Του Αλέξανδρου Τάρκα
Η επιδίωξη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την προσέγγιση του περιβάλλοντος του προέδρου των ΗΠΑ (π.χ. η πρόσφατη συνέντευξή του στο «τραμπικό» Breitbart News) έχει το προσωπικό κίνητρο της διόρθωσης του πολυετούς λάθους της μη τήρησης ίσων αποστάσεων μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών. Ωστόσο, συμπίπτει και με μία σημαντική καμπή των διμερών σχέσεων κατά την οποία η Ουάσινγκτον αναμένει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων της Αθήνας, εντός αυστηρού χρονικού πλαισίου, σε μείζονα θέματα.
– Το πρώτο ζήτημα αφορά την επείγουσα ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση της ελληνικής αμυντικής βοήθειας προς την Ουκρανία, παρά την εντύπωση που είχε δημιουργηθεί στην κυβέρνηση ότι θα απαλλασσόταν από αυτό το άγχος λόγω των τριγωνικών ειρηνευτικών συνομιλιών Ουάσινγκτον – Κιέβου – Μόσχας. Η αμερικανική πλευρά υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να αποστείλει στην Ουκρανία, πολύ σύντομα, μεγάλες ποσότητες οπλισμού. Μεταξύ αυτών, πύραυλοι εδάφους-αέρος μικρού βεληνεκούς (για τους οποίους είχε δοθεί ελληνική υπόσχεση στον τότε υπουργό Άμυνας των ΗΠΑ, Λ. Οστιν, από πέρυσι τον Απρίλιο!) και κατευθυνόμενα βλήματα κατά αεροσκαφών και πλοίων (όπως συμφωνήθηκε στα τέλη του 2024). Το πρόσθετο στοιχείο, που θα φέρει σε δύσκολη θέση τον πρωθυπουργό, είναι ότι ανώτερα στελέχη της διοίκησης Τραμπ δεν συμμερίζονται το επιχείρημα ότι η Ελλάδα, λόγω της εξ ανατολών απειλής, δεν μπορεί να αποστείλει συστήματα αεράμυνας στην Ουκρανία και αναμένεται να προτείνουν τις επόμενες ημέρες (αν αυτό δεν έχει ήδη γίνει) φόρμουλα επίλυσης του θέματος. Ενδεχόμενη αποδοχή της συγκεκριμένης φόρμουλας θα προκαλέσει εσωτερικό πολιτικό κόστος στον πρωθυπουργό και δυσαρέσκεια σε άλλους ξένους συνομιλητές του, ενώ ενδεχόμενη απόρριψη θα δυσχεράνει τις συνεννοήσεις με το επιτελείο του Αμερικανού προέδρου.
– Το δεύτερο σημαντικό θέμα είναι η παροχή χειροπιαστών ανταλλαγμάτων, εκ μέρους της Αθήνας, στη συνδρομή που παρέχει το US Navy στην ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στην τεράστια περιοχή από τον Περσικό Κόλπο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα. Με πρωτοβουλία της τότε διοίκησης Μπάιντεν προστατεύονται, από το καλοκαίρι του 2023, τα πλοία αμερικανικής ιδιοκτησίας που φέρουν ελληνική σημαία και, επιπλέον, όσα πλοία ελληνικών συμφερόντων πιθανολογείται ότι συνδέονται με αμερικανικό μετοχικό μερίδιο. Περίπου δύο χρόνια αργότερα η διοίκηση Τραμπ επισημαίνει πως οι επιχειρήσεις προστασίας και οι νηοψίες δεν είναι δυνατόν να γίνονται μόνον από το US Navy. Επομένως, από τη στιγμή που η εμπορική ναυτιλία έχει τόσο μεγάλη συνεισφορά στο ΑΕΠ της Ελλάδας, η αμερικανική πρόταση είναι να διευρυνθούν οι αποστολές και οι κανόνες εμπλοκής του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού είτε αυτόνομα είτε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής επιχείρησης Aspides. Η ανάληψη τέτοιας δράσης καλύπτεται νομικά από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τους Χούθι.
– Το τρίτο κεφαλαιώδες σημείο της ατζέντας είναι η -κατά την αμερικανική οπτική- λελογισμένη μόνον ανάμειξη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αρκετοί συνεργάτες του κ. Μητσοτάκη είχαν σχηματίσει την εντύπωση, πριν από λίγες εβδομάδες, ότι οι παρεμβάσεις των ΗΠΑ, κυρίως προς τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Χ. Φιντάν, θα επέτρεπαν την επανάληψη των βυθομετρικών ερευνών για το έργο της πόντισης καλωδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ (Great Sea Interconnector). Αισιόδοξος ήταν και ο πρωθυπουργός μετά τις προσωπικές επαφές του με τον Γάλλο πρόεδρο Εμ. Μακρόν και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπ. Νετανιάχου. Όπως αποδείχθηκε πια, όλα αυτά ήταν αβάσιμα. Το Μέγαρο Μαξίμου ανέκρουσε πρύμναν, εκτιμώντας πως η τουρκική αντίδραση θα ήταν μεγαλύτερη και προκλητικότερη συγκριτικά με όσα συνέβησαν στην Κάσο πέρυσι τον Ιούλιο (αναγκαστική διακοπή των ερευνών και διαδοχικές παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων με συνολική διάρκεια πάνω από 3 ώρες και 15 λεπτά).
