Τίτλος πρωτοτύπου: «Είναι το 2025, όχι το 1939!» – Η απειλή της ΕΕ για τη Ρωσία και την Ημέρα της Νίκης προκαλεί αντιδράσεις

Ο Σλοβάκος Φίτσο αντιδρά μετά τις δηλώσεις της Κάγια Κάλας περί “συνεπειών” για όσα κράτη μετέχουν στον εορτασμό της ήττας του ναζισμού
Ανάλυση | Ευρώπη
του Eldar Mamedov

Η πρόσφατη προειδοποίηση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για την Εξωτερική Πολιτική, Κάγια Κάλας — η οποία υπαινίχθηκε την επιβολή συνεπειών σε κράτη-μέλη και υποψήφιες χώρες, αν οι ηγέτες τους παραστούν στην παρέλαση της Μόσχας για την Ημέρα της Νίκης στις 9 Μαΐου (αφιερωμένη στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) — αποτελεί έντονη υπενθύμιση ότι η Ένωση υπερβαίνει επικίνδυνα τα θεσμικά της όρια.

Αν και η Κάλας δεν προσδιόρισε συγκεκριμένες ποινές για την παράκαμψη της προειδοποίησής της, ανέφερε ότι η συμμετοχή στην παρέλαση «δεν θα περάσει απαρατήρητη» από την ΕΕ, υπονοώντας διπλωματικές ή πολιτικές κυρώσεις για τις χώρες που δεν θα ευθυγραμμιστούν.

Κάποιοι ηγέτες ερμήνευσαν τα λόγια της ως διπλωματικό εκβιασμό — κάτι που, προβλέψιμα, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Ο Πρωθυπουργός της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίτσο, επέκρινε ανοικτά την Κάλας και επιβεβαίωσε ότι σκοπεύει να παραστεί στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Μόσχα για την ήττα του ναζισμού. «Έχουμε 2025, όχι 1939», δήλωσε χαρακτηριστικά.

Η στάση του Φίτσο αντανακλά έναν θεμελιώδη πυλώνα της ΕΕ: η εξωτερική πολιτική παραμένει αρμοδιότητα των κρατών-μελών σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Άρθρο 24), και όχι της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Το θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης δεν παρέχει στην Ύπατη Εκπρόσωπο τη δυνατότητα να επιβάλλει μονομερώς κυρώσεις ή ποινές για αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής κρατών-μελών. Υπό αυτό το πρίσμα, η δήλωση της Κάλας μπορεί να ερμηνευτεί ως παρέμβαση στο κυριαρχικό δικαίωμα της Σλοβακίας να χαράζει τη δική της εξωτερική πολιτική.

Ακόμη πιο ανησυχητική μπορεί να θεωρηθεί η προειδοποίηση των Βρυξελλών για τη Σερβία, της οποίας ο πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς έχει επίσης προσκληθεί στη Μόσχα. Η Σερβία δεν είναι μέλος της ΕΕ, αλλά υποψήφια προς ένταξη. Καθώς η ΕΕ λειτουργεί πλέον σαν γεωπολιτικό μπλοκ, απαιτεί απόλυτη εξωτερική ευθυγράμμιση από όσους επιδιώκουν την ένταξη.

Η Σερβία διατηρεί επί μακρόν μια προσεκτική ισορροπία στις σχέσεις της με την ΕΕ και τη Ρωσία — μια ρεαλιστική στρατηγική, δεδομένης της ιστορίας και της γεωγραφίας της. Ωστόσο, η γραμμή Κάλας πιέζει τη βαλκανική χώρα να διαλέξει πλευρά — την πλευρά της ΕΕ — ή να διακινδυνεύσει την ενταξιακή της πορεία. Η Ένωση μπορεί να χρησιμοποιήσει το καθεστώς υποψηφιότητας ως εργαλείο εξαναγκασμού ή και να «παγώσει» εντελώς τη διαδικασία.

Υπάρχει προηγούμενο για αυτό: η αναστολή της υποψηφιότητας της Γεωργίας, τυπικά λόγω δημοκρατικής οπισθοδρόμησης, αν και κάποιοι ειδικοί θεωρούν ότι πρόκειται για πρόσχημα — και ότι η αληθινή αιτία ήταν η άρνηση της Τιφλίδας να ενταχθεί πλήρως στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη δουλοπρεπή στάση της ΕΕ απέναντι στο γειτονικό αυταρχικό Αζερμπαϊτζάν. Αυτή δεν είναι ένταξη — είναι εξαναγκασμός. Και στην περίπτωση της Σερβίας, πρόκειται για επικίνδυνο παιχνίδι.

