Τι αναφέρουν οι Γκας Μπιλιράκης και Μπράντλεϊ Σνάιντερ στην επιστολή τους στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ!
Με επιστολή τους στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, δύο Αμερικανοί βουλευτές εξέφρασαν σήμερα, Δευτέρα του Πάσχα, την έντονη ανησυχία τους για τους κινδύνους που εγκυμονεί μια ενδεχόμενη μεταφορά τουρκικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 στη Συρία.
Ειδικότερα, στη διακομματική επιστολή που στάλθηκε στον ανώτερο αξιωματούχο του Γραφείου Πολιτικών και Στρατιωτικών Υποθέσεων του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών Τζέιμς Χόλτσνιντερ, ο Ελληνοαμερικανός Γκας Μπιλιράκης, βουλευτής των Ρεπουμπλικανών, και ο Δημοκρατικός Μπράντλεϊ Σνάιντερ ζητούν από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου να αξιολογήσει το πως μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επηρεάσει το συγκριτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα του Ισραήλ, αλλά και την ευρύτερη αρχιτεκτονική αποτροπής, ζητώντας να λάβουν μια απόρρητη ενημέρωση για τις επιπτώσεις που θα έχει μια πιθανή μεταφορά των S-400 στη Συρία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σημειώνουν ότι μια τέτοια μεταφορά, όχι μόνο δεν θα επιλύσει την παραβίαση της νομοθεσίας περί κυρώσεων από την Τουρκία, αλλά δεν θα εξυπηρετήσει ούτε τα ευρύτερα αμερικανικά συμφέροντα, τα οποία συνδέονται με τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας, την αποτροπή της εξάπλωσης των ρωσικών αμυντικών συστημάτων και την προστασία της ασφάλειας των πλησιέστερων εταίρων των ΗΠΑ.
Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στην επιστολή τους, «η Τουρκία έχει χρησιμοποιήσει τα αμερικανικά F-16 για να παραβιάσει τον ελληνικό εναέριο χώρο και να παρενοχλήσει την κυπριακή ενεργειακή υποδομή. Ο πρόεδρος Ερντογάν φιλοξένησε ηγέτες της Χαμάς, επαίνεσε τη Χαμάς μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, ανέστειλε τις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με το Ισραήλ και παρεμπόδισε τον συντονισμό του ΝΑΤΟ με τους Ισραηλινούς εταίρους. Έχει ασπαστεί το θαλάσσιο δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” για να απειλήσει την ενεργειακή ανάπτυξη των συμμάχων και των εταίρων μας».
Οι βουλευτές προειδοποιούν ότι μια πιθανή μεταφορά των S-400 στη Συρία θα έπληττε σοβαρά την αξιοπιστία του Νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων, αλλά και της πολιτικής για την ποιοτική στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ, καθώς θα έδειχνε ότι η εφαρμογή αυτών των αρχών μπορεί να προσαρμόζεται στην εκάστοτε διαχείριση περιφερειακών θεμάτων και δεν υπόκειται σε μια αταλάντευτη δέσμευση από την πλευρά των ΗΠΑ.
Η επιστολή των βουλευτών αναφέρει συγκεκριμένα τα ακόλουθα:
«Γράφουμε για να εκφράσουμε σοβαρή ανησυχία σχετικά με πρόσφατες αναφορές που υποδηλώνουν ότι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν εξετάσει την πιθανή μεταφορά των ρωσικής κατασκευής πυραυλικών συστημάτων S-400 που κατέχει η Τουρκία στη Συρία. Αν και αυτή η ιδέα μπορεί να μην είναι υπό επίσημη εξέταση, η εμφάνισή της σε διπλωματικές συζητήσεις υψηλού επιπέδου απαιτεί άμεση αξιολόγηση από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Μια τέτοια μεταφορά ούτε θα επιλύσει την παραβίαση της νομοθεσίας περί κυρώσεων από την Τουρκία ούτε θα εξυπηρετήσει τα αμερικανικά συμφέροντα, τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας, την αποτροπή της εξάπλωσης των ρωσικών αμυντικών συστημάτων ή την προστασία της ασφάλειας των πλησιέστερων εταίρων μας.
Αν και το Γραφείο Πολιτικών και Στρατιωτικών Υποθέσεων δεν θα έπαιζε άμεσο ρόλο στη διευκόλυνση μιας τέτοιας μεταφοράς, η ηγεσία του γραφείου σας στη Κοινή Πολιτική και Στρατιωτική Ομάδα ΗΠΑ-Ισραήλ (JPMG) και η αναλυτική του ικανότητα το καθιστούν μοναδικά τοποθετημένο στο να αξιολογήσει και να κοινοποιήσει τις επιπτώσεις αυτού του σεναρίου.
Οι S-400 Triumf είναι ένα στρατηγικό ρωσικό σύστημα αεράμυνας με βεληνεκές έως και 400 χιλιόμετρα, προηγμένη αρχιτεκτονική ραντάρ, ανίχνευση κατά της τεχνολογίας stealth και περιορισμένες δυνατότητες αναχαίτισης τερματικών βαλλιστικών πυραύλων.
Η επαναφορά του στο συριακό έδαφος μετά την απόσυρση των συστημάτων της Ρωσίας θα άλλαζε θεμελιωδώς το τοπίο της περιφερειακής αεράμυνας ανεξαρτήτως από το ποιος θα ήταν ο χειριστής του. Εάν τοποθετηθεί κατά μήκος του δυτικού διαδρόμου της Συρίας, θα μπορούσε να περιορίσει σοβαρά τις ισραηλινές επιχειρήσεις εναντίον ιρανικών πόρων ή οδών ανεφοδιασμού της Χεζμπολάχ.
