Το σώμα του Καβάφη δεν προσδιορίζεται ως μνήμα της ψυχής (Ορφικοί και Πυθαγόρειοι) αλλά ως “αειγενές” σημείο της προσωποποιούμενης αμεσότητας» (Ν. Μακρής “Το σώμα ως ζωτικό σημείο”) και καλύτερα θα λέγαμε ως καθολική σχέση ζωτικής δύναμης και μέθεξης στο κάλλος.
Ο Ζωρζ Μπατάιγ στο “L’ eritisme” αποκαλεί το σώμα κάλεσμα. Γράφει: «Τα σώματα ανοίγονται προς τη συνέχεια μέσα στους μυστικούς αγωγούς που δημιουργούν το συναίσθημα του άσεμνου».
Ο Αλεξανδρινός ποιητής γράφει: «…Κι είδα το ωραίο σώμα που έμοιαζε σαν από την άκρα πείρα του να τώκαμεν ο Ερως». Το σώμα είναι το σύμβολο του κάλλους, του έρωτα, της χαράς της ζωής, “φωτίζει το νόημα της ζωής” κατά τον Μπατάιγ, γίνεται αισθητική καταδίωξη της ευδαιμονισμένης απόλαυσης έλεγε ο Καβάφης. «Το αίμα του, καινούργιο και ζεστό / η ηδονή το χαίρεται. Το σώμα του νικά / έκνομη ερωτική μέθη ‘και νεανικά / μέλη ενδίδουνε σ’ αυτή».
Το σώμα αποτρυγάει τους σταλαγμούς της ηδονής, αναζητά την ομορφιά, δημιουργεί τη σχέση. Για τον Καβάφη το σώμα πέρα από την καταγωγική αρχή των αισθήσεων είναι και ο εικονισμός της ομορφιάς. Αναμφίβολα υιοθετεί αυτό που λέει ο Τζον Κητς «Beauty is truth, truth beauty / that is all ye know on earth, and all ye need to know» (Η ομορφιά είναι αλήθεια, και η αλήθεια ομορφιά / ετούτο είναι που γνωρίζεται στη γη και αυτό σας χρειάζεται να ξέρετε). Έστω και αν αυτή η ομορφιά «δεν διαρκεί παρά από το πρωί στο βράδυ» (ne dure que da matin jusques au soir) όπως υποστήριζε ο Λουϊ ντε Ρονσάρ.
Η επιθυμία είναι που κρατά τα σώματα ζωντανά θα πει ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε όταν αναφέρθηκε στις “Πύλες της κολάσεως” του Ωγκύστ Ροντέν και αυτή η επιθυμία γίνεται το περιεχόμενο της ποίησης του Καβάφη.
“Ένας κεντρομόλος της επιθυμίας”
Ο Θανάσης Τζούλης έγραφε αναφερόμενος στον Καβάφη: «Ο Καβάφης είναι ένας κεντρομόλος της επιθυμίας, με την έννοια ότι περιζώνει και περιχαρακώνει το ερωτικό κορμί και βυθίζεται στον ερωτικό μεταβολισμό με φειδώ να μη χαθεί ούτε ψίχουλο από το αφομοιωμένο μέσα στη σάρκινη μνήμη του ερωτικού σώματος που με το πέρασμα του καιρού σιτεύεται, ζυμώνεται και παροχετεύεται ως ερωτική ενέργεια μέσα του. Γι’ αυτό όταν γράφει το ερωτικό κορμί λειτουργεί ως εξευγενισμένο Φετίχ, ή ως η ίδια του η εικόνα, το αυτοείδωλο, όπως θα’ λέγε ένας άλλος μεγάλος ερωτικός μας ο Παπαδιαμάντης» (Ψυχανάλυση και λογοτεχνία).
Ο Καβάφης δεν αναζητά το σώμα στη διπλή του υποστασιακή “εκφορά”, όπως κάνει ο Αντονέν Αρτώ στο “Η μισητή ιστορία του Δημιουργού” έγραφε: (Το σώμα μου δεν είναι παρά όλο ξαναφτιαγμένο /ενάντια/και μέσα από χιλιάδες προβολές κακών και μίσους / που κάθε φορά το κατέστρεψαν/και το άφηναν νεκρό), αλλά ο Καβάφης το εξωραΐζει, το καθρεφτίζει, το τοποθετεί στην ηδονιστική θέση του κόσμου.
Έτσι όπως συμβαίνει σύμφωνα με τον Αντριάνο Σόφρι στον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, εκεί όπου το σώμα αισθητοποιημένο αναζητά, διεκδικεί, το «εξαιρετικό δυνατό των άλλων σωμάτων και πλάθεται μέσα από την τρυφερότητα, το θέλγητρο, την αποπομπή, τις χειρονομίες, τις συμπεριφορές τις ταπεινώσεις». (Άρθρο του φυλακισμένου τότε Αντριάνο Σόφρι για τη λειτουργία του σώματος στον Π.Π. Παζολίνι, δημοσιευμένο στην εφημερίδα La Repuublica. Οκτ. 2000).
