Του Μανώλη Κοττάκη
Οι υπολογισμοί δεν σταματούν ούτε μέσα στο Πάσχα. Οι αρχηγοί διαβάζουν τους αριθμούς και κάνουν σχεδιασμούς. Κι αυτό που παρατηρείται στις δημοσκοπήσεις οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη είναι μια ελαφρά βελτίωση του ποσοστού της Νέας Δημοκρατίας (όπως συνέβη και τον περασμένο Δεκέμβριο, μέχρι να πάρει ξανά την κατηφόρα), καθώς και μια συνολική ανακατανομή δυνάμεων εντός του αντισυστημικού χώρου.
Αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι εξασθενούν ορισμένα κόμματα «φωτοβολίδα» στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας (το προσεχές διάστημα θα δείξει αν αυτό είναι οριστικό ή όχι), ωστόσο η ψήφος δεν επιστρέφει στην κυβέρνηση, αλλά ανακατανέμεται μέσα στο μπλοκ υπέρ των λεγόμενων «αριστερών κομμάτων». Με πρώτη τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία εμφανίζεται να έχει εισπράξεις όχι μόνο από την ψήφο διαμαρτυρίας, αλλά και απευθείας από τη… Νέα Δημοκρατία.
Και πάλι, όμως, το τοπίο ακόμα και μέσα στην αντισυστημική ψήφο διαμαρτυρίας είναι ρευστό – δεν έχει αναδειχθεί ακόμα ο καταλύτης, ο οριστικός ηγέτης του χώρου. Αυτό που ξέρουμε αυτή τη στιγμή είναι ότι το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, σπαρασσόμενο από έριδες και από την κάκιστη εικόνα του αρχηγού του στον κόσμο της Κεντροαριστεράς, οδεύει προς μερική ρευστοποίηση, καθώς τα κορυφαία ηγετικά στελέχη του ασχολούνται με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Και από την πλευρά της ηγεσίας και από την πλευρά της εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Πού το ξέρουμε; Μόνοι τους τα λένε. Ο ένας «δίνει» τον άλλον. Αυτό που ξέρουμε επίσης είναι ότι, στη νέα εποχή, όλες οι ψήφοι είναι διεκδικήσιμες από όλους, δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές στις ηλικίες κάτω των 65. Το γεγονός ότι ποσοστό ίσο με το 2,5% του εκλογικού σώματος περνά τον ποταμό από τις συστημικές δυνάμεις για να μετακομίσει στις αντισυστημικές, και μάλιστα από τη Νέα Δημοκρατία στην Πλεύση Ελευθερίας, δείχνει την τάση, αλλά και τη δυναμική. Μπορεί να συμβεί και το αντίστροφο, βεβαίως -μετακίνηση από το αντισύστημα στο σύστημα-, αν ακουστούν παλαβά πράγματα.
Μετακινήσεις
Όλα είναι πραγματικά στον «αέρα» και, επειδή οι μετακινήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο είναι πλέον πολύ πιο εύκολες σε σύγκριση με το παρελθόν, η σημασία της προεκλογικής περιόδου είναι τρεις φορές μεγαλύτερη σε σύγκριση με το παρελθόν.
Αυτό που δεν έχει γίνει κατανοητό, νομίζω, από τα κόμματα, και κυρίως από την κυβέρνηση, είναι ότι η αντίδραση για την αντισυστημικότητα και τη διαμαρτυρία δεν οφείλεται μόνο σε επιφανειακούς λόγους. Η κυβέρνηση εφησυχάζει, προσωρινά τουλάχιστον, θεωρώντας ότι τα Τέμπη μετά το «πικ» των διαδηλώσεων του Φεβρουαρίου εκτονώθηκαν εν μέρει.
Αλλά τα Τέμπη είναι μία από τις όψεις της κρίσης του συστήματος. Υπάρχουν κι άλλες, αθέατες, που επηρεάζουν την κινητικότητα στο εκλογικό σώμα και δεν φαίνονται. Οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας, όπως λένε αυτοί που ξέρουν, τα επόμενα χρόνια θα είναι ραγδαίες.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη, την οποία έχει κάνει σημαία εκσυγχρονισμού η κυβέρνηση, θα καταργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας μέσα στην αλυσίδα των καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης. Ηδη στην Ισπανία το μοντέλο άρχισε να εφαρμόζεται. Τα ρομπότ θα καταργήσουν τα δοκιμαστήρια και τους υπαλλήλους. Θα παίρνουν τα μέτρα των αγοραστών, θα σου διαλέγουν ρούχα, θα πληρώνεις με κάρτα και τέλος.
