Του Κ. Κυριακόπουλου

 

Η διαχείριση την οποία επέλεξαν οι Αμερικανοί, στην προσπάθειά τους να τροποποιήσουν την φυσιογνωμία, το μερίδιο μεταξύ των πρωταγωνιστών και κυρίως τους όρους που θα διέπουν την νέα ισορροπία ισχύος στο διεθνές σύστημα, θέτει σε κίνηση ισχυρές τεκτονικές δυνάμεις, ικανές να πυροδοτήσουν ανατροπές σε ολόκληρον τον πλανήτη…

Το πολιτικό καύσιμο υπάρχει. Και η ύπαρξή του εγγυάται ότι αυτή η συγκρουσιακή διαδικασία θα πρέπει να θεωρείται πρακτικά ΜΗ αναστρέψιμη. Αυτό το πολιτικό καύσιμο, είναι το τεράστιο παγκόσμιο χρέος το οποίο υπερσυσσώρευσε η χρηματοδότηση της μεταπολεμικής «ανάπτυξης» και το οποίο ανέρχεται σήμερα στο ιλιγγιώδες ποσόν των 320 τρις δολαρίων και ισοδυναμεί με το 335% του παγκοσμίου ΑΕΠ, ενώ η ίδια η διαδικασία της περαιτέρω διεύρυνσής του, έχει μπει στον αυτόματο και η συγκεκριμένη πρόκληση επείγει να διευθετηθεί πριν εκτροχιάσει πλήρως το διεθνές σύστημα. Αυτή λοιπόν η ωρολογιακή βόμβα, αποτελεί μέρος μιας πολυσύνθετης εξίσωσης, η οποία δεν επιλύεται με παραδοσιακές μεθόδους, διότι οι πάντες θεωρούν ότι υπάρχουν αλλεπάλληλα λάθη στην «εκφώνηση» και ως εκ τούτου αυτή η εξίσωση θα πρέπει να επαναδιατυπωθεί, αφού όμως προηγουμένως τροποποιηθεί ριζικά το σύνολο των μεταβλητών της.

Εάν σε αυτήν την νέα κατάσταση, συμπεριλάβει κανείς αναγκαστικά και τα καινούρια «φιλέτα» (τεχνογνωσίας και γεωπολιτικής) που έχουν εισβάλει στην ατζέντα των διαχειριστών της σύγχρονης γεωστρατηγικής, γίνεται αντιληπτό ότι η επαναδιατύπωση αυτής της εξίσωσης, είναι μια εξαιρετικά σύνθετη και δύσκολη διαδικασία. Και αυτήν ακριβώς την διαδικασία ενεργοποίησαν οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η νέα Αμερικανική διοίκηση.

Η επιτυχία του εγχειρήματοςσε ότι αφορά τουλάχιστον στις πρωτογενείς στοχεύσεις του Αμερικανού προέδρου, ΔΕΝ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και η όλη διαδικασία ΔΕΝ θα είναι ευθύγραμμη. Θα υπάρξουν κλυδωνισμοί, ανακολουθίες, αποφασιστική απάντηση εκ μέρους του εξαιρετικά ισχυρού Κινεζικού αντίπαλου δέους, αλλά και σοβαρές αντιδράσεις εντός του ιδίου του Αμερικανικού στρατοπέδου, που θα προκαλέσουν (ήδη προκαλούν) αναπόφευκτα πισωγυρίσματα, αλλά και μια σειρά από καινούρια προβλήματα και παραμέτρους που θα πρέπει να συνυπολογιστούν.