Το σώμα στο πεδίο των σημαινόντων
Η “καβαφική” αισθητική θέλει το σώμα στο πεδίο των μεταφορών, των σημαινόντων, χωρίς ίχνος μεταφυσικής σε μια λιτή μετωνυμική έκφραση. Είναι έξω από τις οπτικές του Τζωρτζ Σιγκάλ, (Ολοκαύτωμα 1983) του Αντρέ Μασόν (Σφαγή 1933), αλλά κοντά στον Αλμπέρτο Τζιακομέτι, στην Λουίζ Μπουρζουάρ, στον Πιέρ Μπονάρ.
Ο Ζαν Μποντριγιάρ έλεγε ότι «το σώμα είναι η φαρέτρα των σημείων, το σημείο είναι η απελευθέρωση του σώματος». Σ’ αυτά τα σημεία του σώματος συνθέτει την ποιητική αισθητική του ο Καβάφης «…γραμμές του σώματος, τα κόκκινα χείλη / τα μέλη τα ηδονικά, / τα μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα…».
Τα σώματα των προσώπων στον Καβάφη (Ευρίων, Ιασής, Μυρτίας, Κλείτος, Μύρης, Μέβης, Λεύκιος, Μαρύλιος ο Κήμος Μενεδώρου Ιταλιώτης νέος) είναι μέχρι παθήσεως αισθητικά, όλοι περικαλλείς, τα σώματα τους έχουν μια προέκταση κάτι σαν τον αγρότη του Βίνσεντ βαν Γκογκ, που μεταμορφώνεται το σώμα του σε προέκταση χωραφιού. Ο Καβάφης βλέπει το σώμα ως προέκτασης της Αφήνοντας όλη εκείνη την ηδονικής αρχής και της συμβολικής ιχνηλασίας: «…τον φημισμένο Μέβη που αναντιρρήτως είναι / ο νέος ο πιο ευειδής, κι ο πιο αγαπηθείς/σ’ όλην την Αντιόχεια».
Ο Μαρκήσιος ντε Σαντ
Εκείνο που θα πρέπει να αποσαφηνιστεί είναι και η διαφορά του Κ. Καβάφη και του Μαρκήσιο ντε Σαντ αναφορικά με το σώμα.
Σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ βλέπει το σώμα μέσα στην ωμότητα, αλλά και στην αφαίρεση του «στις όμορφες αναλογίες, στις λεπτομέρειες, στην ευλυγισία των μελών», «είναι ένα σώμα – όπως παρατηρεί ο Μπαρτ που βλέπετε μακριά και κάτω από τα φώτα της σκηνής, είναι ένα πολύ καλά φωτισμένο σώμα… απόλυτα επιθυμητό κι εντελώς απλησίαστο, έχει σα φυσικό του χώρο το θέατρο εκείνο του καμπαρέ του φαντάσματος». Αντιθέτως θα λέγαμε ότι ο Καβάφης θέλει το σώμα ως ανανεωμένη επιθυμία έξω από το χρόνο «στην αιώνια νεότητα εκεί όπου τα σώματα μπορούν να κοιμηθούν και όχι να πεθάνουν, εν τω μήνι Αθήρ ο Λεύκιος εκοιμήθη». Ουδόλως θέλει να σκέφτεται τη φθορά τη φθορά του σώματος, γιατί το σώμα είναι το περίγραμμα του έρωτα κι ο έρωτας ορίζεται όχι μόνο σ’ αυτό που δε μπορεί να γραφεί (Ζ. Λακάν) αλλά και σ’ αυτό που δεν χρονοποιείται.
Η αποτύπωση των συναισθημάτων – Η ερωτική επιθυμία στην Καβαφική ποίηση
Η ποίηση του Καβάφη γίνεται ηχώ προσωπική της ερωτικής ανθρωπογεωγραφίας, μυστήριο παθών του Διονύσου. «Μέσα στον έκλυτο της νεότητας μου βίο / μορφώνοντας βουλές της ποιήσεως μου/σχεδιάζοντας της τέχνης μου περιοχή». Αλλά ποίηση μήπως δεν είναι αυτή «η ερωτική εμπειρία δεμένη με το πραγματικό του αποτελεί αναμονή του αβέβαιου», (Τζ, Γκιλ “Το σώμα”) ή όπως θα έλεγε ο Ζωρζ Μπατάιγ «είναι η θάλασσα που ερωτοτροπεί με τον ήλιο».