Οι επαφές για τα F-35
Επίσης, τους προσεχείς μήνες αναμένεται να κορυφωθούν οι εξελίξεις σε σχέση με τα μαχητικά F-35, καθώς παρουσιάζεται ως εφικτή η σύνδεση της Ελλάδας με το βιομηχανικό τους πρόγραμμα με -κάποιας μορφής- αναβαθμισμένη εταιρική σχέση αντί της ιδιότητας του απλού αγοραστή. Η εναλλακτική αυτή πιθανότητα προκύπτει σχεδόν 25 χρόνια μετά την πρόταση παροχής της ιδιότητας πλήρους μέλους, που είχε υποβληθεί από τον τότε πρεσβευτή Ν. Μπερνς και τη Lockheed Martin το φθινόπωρο του 2000, αλλά απορρίφθηκε από τον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη, παρά τη σχετικά μικρή κεφαλαιακή συνεισφορά που θα κατέβαλε, ετησίως, η Ελλάδα ως το 2008.
Από την άλλη πλευρά, παραμένει το μεγάλο ερωτηματικό ως προς την επανένταξη ή μη της Τουρκίας στο βιομηχανικό πρόγραμμα των F-35, από το οποίο αποβλήθηκε τον Ιούλιο του 2019 (και ανεστάλησαν οι παραδόσεις έτοιμων αεροσκαφών) μετά την απόφαση Ερντογάν για την προμήθεια του ρωσικού συστήματος S-400. Την απάντηση στον σημερινό γρίφο των τουρκικών F-35, ενδεχομένως, δεν γνωρίζει ακόμα ούτε ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ. Πάντως, εδώ και λίγες εβδομάδες ορισμένοι διαμορφωτές πολιτικής της διοίκησης Τραμπ μελετούν τρόπους ταυτόχρονης ικανοποίησης της Αθήνας και της Αγκυρας, ώστε να μη διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων. Ενδεχομένως, στο πρότυπο της απόφασης του 1986 για την ταυτόχρονη προμήθεια F-16 από τις πολεμικές αεροπορίες Ελλάδας και Τουρκίας και, παλαιότερα, εκείνης του 1977 για την προμήθεια F-15 από το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Φυσικά, η μεγάλη διαφορά, συγκριτικά με τις περιπτώσεις των F-15 και F-16, είναι ότι σήμερα η επιδιωκόμενη ισορροπία δυνάμεων στα F-35 δεν είναι διμερής, αλλά τριμερής. Γιατί, εκτός από την Ελλάδα, και ο κ. Νετανιάχου, με διαδοχικές παραστάσεις προς τον κ. Τραμπ, εκφράζει την έντονη αντίθεση της χώρας του στην αποδέσμευση των F-35 από τις ΗΠΑ προς την Τουρκία.
Εμπορικός πόλεμος
Παράλληλα, η Ουάσινγκτον παρακολουθεί τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης αφενός ως προς τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Ε.Ε. και ΗΠΑ – Κίνας και αφετέρου ως προς την επιδίωξη του Πεκίνου να μετατρέψει την αντιπαράθεση σε ευκαιρία σύσφιγξης των σχέσεών του με τις Βρυξέλλες.
Στην παρούσα φάση, τα μηνύματα που εκπορεύονται από την Αθήνα είναι μάλλον αντιφατικά: η απήχηση της δήλωσης του κ. Μητσοτάκη στο Breitbart News για «αμοιβαία επωφελή λύση» μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού νοθεύτηκε από την επιδίωξη, που προβλήθηκε πριν και μετά τη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής, για ενίσχυση των σχέσεων με την Κίνα. Αντίθετα, ένας από τους ελάχιστους στην κυβέρνηση, που έχουν αντιληφθεί τις διαστάσεις όσων θα συμβούν με τον εμπορικό πόλεμο, είναι ο υπουργός Υγείας Αδωνις Γεωργιάδης. Οι επισημάνσεις του στο Breitbart για τη λογική των αποφάσεων του κ. Τραμπ και για το γεγονός ότι η Δύση υστερεί, μετά την ανάπτυξη των εμπορικών διαδρόμων της Κίνας, κρίνονται ως επανορθωτικές παλαιότερων εκτιμήσεων του ιδίου. Τον Σεπτέμβριο του 2022, ως υπουργός Ανάπτυξης, ο κ. Γεωργιάδης, σε συνάντησή του στο Βερολίνο με το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου του γερμανικού ΣΕΒ, Β. Νίντερμαρκ, είχε εγκωμιάσει το έργο της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, κρίνοντας ότι θα ήταν καλή ιδέα η συμμετοχή της ίδιας κινεζικής εταιρίας και στο μετοχικό σχήμα του λιμανιού του Αμβούργου.