Είναι λοιπόν φανερό, ότι παρά τις όποιες σχετικές ομοιότητες με το παρελθόν και την περιοδικότητα που εμφανίζουν ιστορικά τα φαινόμενα της επανεκκίνησης στην διεθνή τάξη, καλό θα είναι να αποφεύγονται οι μηχανιστικοί μιμητισμοί στην προσπάθεια ερμηνείας των εξελίξεων. Όχι γιατί ΚΑΙ οι ΗΠΑ δεν εμφανίζουν αυτήν την “περιοδικότητα” στην ιστορική τους διαδρομή, αλλά διότι το ιδιαίτερο στοιχείο που παρουσιάζει η συγκεκριμένη ιστορική εποχή, συνίσταται σε μια σειρά από νέα στοιχεία που την συνθέτουν, σε νέες παραμέτρους ισχύος που έχουν εδραιωθεί, στην εμφάνιση νέων ισχυρών και υπολογίσιμων δρώντων στην διεθνή σκακιέρα και φυσικά στους νέους χρόνους απόκρισης που απαιτούνται προκειμένου να κριθεί στην πράξη η απόδοση συγκεκριμένων μέτρων και συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, αυτό που κυρίως δημιουργείται ως αποτέλεσμα αυτής της εξαιρετικά πολύπλοκης και συγκρουσιακής διεργασίας, η οποία ενδέχεται προσωρινά να καταστεί ακραία ή ακόμη και ανεξέλεγκτη, ΔΕΝ είναι τα καινούρια εμπόδια και οι δυσκολίες που καταγράφονται στην πρώτη ανάγνωση των γεγονότων, αλλά μια σειρά από νέες προκλήσεις και σημαντικές δυνατότητες, μια σειρά από συγκεκριμένες καινούριες ευκαιρίες τις οποίες θα πρέπει να σπεύσουν να αξιοποιήσουν οι αποφασισμένοι και ικανοί, μεγάλοι αλλά και μικρότεροι γεωπολιτικοί δρώντες.

Η αστάθεια και οι κλυδωνισμοί, ήρθαν για να αναδημιουργήσουν και να επαναπροσδιορίσουν, ακόμη και μέσα σε αυτό το περιβάλλον που είναι κατάφορα συγκρουσιακό. Δεν ήρθαν για να μείνουν και ΔΕΝ θα μείνουν. Το πέρασμά τους, προφανώς θα παράξει ΚΑΙ θύματα. Αυτό όμως που κυρίως θα αφήσει πίσω του, θα είναι μια νέα κατάσταση, μια νέα ισορροπία, νέα πληθωρικά πεδία δόξης τα οποία θα πρέπει να αξιοποιηθούν, νέους δυναμικούς προσεταιρισμούς αλλά και νέους ρόλους, μεταξύ αυτών που θα σπεύσουν να δηλώσουν παρόντες στην ανακατανομή της γεωπολιτικής πίτας.

Η Κίναστο πλαίσιο της διαρκούς επιδίωξής της να πλαγιοκοπήσει την δυτική συμμαχία, σπεύδει να αξιοποιήσει τους υπάρχοντες ανταγωνισμούς που τροφοδότησαν με νέα δυναμική οι αποφάσεις του Αμερικανού προέδρου και επιχειρεί να διεμβολίσει την Ευρώπη, να ακυρώσει τους παραδοσιακούς οικονομικούς της προσανατολισμούς, καλώντας την να συστρατευτεί με αυτήν σε ένα νέο επιθετικά αλλά και συνεργατικά προσανατολισμένο γεωπολιτικό σύμπλοκο, που θα τροποποιήσει θεαματικά την φυσιογνωμία του «αντίπαλου» δέους με την μορφή που το γνωρίσαμε μεταπολεμικά.

Μικρότεροι δρώντες, αλλά με ρόλο λόγω των ιδιαίτερων δυνατοτήτων τους, της αποφασιστικότητας των ηγετών τους και φυσικά του γεωπολιτικού τους αποτυπώματος (βλέπε Ουγγαρία, Ιταλία, Βρετανία, Γαλλία κλπ) σπεύδουν, άλλοι να διαφοροποιηθούν από την «συλλογική» Ευρωπαϊκή προσπάθεια απάντησης, και άλλοι να χειραγωγήσουν την φυσιογνωμική της διαφοροποίηση και αυτό είναι μια εξέλιξη που επί της ουσίας επιβεβαιώνει ότι στις νέες συνθήκες, οι ρόλοι που επιφυλάσσονται, ΔΕΝ αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα και κυρίως τους ισχυρούς.