Εγκληματοποιώντας τη συμμετοχή σε παρέλαση τιμής για την ήττα του ναζισμού, η ΕΕ κινδυνεύει να αποξενώσει έναν λαό που θρήνησε πάνω από ένα εκατομμύριο θύματα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η απειλή για ένα τέτοιο συμβολικό χειρονομία, δεν είναι απλώς αναίσθητη — μπορεί να εκληφθεί από τη Σερβία ως απαίτηση προδοσίας της ίδιας της ιστορικής της μνήμης ως τίμημα για την ευρωπαϊκή ένταξη.

Πέραν της υπέρβασης εξουσιών από την Κάλας, η γενικότερη στάση των Βρυξελλών αποδεικνύεται εξίσου ανεδαφική και μη ρεαλιστική στις σχέσεις με τη Ρωσία, ειδικά αν ο στόχος είναι η προσέγγιση για την ειρήνη στην Ουκρανία. Ναι, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν θα αξιοποιήσει την παρέλαση και την παρουσία ξένων ηγετών για επικοινωνιακά οφέλη. Θα επιχειρήσει να συνδέσει τη σοβιετική νίκη επί του ναζισμού με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον οποίο παρουσιάζει συστηματικά ως «πόλεμο κατά των Ναζί».

Ωστόσο, η επιβολή ενός γενικού μποϊκοτάζ από την ΕΕ θα συνιστούσε απλώς επίδειξη ηθικής ανωτερότητας — χωρίς ουσιαστικό όφελος για την Ένωση.

Αν όντως η Κάλας και οι σύμμαχοί της ανησυχούν για μια διπλωματική νίκη του Πούτιν, τότε η δική τους επιθετική ανικανότητα του την προσφέρει ήδη.

Τροφοδοτούν το αφήγημα — όχι μόνο στη Μόσχα, αλλά και στην ίδια την Ευρώπη — ότι οι μη εκλεγμένοι γραφειοκράτες των Βρυξελλών επιβάλλουν πολιτικές σε κυρίαρχα κράτη, καταπατώντας τις ιστορικές και πολιτικές τους ευαισθησίες.

Η προοπτική ταξιδιού των Φίτσο και Βούτσιτς στη Μόσχα φέρνει στο νου την υστερική αντίδραση των Βρυξελλών στις προηγούμενες διπλωματικές πρωτοβουλίες του Ούγγρου Πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν. Όταν ο Όρμπαν επισκέφθηκε τη Μόσχα το 2024 και συνάντησε τον Πούτιν, αντί να αντλήσουν πληροφορίες για τις ρωσικές θέσεις ως προς την Ουκρανία, οι Βρυξέλλες επιχείρησαν να υπονομεύσουν την εκ περιτροπής προεδρία της Ουγγαρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ.

Παράλληλα, όταν ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ξεκίνησε δικές του διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα, η ΕΕ βρέθηκε προ εκπλήξεως, τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει την πρωτοβουλία Όρμπαν, η οποία προηγήθηκε χρονικά της αμερικανικής.

Κι όμως, η ΕΕ επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη — εκφοβίζοντας τα μέλη της αντί να αξιοποιήσει τις επαφές τους ώστε να διερευνήσει οδούς προς τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, κάτι που ολοένα και περισσότεροι Ευρωπαίοι πολίτες ζητούν. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο κορυφαίος ιστορικός του Ψυχρού Πολέμου και καθηγητής του London School of Economics, Βλάντισλαβ Ζούμποκ, «απορρίπτοντας τον δρόμο της διπλωματίας, η Ευρώπη με ηγεσία από τις Βρυξέλλες καθίσταται λιγότερο, και όχι περισσότερο, σημαντική στη διεθνή πολιτική σκηνή».

Ο Eldar Mamedov είναι εμπειρογνώμονας εξωτερικής πολιτικής με έδρα τις Βρυξέλλες και μη μόνιμος συνεργάτης στο Quincy Institute.

Οι απόψεις που εκφράζονται από τους συγγραφείς για το Responsible Statecraft δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις του Quincy Institute ή των συνεργατών του.

 

ΠΗΓΗ

responsiblestatecraft.org