκή δυτική επίθεση κατά του σοβιετικού/ρωσικού χώρου. Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο είναι μόνο επιφανειακές. Η ροπή των ΗΠΑ προς τον ιμπεριαλισμό δεν είναι αποτέλεσμα των ιδεών της άρχουσας τάξης τους, είτε της «γκλομπαλιστικής», είτε της «εθνικιστικής» μερίδας της.
Είναι σύμφυτη προς το ίδιο το οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ, που χρειάζεται να οργανώνει τη διαρκή μεταφορά οικονομικού πλεονάσματος από τον υπόλοιπο πλανήτη για να μην καταρρεύσει. Το γνωρίζουμε αυτό εδώ και παραπάνω από έναν αιώνα και εκεί βρίσκεται η θεμελιώδης αιτία των δύο παγκοσμίων πολέμων, του Ψυχρού Πολέμου, όπως και των σημερινών πολέμων κατά της Ρωσίας, της Κίνας και των λαών της Μέσης Ανατολής και του παγκόσμιου Νότου.
Η παρούσα ρωσική ηγεσία γνωρίζει πόσα πολλά κέρδισε εμφανιζόμενη ως ο υπερασπιστής της «παγκόσμιας πλειοψηφίας». Η ρωσική επιτυχία κατά του ΝΑΤΟ, της ισχυρότερης στρατιωτικής και οικονομικής συμμαχίας στην ιστορία της ανθρωπότητας, υπό την έννοια της ακύρωσης των επιδιώξεών του, οφείλεται ασφαλώς στην υψηλή ποιότητα της σοβιετικής στρατιωτικής στρατηγικής, που κληρονόμησαν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις από τον Κόκκινο Στρατό. Ο πόλεμος αποτελεί πάντα συνέχεια της πολιτικής, όπως τον όρισε ο Κλαούζεβιτς, άρα η ρωσική επιτυχία αντανακλά και την υποστήριξη μιας πλειοψηφίας της ρωσικής κοινωνίας που εκτίμησε ότι δεν είχε περιθώρια να επιτρέψει στην πατρίδα της να χάσει τον πόλεμο. Χωρίς τέτοια υποστήριξη θα ήταν αδιανόητη η επιτυχία. Η τελευταία όμως είναι επίσης και το αποτέλεσμα του ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών της Γης δεν υποστήριξαν τη συλλογική Δύση κατά της Ρωσίας και δεν της επέβαλαν κυρώσεις.
Το έπραξαν γιατί έχουν απηυδήσει με τις διαρκείς επεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών και των υπολοίπων δυτικών δυνάμεων σε όλο τον κόσμο. Το έπραξαν γιατί αντελήφθησαν επίσης ότι, αν τυχόν το ΝΑΤΟ κατάφερνε να νικήσει και να διαμελίσει τη Ρωσία, ανατρέποντας το καθεστώς της, κανένας άνθρωπος, κανένα έθνος και καμιά ήπειρος δεν θα μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής. Η Ρωσία απέκτησε με τη στάση της ένα τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο σε όλο τον κόσμο εκτός Δύσεως (και σε ορισμένα τμήματα της δυτικής κοινής γνώμης που δεν έχουν σήμερα ικανοποιητική πολιτική έκφραση) και δεν έχει την πολυτέλεια να το χάσει.
Η Μόσχα έχει κάθε λόγο να διερευνήσει τις προθέσεις του Τραμπ στην Ουκρανία και να εκμεταλλευθεί τυχόν ανοίγματά του. Αλλά δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα όνειρα των «τραμπικών» και να συμμαχήσει μαζί τους κατά της Κίνας. Γιατί γνωρίζει ότι, αν διαλύσει τις συμμαχίες της δεν θα μπορέσει εύκολα να τις ανασυστήσει. Μια νίκη άλλωστε της Δύσης κατά της Κίνας, θα αφήσει σε απελπιστικά δύσκολη κατάσταση την ίδια τη Ρωσία. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνά κανείς ότι, μπορεί μεν η Ουάσιγκτον να εμφανίζεται «διαλλακτική» στην Ουκρανία (μένει να διαπιστωθεί πόσο πράγματι είναι) εντούτοις σπρώχνει την Ευρώπη σε υπερεξοπλισμό, έχει εμφανίσει τον μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό της ιστορίας της και ενδιαφέρεται για ένα νέο «Πόλεμο των Άστρων».
Μια πολύ μεγάλη πρόκληση, μια τεράστια ευκαιρία
Για να επιστρέψουμε στον εμπορικό πόλεμο που κήρυξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες κατά της Κίνας, οι εξελίξεις αυτές θέτουν το Πεκίνο, αλλά επίσης τη Ρωσία, τον Οργανισμό της Σαγκάης, τους BRICS και όλο τον παγκόσμιο Νότο, ενώπιον της πρόκλησης να προτείνουν και να αγωνιστούν για μια νέα δημοκρατική, δίκαιη, οικολογική και κοινωνική παγκόσμια οικονομική τάξη, που θα επιτρέψει την ειρηνική εξέλιξη της ανθρωπότητας προς μία ανώτερη μορφή πολιτισμού και την αποτροπή της προσπάθειας επιβολής μιας παγκόσμιας ολοκληρωτικής δικτατορίας του αμερικανικού και δυτικού Καπιταλισμού, πάνω σε όλα τα έθνη του κόσμου.
Είναι μια πρόκληση και για όσες δυνάμεις τυχόν απομένουν στην Ευρώπη εκτός ελέγχου του χρηματιστικού κεφαλαίου και των ΗΠΑ και ΝΑΤΟ. Πολύ μεγάλη η πρόκληση, αλλά πολύ μεγάλη και η ευκαιρία.