Ο κόσμος που πλήττεται από όλες αυτές τις μεγάλες «μεταρρυθμίσεις» θέλει να καθυστερήσει τις αλλαγές. Θέλει να προλάβει να ζήσει. Γιατί, στην τελική, οι αλλαγές αυτές έρχονται από τη σταθερή απόφαση του κεφαλαίου να μειώσει τα λειτουργικά του έξοδα εις βάρος των ανθρώπων. Ο καπιταλισμός δεν αλλάζει, είτε με Τεχνητή Νοημοσύνη είτε χωρίς Τεχνητή Νοημοσύνη. Αυτό, όμως, ανακλάται στην εκλογική συμπεριφορά εκατομμυρίων ανθρώπων και στην Ελλάδα.
Κάτι άλλο που δεν εμπίπτει στα ραντάρ των πολιτικών κομμάτων είναι η «ψαλίδα» που έχει ανοίξει στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Πλέον, μόνο εισάγουμε, λίγα εξάγουμε. Και αυτό συνδέεται ευθέως με τη βιωσιμότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, που πασχίζουν για να εξαγάγουν.
Η συνειδητοποίηση της αλλαγής είναι οδυνηρή και οδηγεί σε αλλαγή συμπεριφοράς χιλιάδες μεσαίους επιχειρηματίες, οι οποίοι έχουν καταλήξει στο οριστικό συμπέρασμα ότι αυτή η κυβέρνηση ενδιαφέρεται μόνο για τους τρεις τέσσερις εθνικούς πρωταθλητές σε κάθε τομέα οικονομικής πολιτικής και δεν βλέπουν τον εαυτό τους στο οπτικό της πεδίο.
Και, τέλος, υπάρχει το εισοδηματικό. Πανηγύριζαν τα κανάλια και διάφοροι βουλευτές ότι βούλιαξαν τα νησιά και τα εστιατόρια τις ημέρες του Πάσχα, αλλά δεν υπολογίζουν το αυτονόητο: ισχυρή καταναλωτική δύναμη έχει το 1 εκατομμύριο του πληθυσμού επί 10 εκατομμυρίων Ελλήνων. Αυτό γεμίζει τις ταβέρνες και τα ξενοδοχεία. Τα υπόλοιπα 9, εξαιρουμένων των συνταξιούχων, κάνουν δύο και τρεις δουλειές, εργάζονται 14ωρα για να συγκεντρώσουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα ώστε να πάνε μια εκδρομή το Πάσχα ή μια ταβέρνα παραπάνω ή σε ένα ακριβό νησί.
Αλλά αυτό δεν είναι προς πανηγυρισμό. Γιατί κάποτε τα λεφτά αυτά τα συγκεκριμένα τα εισέπρατταν από μία δουλειά και όχι από τρεις. Και ο κατώτερος μισθός ήταν 1.500 ευρώ πριν από 15 χρόνια, όχι 950, για τα οποία θα πρέπει να πανηγυρίσουν. Μετά, μάλιστα, από τη δουλεία 10 ετών Μνημονίων, με τις μερικές απασχολήσεις, οι νέοι Έλληνες απορρίπτουν δουλειές. Ενώ άλλοι μεταναστεύουν σε αξιοπρεπέστερους τόπους.
Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι πως το πολιτικό σύστημα «δεν νιώθει». Τούτων δοθέντων, αν υπολογίσει κανείς ότι υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας προκομμένων αστών σε όλα τα κόμματα, που αντιστοιχεί στο 35% του εκλογικού σώματος, και ένας άλλος μεγάλος πυρήνας (αλλά διασπασμένος) δυναμικών μεσαίων και αδύναμων στρωμάτων, που αντιστοιχεί στο 65% του εκλογικού σώματος, δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία για να το καταλάβει κανείς, ούτε να παρατηρεί τα νούμερα των δημοσκοπήσεων.
Ο συσχετισμός αυτός, παρά τις διακυμάνσεις του, είναι 1/3 έναντι 2/3. Αλλά το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να καταλάβει ότι, όσες αλλαγές και να επιχειρήσει στους κανόνες, το 35% δεν μπορεί να κυβερνά το 65%. Ή χωρίς να λαμβάνει υπόψη το 65%. Πρέπει να σκεφτεί κάτι καλύτερο. Αλλιώς, το 65%, παρά τις πρόσκαιρες βελτιώσεις της συγκυρίας, θα γίνει ξανά 70%, μπορεί και 75%.
Οταν η σταθερότητα στο σύστημα διαιωνίζει και διευρύνει την κοινωνική αστάθεια, αυτά θα συμβαίνουν.