Του Νίκου Κορδόση, Δικηγόρου, συλλέκτη, ιστοριοδίφη θεμάτων που σχετίζονται με την Ιερή Πόλη και ιδρυτής του Ιστορικού Μουσείου «Διέξοδος» και του Μουσείου Άλατος.

 

Απόλυτη σιωπή. Οι στερημένοι του Μεσολογγιού μετρούν τον πόνο τους. Χωρίς κουράγιο, χωρίς λόγια, σχεδόν χωρίς ανάσα. Μετρούν βουβά την απελπισία τους.

Και τώρα τι; Είναι μέρες που έχει θεριστεί και το τελευταίο χορταράκι της αυλής. Μακάρι να είχαν λίγο αλεύρι να ψήσουν ψωμί, να μοσχομυρίσει η γειτονιά και να ζεστάνει την ψυχή τους.

Η πείνα έλιωνε τα σωθικά τους. Η αρρώστια και ο θάνατος είχαν στήσει  πανηγύρι πάνω από το Μεσολόγγι.

Ούτε μια χούφτα γης δεν είχε απομείνει για να θάψουν τους νεκρούς τους. Ούτε μια χούφτα γης. Χώμα, πολυτιμότερο κι από το χρυσάφι…

Πόσος πόνος, πόση αγωνία βίωναν οι μάνες βλέποντας να σβήνει ο χρόνος που απέμενε για τα παιδιά τους.

Πόσα όνειρα είχαν καταβαραθρωθεί.

Πόσοι νέοι κοιτούσαν τα άδεια χέρια τους και στέκονταν ανήμποροι να οραματιστούν.

Η ελπίδα είχε θαφτεί μέσα στον ήχο των κανονιών, μέσα στους αλαλαγμούς των πολεμιστών, μέσα στη σιωπή της επικείμενης καταστροφής.

Τέσσερα ολόκληρα χρόνια αντίστασης.

Και να που μπήκε τώρα η άνοιξη του 1826 και αυτοί, οι λίγοι μπροστά στην οθωμανική πανστρατιά, που τους πολιορκεί και τους στερεί τη δυνατότητα αναζήτησης τροφής, βρίσκονται παντελώς αποκλεισμένοι και επί μήνες σε καθεστώς ακραίας πείνας.

Και όμως δεν υποχωρούν. Δεν συνθηκολογούν.

Οι ελεύθεροι κάτοικοι της πολιορκημένης πόλης έχουν άλλα σχέδια.

Μαζεύονται και με κοινή συνείδηση αποφασίζουν να μην παραδοθούν. Σχεδιάζουν το μέλλον τους.

Και ξεκινούν την εφαρμογή του σχεδίου τους. Ένα σχέδιο απλό, απλούστατο: Οι μανάδες έδωσαν αφιόνι στα παιδιά τους για να μην κλάψουν και ακουστούν, οι ίδιες με το σπαθί στο χέρι φόρεσαν ρούχα ανδρικά για να φαίνονται πολυπληθείς, οι γέροι και οι ανήμποροι κλείστηκαν σε σπίτια που ήταν γεμάτα με μπαρούτι και περίμεναν τον ηρωικό τους θάνατο.

Ύστερα οι γυναίκες έκαψαν τα τίμια προικιά τους για να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί, έθαψαν τα τυπογραφικά στοιχεία της εφημερίδας που είχε καταγράψει τον ιερό αγώνα τους, κοινώνησαν από το δισκοπότηρο του επισκόπου τους Ιωσήφ, έκαναν την τελετή της κηδείας τους, φιλήθηκαν για τελευταία φορά, είπαν «καλή αντάμωση» στον άλλον κόσμο και όρμησαν στον θάνατο. Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με τον Χάρο.

Χρ. Μποκόρος, «Έξοδος»

Ένας εθελούσιος και προμελετημένος ένδοξος θάνατος για τους πολλούς και μια ελπίδα ελευθερίας για τους λίγους. Ήταν Σάββατο Λαζάρου, ξημερώνοντας Βαΐων.

Κανείς να μη μιλήσει. Θα περάσουν μέσα από τις γραμμές των Οθωμανών, θα ακούσουν την ανάσα τους και αν όλα πάνε καλά, θα ανταμώσουν στο μοναστήρι του Αη Συμιού.

Η καρδιά τους ακούγεται να χτυπά, η αγωνία τους ζωγραφίζεται στο βλέμμα τους και αυτοί με σφιγμένα χείλη ξεκινούν την ηρωική τους πομπή.

Μα, το σχέδιο είχε προδοθεί. Ένα ολόγιομο φεγγάρι ξεπρόβαλε από τα σύννεφα και σαν προβολέας φώτισε το πρόσωπο του θανάτου. Σφαγή. Ο Xάρος αχόρταγος. Με τα δρεπάνια του θέριζε τα πάντα.

Και μέσα στην πόλη θαρρείς πως γιόρταζε μια αλλόκοτη επέτειο. Κάθε τόσο και ένα σπίτι ανατινάσσονταν. Η νύχτα είχε γίνει μέρα από τις εκρήξεις που προκαλούσαν οι γέροντες και όλο το Μεσολόγγι βόγκαγε κι αγκομαχούσε.

Είχε έλθει το τέλος. Το μεγάλο τέλος. Η θυσία. Κι όμως αυτή η θυσία προετοίμασε την Ανάσταση.

Το μάτι της Ευρώπης στράφηκε στο Μεσολόγγι και στάθηκε επάνω του. Ο ρομαντισμός συνάντησε τον ανυπέρβλητο πόθο για την ελευθερία. Αυτή η αδιανόητη συλλογική απόφαση για ελευθερία με κάθε τίμημα, για την υπεράσπιση των υπέρτατων αξιών, για την αξιοπρέπεια, για την αυτοεκτίμηση και την ελπίδα, σε αντιδιαστολή με την οθωμανική ωμότητα, τη βαρβαρότητα και την απανθρωπιά ξάφνιασε την Ευρώπη. Κι εκεί που οι διχόνοιες των Ελλήνων έδειχναν ότι η επανάσταση κινδύνευε να χαθεί, μεσολάβησε το Μεσολόγγι.

Η Δύση ξεσηκώθηκε. Οι αγανακτισμένοι από τις θηριωδίες των Οθωμανών πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών απαίτησαν και πέτυχαν τη λύση του ελληνικού ζητήματος.

Και η Ιστορία με χρυσά γράμματα έγραψε τη λέξη «Μεσολόγγι». Το όνομα της μικρής αυτής πόλης, που οι κάτοικοί της ενωμένοι, χωρίς να ξεχωρίσει κανείς, με τον θάνατό τους δίδαξαν.

Μια ολόκληρη πόλη που θυσιάστηκε για την υπεράσπιση της τιμής και της αξιοπρέπειας. Μια θυσία που μετέτρεψε την πόλη σε ιδέα.

Τότε, τώρα και για πάντα.

πηγή