Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Όσοι πιστεύουν ότι αυτό που ζούμε στην Ελλάδα είναι απλώς μια εκδοχή κοινωνικής δυσαρέσκειας, απλώς δεν κάνουν τον κόπο να εγκύψουν στο θέμα και να ακούσουν πραγματικά την κραυγή της κοινωνίας.
Γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα βαθύ ρήγμα στον πυρήνα του «κοινωνικού συμβολαίου».
Η κυβέρνηση έχει χάσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και αυτή δύσκολα μπορεί να την ανακτήσει.
Και φτάσαμε σε αυτό το σημείο καμπής ακριβώς γιατί είχαμε ένα συνδυασμό παραγόντων.
Ναι, μέτρησε η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών και κυρίως μια βαθύτερη ανασφάλεια που συγκεφαλαιώνεται στο ότι ενώ έχουμε ανάπτυξη και αυξήσεις των ονομαστικών μισθών, στην πραγματικότητα έχουμε και μια κρίση κόστους ζωής που είναι πιο δομική, αφορά το πώς κρίσιμα αγαθά όπως η θέρμανση ή ο βασικός εξοπλισμός ακριβαίνουν και δεν επηρεάζεται από το εάν αυτό το μήνα είναι πιο φτηνά τα κολοκυθάκια ή τα μακαρόνια.
Όμως, δεν είναι μόνο η οικονομία.
Μετράει η κατάσταση βασικών δημόσιων αγαθών όπως η υγεία και η παιδεία, όπου οι πολίτες βλέπουν την κατάσταση να επιδεινώνεται και μια διαρκή ώθηση να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα.
Μετράει η κατάσταση βασικών υποδομών όπως οι συγκοινωνίες όπου οι πολίτες την ώρα που ακούν για «αναβάθμιση» και «εκσυγχρονισμό» βλέπουν ταυτόχρονα καθυστερήσεις και συνωστισμό.
Μετράει προφανώς η τραγωδία στα Τέμπη ως συγκεφαλαίωση όλων όσων πηγαίνουν στραβά σε αυτή τη χώρα, η άρνηση ανάληψη ευθύνης και μια διερεύνηση που τελικά καταλήγει στη συγκάλυψη.
Και μετράει μια διάχυτη αίσθηση περιφρόνησης για τους θεσμούς, ο κυνισμός μιας εξουσίας που παρακολουθεί τους δικαστές (μαζί με υπουργούς, αξιωματικούς, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες) οι οποίοι μετά αποφαίνονται ότι δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες για τις υποκλοπές, αλλά μόνο πλημμελήματα ιδιωτών, μιας εξουσίας που έκανε μια εξεταστική-παρωδία για τα Τέμπη, που δεν είχε θέμα να χρησιμοποιεί μια ιδιωτική εταιρεία – «μαύρο ταμείο» για να μισθοδοτεί κομματικά στελέχη και να απασχολεί «ψευδώνυμους» χρήστες κοινωνικών μέσων που αναλάμβαναν δολοφονίες χαρακτήρων και εκστρατείες συκοφάντησης.
Όλα αυτά πολύ απλά δεν αντιστρέφονται με 250 ευρώ σε χαμηλοσυνταξιούχους και ένα ενοίκιο επιστροφή σε μερίδα των ενοικιαστών.
Γιατί μπορούμε να ζούμε σε μια κοινωνία «μειωμένων προσδοκιών» όπου οι άνθρωποι κάνουν πολύ συχνά πολιτικές επιλογές με βάση πολύ άμεσα και επείγοντα συμφέροντα, αλλά αυτό δεν αναιρεί ότι η σχέση τους με τους κυβερνώντες δεν είναι ποτέ απλώς και μόνο «συναλλακτική». Τους ενδιαφέρει σίγουρα να πάρουν κάτι παραπάνω, αλλά πρωτίστως αυτό που θέλουν είναι μια αίσθηση οικονομικής και τελικά κοινωνικής ασφάλειας και θετικής προοπτικής. Κοντολογίς μέλλον θέλουν και όχι απλώς χαρτζιλίκι.
Και αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο όταν στην πράξη οι παροχές που εξαγγέλθηκαν είναι τελικά… σταγόνα στον ωκεανό της ακρίβειας.