Θεωρητικά η ΕΕ θα μπορούσε, με σειρά στοχευμένων κινήσεων και πρωτοβουλιών, να μετατρέψει την προσωρινή συστημική αποσταθεροποίηση σε δικό της συγκριτικό πλεονέκτημα, να επενδύσει αποτελεσματικά στα αλλεπάλληλα ρήγματα εμπιστοσύνης που εμφανίζονται και εν τέλει να υφαρπάξει την σκυτάλη της ηγεμονίας από τις ΗΠΑ, αναγορεύοντας εαυτόν σε ηγέτη του Δυτικού κόσμου.

Ωστόσο, η πρόκληση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να ευοδωθεί, διότι αυτό το κρίσιμο γεωστρατηγικό στοίχημα, εμφανίζεται με ιδιαίτερο δυναμισμό σε μια εποχή όμως κατά την οποία το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι φύσει και θέσει ανίκανο να το υπηρετήσει.

Πρώτον: Διότι, το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπαράγεται η Ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ και συνακόλουθα η Ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, είναι ένα περιβάλλον σήψης, προκλητικής μονομέρειας ως προς τον προσανατολισμό και καταφανούς ανεπάρκειας να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα, περιφερειακές γεωπολιτικές και ευρύτερες γεωστρατηγικές προκλήσεις.

Δεύτερον: Διότι, η πολιτισμική κατάρρευση στην οποία έχει παραδοθεί σούμπητη η Ευρώπη, με ευθύνη της κυρίαρχης πολιτικής ελίτ, έχει επιφέρει την καθολική κατάρρευση της κοινωνικής της συνοχής, μετατρέποντας έτσι τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε έναν καταναλωτικό χυλό 450 εκατομμυρίων πελατών, χωρίς αξίες, χωρίς οράματα, χωρίς συνεκτικές στοχεύσεις για την Ευρώπη της επόμενης μέρας.

Τρίτον: Διότι, η πολιτισμική κατάρρευση την οποία προαναφέραμε, ήρθε να ενισχύσει τα παραλυτικά φαινόμενα στο Ευρωπαϊκό περιβάλλον της πολυεθνικής πανσπερμίας, στην οποία η Ευρωπαϊκή πολιτική τάξη επένδυσε ενισχύοντας τις πολιτικές της ανισομέρειας προκειμένου να εδραιώσει πολιτικές του «Διαίρει και βασίλευε»ενώ θα έπρεπε να πράξει ακριβώς το αντίθετο. Να διασφαλίσει δηλαδή τους όρους της κοινωνικής συνοχής, με πολιτικές θαρραλέας περιφερειακής ενίσχυσης που θα σέβονταν το διακριτό των Ευρωπαϊκών εθνών, αναδεικνύοντας όμως παράλληλα τον ακαταμάχητο δυναμισμό των συγκλινουσών πολιτισμικών παραδόσεων και προωθώντας τουλάχιστον πολιτικές ουσιαστικής οικονομικής και αμυντικής ενοποίησης (αφού για όλα τα υπόλοιπα, είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατον να βρεθεί φόρμουλα ικανή να δρομολογήσει ενοποιήσεις, χωρίς να βιάζεται το διακριτό του πολυεθνικού της χαρακτήρα).

Τέταρτον: Διότι, ο στρεβλός και μονομερής προσανατολισμός που κυριάρχησε κατά την διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, διεύρυνε το τεχνολογικό χάσμα, πρωτίστως στις εφαρμογές που σχετίζονται με την ανάπτυξη μιας πραγματικά αποκεντρωμένης Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, γεγονός που καθιστά της Ευρώπη του 2025, όμηρο και της Αμερικανικής υπεροχής αλλά και διάφορων περιφερειακών γεωπολιτικών τυχοδιωκτών, εκβιαστών και καιροσκόπων.

Η πατρίδα μας, προφανώς δεν ξέφυγε από αυτόν τον κανόνα και η πολιτική τάξη που ανέδειξε και συντηρεί, ΔΕΝ συγκαταλέγεται μεταξύ των ελαχίστων εξαιρέσεων που καταγράφονται στο Ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και ξεχωρίζουν για την αποφασιστικότητα, την τόλμη τους και την αδιαπραγμάτευτη στράτευσή τους στην εξυπηρέτηση των Εθνικών συμφερόντων.

