…και η αντιπολίτευση θα πρωτοστατούσε σε αυτό το αίτημα.
Του Λευτέρη Θ. Χαραλαμπόπουλου
Οι καταιγιστικές αποκαλύψεις που έρχονται στο φως με αφορμή την Ομάδα Αλήθειας εγείρουν πολύ κρισιμότερα θέματα, από το αναμφισβήτητα σοβαρό ζήτημα της ύπαρξης επίσημου κομματικού μηχανισμού προπαγάνδας, που παραπέμπει σε άλλες σκοτεινές εποχές. Οσο ξετυλίγεται το κουβάρι φωτίζεται η κρυφή διαδρομή επιχειρηματικού και όχι μόνο χρήματος, που καταλήγει σε κομματική χρηματοδότηση. Και όμως σαν θύματα επιδημίας, που προκαλεί επιλεκτική τύφλωση οι επίσημοι και αρμόδιοι φορείς, οι αποκαλούμενοι δημοκρατικοί θεσμοί, αλληθωρίζουν μένοντας προσκολλημένοι στο δέντρο, τη δράση της Ομάδας Αλήθειας, και χάνουν το δάσος με το «μαύρο» πολιτικό χρήμα.
Μία χειροπιαστή απόδειξη της πραγματικής κρίσης θεσμών, αρχών και αξιών που αντιμετωπίζει η χώρα. Πλέον όλοι – συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης – συμπεριφέρονται ως να μην υπάρχουν στην πραγματικότητα θεσμοί στους οποίους μπορούν να προσφύγουν όταν η χώρα αντιμετωπίζει κρίση, σε κάθε τομέα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, και τα αντανακλαστικά των Θεσμών μοιάζουν ανύπαρκτα.
Και ακριβώς αυτός είναι ένας από τους λόγους που η χώρα μας απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τον ορισμό μιας «κανονικής χώρας».
Είναι ανησυχητική ένδειξη δυσλειτουργίας, αν όχι παρακμής, τα όσα συμβαίνουν μετά τις πρόσφατες αποκαλύψεις γύρω από την «Ομάδα Αλήθειας» και των «παραρτημάτων» της, για το πώς χρηματοδοτούνταν ή το πώς μισθοδοτούνταν όσοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον προπαγανδιστικό μηχανισμό, αλλά και άλλοι που κάλυπταν βασικές ανάγκες και νευραλγικές θέσεις στο κόμμα της ΝΔ και στην κυβέρνηση.
Από τη μία η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν έγινε και τίποτα, ότι όλα αυτά είναι υποθέσεις «ιδιωτών» που απλώς έτυχε να είναι «γαλάζια παιδιά» – «πολύ κοντά στη Νέα Δημοκρατία, ιδεολογικά και κομματικά» ήταν η περιγραφή του ίδιου του πρωθυπουργού – και σε τελική ανάλυση μια χαρά τα λέει η «Ομάδα Αλήθειας» και «αποδομεί» την Αντιπολίτευση.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση απλώς φωνάζει ότι «είχατε κάτι δικούς σας και τους πληρώνατε για να μας επιτίθενται και να μας βρίζουν και να μας συκοφαντούν», χωρίς να προσπαθεί να εξηγήσει γιατί αυτό ήταν κάτι ανεπίτρεπτο και γιατί υπονομεύει τη δημοκρατία πέραν προφανώς του ότι υποβιβάζει την πολιτική αισθητική με την ευρύτερη έννοια της ηθικής.
Τι χάνεται σε αυτό το είδος αντιπαράθεσης; Η ουσία του προβλήματος.
Και αυτή είναι ότι είχαμε μια σειρά από ιδιωτικές εταιρείες, στον ευρύτερο χώρο της διαφήμισης και της πολιτικής επικοινωνίας, γύρω από τη V+O των Βαρβιτσιώτη και Ολύμπιου, που φαίνεται να μετατρέπονταν σε ένα είδος μαύρων ταμείων. Οι εταιρείες αυτές έπαιρναν σημαντικές χρηματοδοτήσεις είτε από συγκεκριμένες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, είτε από μορφές κρατικής διαφήμισης, είτε από υπουργεία και φορείς τους, είτε από τις Περιφέρειες, με όρους που δεν φαίνεται να αντιστοιχούν στο παραγόμενο προϊόν και ταυτόχρονα απασχολούσαν ανθρώπους που λειτουργούσαν την «Ομάδα Αλήθειας», για ένα διάστημα μάλιστα στεγασμένους στα γραφεία της ΝΔ, ή προσέφεραν άλλες υπηρεσίες στο κόμμα.
Δηλαδή, έχουμε πρακτικές που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως πολιτικό χρήμα, προερχόμενο είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις, είτε από την κρατική μηχανή που καταλήγει τελικά να χρηματοδοτεί ένα τμήμα του κομματικού μηχανισμού της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτά ξέρουμε και αυτά ήρθαν στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα.