Ας πάρουμε την παγίωση των 250 ευρώ στους συνταξιούχους. Στην πραγματικότητα δεν αποτελούν μία νέα παροχή, αλλά μια παροχή που έχει δοθεί «εκτάκτως» και τα προηγούμενα χρόνια και τώρα απλώς επισημοποιείται και γίνεται πάγια, ενώ απέχει παρασάγγας από αυτά που ζητούν για να εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση. Και σίγουρα δεν μπορεί να καλύψει την απώλεια πραγματικού εισοδήματος που έχουν οι συνταξιούχοι – κάτι που άλλωστε έχει αναγνωρίσει και η κυβέρνηση με το να διευκολύνει την εργασία των συνταξιούχων.
Έπειτα έχουμε την «επιστροφή» ενός ενοικίου σε αρκετούς ενοικιαστές με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Εάν κάνουμε τον υπολογισμό, η κυβέρνηση επιστρέφει το 8,33% του συνολικού ετήσιου ενοικίου. Μόνο που εάν κανείς κοιτάξει το πόσο έχουν αυξηθεί τα ενοίκια, ιδίως σε περιοχές όπως η Αθήνα, τότε θα διαπιστώσει ότι η επιστροφή που εξήγγειλε η κυβέρνηση δεν μπορεί να αντισταθμίσει την απώλεια εισοδήματος εξαιτίας της σημαντικής ανόδου του κόστους στέγασης.
Όσο για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων όσο σημαντική και εάν είναι δεν απαντά στο βασικό πρόβλημα σήμερα που είναι ότι ενώ πάμε καλά από «απορροφησιμότητα» αυτό δεν μεταφράζεται σε έργα που ολοκληρώνονται και έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, κάτι που τα Τέμπη το έδειξαν με τον πιο τραγικό τρόπο.
Και βέβαια δίνονται τώρα αυτές οι παροχές γιατί πολύ απλά είχαμε αυξημένη φορολογία το προηγούμενο διάστημα. Γιατί όταν έχεις πληθωρισμό και ακριβαίνουν τα προϊόντα αναλογικά ακριβαίνουν και οι έμμεσοι φόροι, όπως όταν έχεις ονομαστικές αποδοχές μισθών και εισοδημάτων, αλλά χωρίς αντίστοιχη αναπροσαρμογή των ορίων για το αφορολόγητο, εύλογο είναι να έχεις και περισσότερα έσοδα. Κοντολογίς με το ένα χέρι παίρνεις αρκετά και με το άλλο δίνεις μεν, σημαντικά λιγότερα δε.
Όλα αυτά δεν είναι απλές υποθέσεις. Είναι η καθημερινότητα των ανθρώπων, είναι οι συζητήσεις στα οικογενειακά τραπέζια, είναι το διαρκές άγχος για το εάν θα βγει και αυτός ο μήνας.
Γι’ αυτό άλλωστε και την ώρα που η κυβέρνηση διαρκώς υπενθυμίζει ότι ορισμένοι οικονομικοί δείκτες δείχνουν καλύτεροι, ιδίως σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε όλες τις δημοσκοπήσεις οι πολίτες αναφέρουν την κατάσταση της οικονομίας και την ακρίβεια ως τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας και δηλώνουν απαισιόδοξοι ως προς την οικονομική προοπτική.
Δεν είναι γιατί δεν καταλαβαίνουν τη σημασία των οικονομικών δεικτών, αλλά γιατί αντιλαμβάνονται την οικονομική πραγματικότητα πολύ καλύτερα από τους προπαγανδιστές της κυβέρνησης.
Όμως, το πιο σημαντικό είναι αυτό με το οποίο ξεκίνησα.
Στην κοινωνία το ρήγμα είναι πολύ πιο βαθύ από όσο θέλει να παραδεχτεί η κυβέρνηση.
Αφορά την οικονομία, αλλά αφορά και τους θεσμούς, αφορά σε τελική ανάλυση το ύφος και ήθος της εξουσίας.
Και για αυτό τον λόγο ούτε αυτό το ρήγμα «γεμίζει» με κάποιες παροχές, ούτε η εμπιστοσύνη των πολιτών εξαγοράζεται με 250 ευρώ…