Αυτό θα υποβάθμιζε την επιχειρησιακή ευελιξία του Ισραήλ στην περιοχή και θα διάβρωνε την τεχνική βάση του ποιοτικού του πλεονεκτήματος που οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται εδώ και καιρό για να διατηρήσουν. Το ερώτημα ποιος θα χειριζόταν το σύστημα εγκυμονεί έναν επιπρόσθετο κίνδυνο. Εάν το τουρκικό προσωπικό διατηρήσει τις ευθύνες διοίκησης και ελέγχου, αυτό θα εισήγαγε την πραγματική πιθανότητα σύγκρουσης μεταξύ τουρκικών και ισραηλινών δυνάμεων.
Εναλλακτικά, εάν μεταφερθεί στις συριακές αρχές, το σύστημα θα δημιουργούσε επίσης ένα νέο στρώμα στρατηγικής ασάφειας σε ένα ήδη ασταθές περιβάλλον, περιπλέκοντας την επιχειρησιακή δυνατότητα αποφυγής συγκρούσεων του Ισραήλ και των ΗΠΑ, αυξάνοντας τους κινδύνους λανθασμένου υπολογισμού και ενδυναμώνοντας τους παράγοντες που οι ΗΠΑ έχουν περιορισμένη ικανότητα να ελέγξουν ή να επηρεάσουν.
Ο χαρακτηρισμός του Ισραήλ ως Μεγάλος Σύμμαχος εκτός του ΝΑΤΟ (MNNA) και Μεγάλος Στρατηγικός Εταίρος κωδικοποιεί μια προνομιακή αμυντική σχέση που προϋποθέτει ότι τουλάχιστον οι πολιτικές αποφάσεις των ΗΠΑ θα επιδιώκουν να αποφύγουν την υποβάθμιση της επιχειρησιακής ασφάλειας του Ισραήλ. Η εισαγωγή μιας πλατφόρμας αεράμυνας μεγάλου βεληνεκούς στο συριακό έδαφος θα είχε έναν τέτοιο καταστροφικό αντίκτυπο.
Παράλληλα, η αντίληψη ότι μια τέτοια μεταφορά θα μπορούσε να βοηθήσει στην επίλυση της έκθεσης της Τουρκίας στο νόμο CAATSA είναι τόσο νομικά όσο και στρατηγικά εσφαλμένη. Το άρθρο 231 του CAATSA απαιτεί κυρώσεις για «σημαντικές συναλλαγές» με τον ρωσικό αμυντικό τομέα. Αυτές οι κυρώσεις ενεργοποιήθηκαν εναντίον της Τουρκίας λόγω της απόκτησης του ίδιου του συστήματος – όχι της τοποθεσίας ανάπτυξής του.
Η μετεγκατάσταση των S-400 δεν λύνει την παραβίαση του νόμου, ακόμη και αν μπορεί να μετριάσει άλλες νομικές ανησυχίες, και η παρουσίαση του ζητήματος ως ένα είδος περιφερειακού προβλήματος θα υπονόμευε την αποτρεπτική λειτουργία του νόμου και θα κινδύνευε να ομαλοποιήσει περαιτέρω τη παρουσία των ρωσικών συστημάτων στον εναέριο χώρο του ΝΑΤΟ. Ανησυχούμε ότι η επιβράβευση της στρατηγικής ανυπακοής της ‘Αγκυρας με σιωπηρή έγκριση μιας μεταφοράς θα στείλει το μήνυμα ότι η επιβολή των κυρώσεων υπόκειται σε πολιτικό αυτοσχεδιασμό.
Η αξιοπιστία του νόμου CAATSA, όπως και το πλαίσιο της ποιοτικής στρατιωτικής υπεροχής (QME), βασίζεται στη συνέπεια. Εάν η μεταφορά (των S-400) γίνει προηγούμενο για αποφυγή (των συνεπειών του νόμου), τότε οι μελλοντικοί αντίπαλοι και οι εταίροι μας θα το λάβουν υπόψη. Το γραφείο σας μπορεί να μην διαχειρίζεται την πολιτική κυρώσεων, αλλά παίζει ζωτικό ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου που η κυβέρνηση των ΗΠΑ αξιολογεί και ανταποκρίνεται στη μεταβαλλόμενη στρατιωτική πραγματικότητα.
Σας προτρέπουμε να διεξαγάγετε μια αυστηρή αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο μια ανάπτυξη των S-400 στη Συρία -υπό οποιονδήποτε χειριστή- θα επηρεάσει το συγκριτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα του Ισραήλ, τη στάση των αμερικανικών δυνάμεων και την ευρύτερη αρχιτεκτονική αποτροπής. Ζητάμε επίσης μια απόρρητη ενημέρωση για να συζητήσουμε τις προοπτικές μιας τέτοιας μεταφοράς και τις επιπτώσεις της. Αυτή η σύσταση πρέπει να γίνει κατανοητή στο ευρύτερο πλαίσιο της διαρκούς απόκλισης του προέδρου Ερντογάν από τους κανόνες του ΝΑΤΟ.
Η Τουρκία έχει χρησιμοποιήσει τα αμερικανικά F-16 για να παραβιάσει τον ελληνικό εναέριο χώρο και να παρενοχλήσει την κυπριακή ενεργειακή υποδομή. Ο πρόεδρος Ερντογάν φιλοξένησε ηγέτες της Χαμάς, επαίνεσε τη Χαμάς μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου, ανέστειλε τις διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με το Ισραήλ και παρεμπόδισε τον συντονισμό του ΝΑΤΟ με τους Ισραηλινούς εταίρους. Έχει ασπαστεί το θαλάσσιο δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” για να απειλήσει την ενεργειακή ανάπτυξη των συμμάχων και των εταίρων μας».