Σε μια κανονική χώρα, στις ΗΠΑ για παράδειγμα που έχει μεγάλη ανοχή στο πολιτικό χρήμα υπό την προϋπόθεση ότι δηλώνεται ως τέτοιο και υπάρχει διαφάνεια, ή σε μια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, από αυτές που όχι μόνο έχουν, αλλά σέβονται και τηρούν τη νομοθεσία για την ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων, την υπόθεση θα την είχε αναλάβει η δικαιοσύνη.
Δηλαδή, θα είχε ήδη παραγγελθεί μια προκαταρκτική εξέταση για το εάν παραβιάστηκε η νομοθεσία της χώρας μας για τη χρηματοδότηση των κομμάτων που σαφώς απαγορεύει τη χρηματοδότηση κομμάτων από εταιρείες, απαιτεί η χρηματοδότηση να είναι μόνο από καταγεγραμμένα φυσικά πρόσωπα – ιδιώτες και προφανώς δεν επιτρέπει πολιτικό χρήμα να φτάσει σε ένα κόμμα από την πίσω πόρτα μιας εταιρείας που λειτουργεί ως μαύρο ταμείο και μισθοδοτεί τμήμα του κομματικού μηχανισμού.
Θα είχαν αναζητηθεί στοιχεία, θα είχε εξεταστεί εάν τα έσοδα αυτών των επιχειρήσεων είτε από ιδιώτες είτε από το δημόσιο αντιστοιχούσαν όντως σε ένα έργο διαφημιστικό ή επικοινωνιακό όπως και εάν αυτό υπερκοστολογήθηκε, γιατί στην περίπτωση που τα ποσά δεν αναλογούν σε πραγματικές υπηρεσίες θα υπήρχαν υπόνοιες για έμμεση κομματική χρηματοδότηση. Θα είχαν κληθεί να καταθέσουν όλα τα ονόματα που έχουν έρθει στη δημοσιότητα και θα είχαν ρωτηθεί εάν όντως δούλευαν π.χ. στη Blue Skies ή απλώς μισθοδοτούνταν από αυτή για να κάνουν κομματική δουλειά. Θα είχαν αναζητηθεί οι καταστάσεις όλων των εργαζομένων αυτών των εταιρειών για να εξεταστεί εάν συμπεριλαμβάνουν κομματικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Εάν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις θα είχαν κληθεί ως ύποπτοι για παραβίαση της νομοθεσίας για τη χρηματοδότηση των κομμάτων όσοι εμπλέκονται.
Την ίδια ώρα η αντιπολίτευση δεν θα φωνασκούσε γενικά και αφηρημένα καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για «δολοφονία χαρακτήρων», όχι γιατί αυτή δεν γίνεται, αλλά γιατί το κρίσιμο δεν είναι να ασκηθεί κριτική σε μια κομματική εκδοχή πολεμικής, αλλά να εξεταστεί εάν παραβιάστηκαν κανόνες και η εκλογική νομοθεσία. Θα πρωτοστατούσε, λοιπόν, στην απαίτηση να αναλάβει δράση η δικαιοσύνη και βεβαίως θα συνείσφερε όσα στοιχεία τυχόν είχε.
Γιατί από την πλευρά των θεσμών, το πρόβλημα δεν είναι μόνο το τι έκανε η «Ομάδα Αλήθειας», γιατί σε τελική ανάλυση τα κόμματα προπαγάνδα κάνουν, κάποιες φορές κακής ποιότητας και αρκετά συχνά «δολοφονία χαρακτήρων». Το πρόβλημα είναι εάν όλα αυτά χρηματοδοτήθηκαν με τρόπο που η νομοθεσία παραβιάζεται, εάν υπήρξε «μαύρο» πολιτικό χρήμα που χρηματοδότησε τέτοιες πρακτικές και εάν αυτή η παροχή «μαύρου» πολιτικού χρήματος έγινε με αντάλλαγμα συγκεκριμένες μορφές προνομιακής μεταχείρισης επιχειρήσεων από την κυβέρνηση. Γιατί τότε πολύ απλά μιλάμε για τον ορισμό της διαπλοκής και της διαφθοράς.
Όμως, ούτε η αντιπολίτευση κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, ούτε η δικαιοσύνη. Με αποτέλεσμα αντί να προσπαθούν να αντιστρέψουν την κρίση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας που διέρχονται οι Θεσμοί να καταλήγουν τελικά να την επιδεινώνουν. Η αντιπολίτευση με το να νομιμοποιεί εκ του αποτελέσματος τη διάχυτη στην κοινωνία πεποίθηση ότι «αυτά κάνουν και όλοι ίδιοι είναι» και η δικαιοσύνη με το να επιβεβαιώνει όσους λένε ότι είναι χειραγωγημένη και στρατευμένη στη συγκάλυψη και όχι στην αποκάλυψη των κακώς κειμένων.
Με αποτέλεσμα όχι μόνο να εξακολουθούμε να μην είμαστε μια κανονική χώρα, αλλά να απομακρυνόμαστε επικινδύνως από την ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία και την ποιότητα της Δημοκρατίας, πραγματική κανονικότητα.