Η περιφερειακή διαχείριση στην οποία σέρνεται κυριολεκτικά, τραβηγμένη από μανίκι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, σε μια εποχή που ο συνεκτικός κρίκος των νέων περιφερειακών συμμαχιών θα είναι η αποφασιστικότητα, η τόλμη και η ευθύνη, επιβεβαιώνει ότι οι εξετάσεις που δίνουμε ως χώρα, έχουν αποτέλεσμα κυριολεκτικά αποκαρδιωτικό. Το Ισραήλ το οποίο αναγορεύεται και επίσημα αδιαμφισβήτητος περιφερειακός πρωταγωνιστής, αποφασισμένος να αλλάξει την φυσιογνωμία του μελλοντικού status στην ΝΑ Μεσόγειο, αναζητεί συμμάχους με σοβαρότητα ικανούς να αναλάβουν και να φέρουν σε πέρας, ρόλους με αποτύπωμα ισχύος.

Η κυβέρνηση, αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων και παντελώς ανίκανη να κρατήσει ψηλά την σημαία της αξιοπρέπειας, ακόμη και για τα αυτονόητα… ακόμη και για τα στοιχειώδη. Η πατρίδα μας οδηγήθηκε γι’ ακόμη μια φορά στον διασυρμό, στα ανοικτά της παραλίας της Κάσου, επιβεβαιώνοντας ότι το πολιτικό της προσωπικό είναι εξαιρετικά πρόθυμο να συρθεί στον ρυθμό του πολιτικού καιροσκοπισμού τον οποίο σέρνει η Ζωή Κωνσταντοπούλου, αλλά προκλητικά ανίκανο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας εποχής, διεκδικώντας ρόλο και λόγο στην νομή της γεωπολιτικής πίτας.

Οι πολίτες, ΔΕΝ θα πρέπει να εφησυχάζουν, αυτοϊκανοποιούμενοι από αυτά που πλασάρει η κατευθυνόμενη ειδησεογραφία, περί δήθεν κομβικού ρόλου της Ελλάδας στην περιφερειακή ενεργειακή εξίσωση, διότι απλούστατα αυτό ΔΕΝ αρκεί και αυτή η ρητορική ΔΕΝ περιγράφει με την απαραίτητη σαφήνεια το μέλλον που προδιαγράφεται.

Η ιστορική πρόκληση για την Ελλάδα, είναι διπλή και η Ελληνική κυβέρνηση τρομάζει ακόμη και στην ιδέα πως θα πρέπει να ακούσει επακριβώς τους όρους με τους οποίους περιγράφεται.

Ο πολυσυζητημένος περιφερειακός ρόλος ο οποίος επιφυλάσσεται για την χώρα μας,  μπορεί να είναι ρόλος αδιαμφισβήτητα ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΣή ένας ρόλος ΕΞΑΡΤΗΜΑΤΙΚΟΣ μιας ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ που θα διευθετεί πρακτικές διαχειριστικές και άλλες εκκρεμότητες και πέραν αυτού ουδέν. Έχουμε αποφασίσει τι ακριβώς θέλουμε και κυρίως τι ακριβώς διεκδικούμε σε μια εποχή που οι πάντες έχουν ανάγκη τον αναντικατάστατο γεωπολιτικό ρόλο αυτής της χώρας;;;

Έχουμε αποφασίσει αν μπαίνουμε σε αυτήν την εξίσωση ως κυρίαρχο γεωπολιτικό μέγεθος που ξέρει τι θέλει, ή ως εξάρτημα του Τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, που διεκδικεί το αυθαίρετο δικαίωμά του να αποφασίζει για τα πάντα;;; Και κυρίως…

Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ΤΩΡΑ είναι η μεγάλη ευκαιρία του Ελληνισμού να κλείσει οριστικά ζητήματα που τον ταλαιπωρούν δεκαετίες ολόκληρες και να αναβαθμίσει συνολικά τον περιφερειακό του ρόλο και το προφίλ της ισχύος του, έναντι του συνόλου των περιφερειακών (και όχι μόνον) συμμάχων του;;;

πηγή